-Να προσέχεις, ακούστηκε μια φωνή από μέσα. Δεν είναι κατάλληλες ώρες αυτές για να κυκλοφορεί ένα κορίτσι σαν κι εσένα.
Ίσα που το άκουσε, βγήκε χτυπώντας με νεύρο την πόρτα πίσω της, με το μυαλό της κολλημένο στο στόχο. Είχε ραντεβού έξω από την μητρόπολη, σε μια γειτονιά που δεν είχε ξαναπάει, αλλά που, ευτυχώς, έφτανε μέχρι εκεί ο υπόγειος. Θα συναντούσε κάποιον άγνωστο σε αυτήν - έπρεπε να αναφέρει το παρανόμι της και τον κωδικό της, και αυτός θα τη βοηθούσε με την άδεια εισόδου. Σιγουρεύτηκε ότι είχε πάρει μαζί της και τα χρήματα από το ταμείο της αδελφότητας - σίγουρα, το ενιαίο νόμισμα άνοιγε πόρτες.
~•~
Με το χαρτί στα χέρια και ταξιδεύοντας προς το νότο, σκεφτόταν το σχέδιο που έμπαινε στην τελική ευθεία. Ήλπιζε μόνο αυτό που θα αντίκριζε να μην ήταν πολύ διαφορετικό από τις διηγήσεις και τις περιγραφές της γιαγιάς της, αλλά δεν ήταν και πολύ σίγουρη κιόλας. Θυμόταν αμυδρά κάτι γυαλιστερές εικόνες σε ταξιδιωτικά περιοδικά των αρχών του αιώνα. Τεράστια δέντρα να φτάνουν μέχρι τις παραλίες. Σμιλεμένα από το θαλασσινό αέρα βράχια. Γυμνά υγρά κορμιά απλωμένα στον ήλιο. Γλαρόνια να λιάζονται. Περιστέρια να σκαλίζουν την ακτή το χειμώνα. Μέχρι και κρίνους να φυτρώνουν στην άμμο είχε κάποτε συναντήσει σε κάποια εναλλακτικά περιοδικά. Χαλάρωσε και κάποιες άλλες μνήμες ανασύρθηκαν από τα παιδικά της χρόνια. Να παίζει με τα ξαδέλφια της πάνω σε ξύλινες σχεδίες. Να ισορροπεί στα βραχάκια της παραλίας κρατώντας το χέρι του πατέρα της. Να φτιάχνει καστροπολιτείες πάνω στην άμμο.
Υπήρχε πολύς κόσμος που δεν είχε δει ποτέ τη θάλασσα. Υπήρχαν παιδιά που δεν είχαν βυθίσει τα πόδια τους στη ζεστή άμμο - που έπαιζαν μπάλα μόνο σε τσιμέντο. Που δεν είχαν δει γλάρο να πετά πάνω από τα κύματα. Που δεν είχαν δει ψάρια, παρά μόνο σε γκράφιτι της αδελφότητας. Που δεν είχαν ποτέ πετάξει πλακουτσό βότσαλο για να το δουν να χάνεται μετρώντας τις γκέλες. Μόνο πέτρες σε βιτρίνες ήξεραν να ρίχνουν κι αυτές όταν κάποιος τους σφύριζε για κάποια ξεχασμένη από την πολιτεία αναχρονιστική οικοδομή. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν γευτεί ποτέ την αρμύρα της, παρά μόνο αυτήν του ιδρώτα τους. Που δεν είχαν δει την πανσέληνο να την αργυροβάφει, καθώς υψωνόταν πέρα στον ορίζοντα - από τον κάματο δεν κατάφερναν να σηκώσουν τα μάτια στον ουρανό. Που δεν ήξεραν τα χρυσαφένια του δειλινού, τα ασημένια της σελήνης, τα μενεξεδένια του ξημερώματος, τα χρώματα της ζωής τους ήταν γκρίζα και μπλαβιά. Που δεν γνώριζαν την παχιά σκιά των αρμυρικιών, ζούσαν σε ανήλιαγους δρόμους, στριμωγμένους κάτω από ψηλά τσιμεντένια και γυάλινα κτίρια...
Για αυτό και η αποστολή της, παρά το ρίσκο, την είχε συνεπάρει. Μόνο να τα καταφέρει να φτάσει ως εκεί... Μετά, θα πρέπει να γυρίσει γρήγορα σπίτι, να ανέβει στη σοφίτα, εκεί όπου φυλάει και τις άλλες, τις παλιές ψηφιοποιημένες φωτογραφίες, να ξεδιαλέξει τις δικές της, να τις έχει έτοιμες και να περιμένει μέχρι να ξεκινήσει η ώρα για το ελεύθερο downloading.
rubycloud
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου