Τους πάμε σε μια απ’ τις αγαπημένες παραλίες.
Όσο ομορφότερη η ακρογιαλιά, τόσο δυσκολότερη η πρόσβαση.
Πορεία σε μονοπάτι, ανάμεσα σε ξερολιθιές, πικροδάφνες και λυγαριές. Μας τσιγκλάνε τα κλαδιά, μας ζαλίζουν τ’ αρώματα. Κελαηδήματα, βουίσματα, μέλισσες, τζιτζίκια, σουρσίματα ερπετών, ήχοι από κύματα. Πού να δώσεις σημασία στα μουρμουρητά των φίλων.
Φτάνουμε στην αμμουδιά. Απλωμένη, λαχταριστή. Να περπατάς ξυπόλυτη, να περνούν οι χτύποι της γήινης καρδιάς μέσα απ’ τις πατούσες σου, να τρέμεις από ευτυχία.
Ουπς! Τι είναι αυτά τα παράσιτα; Τα μούτρα; Τι σημαίνει το «θα κάτσουμε πολύ εδώ;»
- Δεν σας αρέσει;
- Τι να μας αρέσει στην ερημιά; Ούτε beach bar, oύτε μουσική, ούτε φρέντο, ούτε μια ξαπλώστρα... Θα πάμε κάπου κανονικά;
- Τι κανονικά ρε παιδιά;
- Να ‘χει λίγο κόσμο βρε παιδί μου, όχι αυτούς τους γυμνούς στα βραχάκια.
Οι πιο παράξενοι τύποι κρύβονται στα πιο απίθανα μέρη. Στην ψυχή των φίλων σου, καλή ώρα.
Τους πήγαμε λοιπόν σε παραλία οργανωμένη κι εκεί επανέκτησαν το χαμόγελο. Απ’ όλα έχει το νησί. Όλους τους γλυκαίνει. Ακόμα βλέπεις, δεν έχει επιβληθεί η δικτατορία των beats σε βάρος της ουτοπίας των παφλασμών.
Όμως, η ανάπτυξη έρχεται -θες δεν θες- στον ύπνο μας. Σε δαγκώνει και δεν παίρνεις είδηση. Αποσπά κομμάτια, μέχρι να μας σμιλέψει στα πρότυπα της υπέρτατης αισθητικής. Αυτής που μου θυμίζει μια παλιότερη ιστορία:
Οι συνταξιδιώτες μου, ντόπιοι-περιέργως- οι περισσότεροι, δείχνουν το ίδιο ανυπόμονοι. Πασαλείβονται με αντηλιακά και φορούν καπέλα στα πιτσιρίκια. Θα είναι λοιπόν μια οικογενειακή εκδρομή. Τόσο το καλύτερο. Το πλοίο φεύγει και σύντομα, η πόλη τελειώνει. Η μέρα λαμπρή, μα τα νερά του ποταμού μαύρα και ελαιώδη. Συνεχίζω να ελπίζω ακόμα κι όταν τα δέντρα στις όχθες γίνονται τόσο ψωραλέα ώσπου εξαφανίζονται.
Η κοίτη στρίβει.
Οι επιβάτες μένουν έκθαμβοι.
Πολύ περηφάνια βρε παιδάκι μου!
Μανάδες δακτυλοδείχνουν γελαστές και πατεράδες σηκώνουν τα μικρά στους ώμους, να δουν καλύτερα.
Τα μάτια όλων μας έχουν μεγαλώσει. Έχουν γίνει τεράστια.
Βλέπετε, μπροστά μας, το ποτάμι ανοίγει κι απλώνεται. Κοντεύουμε να φτάσουμε στον Ατλαντικό.
Στις όχθες, και στις δυο μεριές, μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι, ορθώνονται γιγάντιοι γερανοί. Όχι τα πανέμορφα πουλιά. Μηχανικοί γερανοί, δεκάδες μέτρα ψηλοί, πολυπλόκαμοι σαν εξωγήινα έντομα. Διακλαδώνονται σε ένα δάσος μεταλλικό, κυρίαρχο κι ανίκητο, βγαλμένο από μελλοντολογική ταινία φρίκης. Ανάπτυξη παντού. Το ταξίδι φτάνει στην κορύφωσή του μέσα σε γενικό ενθουσιασμό. Σε λίγο θα επιστρέψουμε, άλλοι φουσκωμένοι από έπαρση κι άλλοι νικημένοι. Μου έχει κοπεί η λαλιά. Θέλω να μου επιστραφεί το εισιτήριο. Θέλω να κλάψω και να γελάσω από νεύρα. Έχω μείνει άλαλη η ανόητη.
Κάνει ζέστη.
Απ’ το νερό ξεπηδάει ένα ψάρι.
Μου φάνηκε πως είχε δυο κεφάλια.
Κανείς δεν δίνει σημασία.
Οι πιο μυστήριοι τύποι κρύβονται στις ψυχές μας. Φοβόμαστε τις κατσαρίδες, αλλά τα τέρατά μας τα καμαρώνουμε. Αρκεί να έχουν μεγαλώσει αθόρυβα.
Rubycloud
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου