Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Στη θάλασσα


Στη θάλασσα

Τα μεταίχμια είναι σημαντικά, εκεί γίνονται οι μεγάλες αποκαλύψεις – εκεί αλληλεπιδρούν τα στοιχεία, κι εμείς μαζί τους. Είναι τα πιο γόνιμα σημεία, από κάθε άποψη. Αυτό είναι και η παραλία: ένας τόπος ενδιάμεσος, ούτε θάλασσα ούτε στεριά. Τα όριά του είναι ρευστά, από λεπτό σε λεπτό, ώρα σε ώρα, εποχή σε εποχή, δεκαετία σε δεκαετία. Τα όρια των στοιχείων εκτός καθρεφτίζουν τα όρια των στοιχείων εντός. Στην ακροθαλασσιά αφηνόμαστε στη χώρα εκείνη εντός μας ανάμεσα στο όνειρο και στην εγρήγορση, ανάμεσα στην ανεμελιά και στην σκληρή επίγνωση, ανάμεσα στο συνειδητό και στο υποσυνείδητο.


Ζούμε για να εξερευνούμε τα εντός και τα εκτός. Μέσα στη φασαρία που κάνουν οι νόες των ανθρώπων (και οι φωνές, οι θόρυβοι, οι μουσικές τους) είναι δύσκολο ν’ ακούσεις τον εαυτό σου. Για κάποιο παράξενο λόγο, η φωνή της θάλασσας σε συντονίζει με τη φωνή της δικής σου ψυχής. Άμα μετρήσω τις μέρες και τις ώρες της ζωής μου που έχω περάσει στις ακτές, είμαι σίγουρη ότι ξεπερνούν τη μισή μου ζωή.

Διαλέγω τρία τυχαία στιγμιότυπα.

«Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ‘ζησα κοντά στο ακρογιάλι» έγραφε μια πλάκα που συναντούσα στον δρόμο μου ως έφηβη, πηγαίνοντας από το θερινό σινεμά κάποιων φίλων στην ανοιχτωσιά του κόλπου της Βραυρώνας. Μάλλον κάποιος στίχος του Παλαμά. Ήταν ένα μικρό δρομάκι που τότε δεν είχε δίοδο για τα αυτοκίνητα, κι εκεί έβρισκα ησυχία. Πιο κάτω, ένα τεράστιο ξενοδοχείο που τότε γέμιζε με Γάλλους την κοντινή ταβερνούλα με τα σούπερ καλαμαράκια, και πιο κάτω ο μεγάλος βάλτος με την απέραντη αμμουδιά (έκαναν κόντρες και σούζες κάτι κρος μηχανάκια, ο αέρας έφερνε σκουπίδια πλαστικά, πού και πού εμφανιζόταν κανένας ερωδιός). Στο μυχό του κόλπου, πέρα από το βάλτο, ήταν ο αγαπημένος μου αρχαίος ναός. Περπατούσα ανάμεσα από τα αλμυρίκια και τα χωράφια με τις νόστιμες κακοσχηματισμένες ντομάτες, πέρα και πιο πέρα ακόμα στην ακρογιαλιά, χρόνια πριν χαρακτηριστεί επίσημα «προστατευμένος υδροβιότοπος» και το μουσείο κλείσει τα περάσματα. Ήταν οι μέρες και οι ώρες που τα κατάφερνα να φεύγω απ’ τα εγκόσμια μ’ ένα θερμός, ένα βιβλίο και μια ψάθα, να χάνομαι απ’ τον πολιτισμό τόσο κοντά στο σπίτι μου (τότε, όπως και τώρα, εκεί μπορείς να πας με αστικό λεωφορείο).

Κάποτε άλλοτε αποφάσισα να περπατήσω ολόκληρη την ακτογραμμή ενός μικρού νησιού, να φτάσω εκεί που ξεκίνησα. Δυόμιση μέρες μου πήρε, και σχεδόν τα κατάφερα. Λέω σχεδόν, γιατί στην τελευταία παραλία συνάντησα κάτι φίλους που με κέρασαν χταποδάκια και κρασί γύρω από βραδινή φωτιά τραγουδώντας μπήτλς (κλασικά, για την εποχή), και αποφάσισα να μείνω εκεί.

Πριν 3 χρόνια αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε οδικώς την ακτογραμμή της νότιας Εύβοιας, απ’ το Μαρμάρι και γύρω-γύρω μέχρι τον Άγιο Δημήτριο, μια παραλία που αγαπώ πολύ εδώ και χρόνια. Χωριά κατάφυτα ξεχασμένα επάνω στο βουνό (που ούτε πόδι πολιτικού σε προεκλογική περίοδο δεν πατάει), έρημοι μικροί παράδεισοι, και θάλασσες άγριες, βαθιές, τρομακτικές. Ψάχναμε τα ιδανικά σημεία να στήσουμε για βράδυ τη σκηνή μας (μικρούς προστατευμένους κολπίσκους) και δεν αφήναμε ούτε ένα χνάρι που να μαρτυράει το πέρασμά μας. Το βράδυ ακούγαμε τα κύματα να σπάνε πάνω στα βράχια ή τα βότσαλα κι ο ύπνος μας αποκτούσε άλλη χροιά. Ευλογούσαμε τον κάθε τόπο για την αγριάδα του, και του ευχόμαστε να τη διατηρήσει για πάντα.

purplepassionflower

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου