Εκείνα τα παλιά τα χρόνια (ναι φτάσαμε να
λέμε την αρχή της δεκαετίας του 1970 χρόνια παλιά) δεν υπήρχε
e-banking, δεν υπήρχαν καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς από το
Εξωτερικό, δεν υπήρχε ευρώ (καλό είναι αυτό για κακό;) υπήρχαν
σιδερένιοι νόμοι για το συνάλλαγμα. Αποτέλεσμα; Οι ναυτικοί μας
έστελναν το μηνιάτικο για το σπίτι δια της πλαγίας μεθόδου. Έστελνε ο
καπετάνιος του πλοίου τηλεγράφημα με τους μισθούς και τι έπρεπε να πάει
στις οικογένειες στο γραφείο του εφοπλιστή (συνήθως στο Λονδίνο)… από
εκεί έφευγε έμβασμα τραπέζης για το ναυτικό πράκτορα στο νησί. Εκείνος,
υποτίθεται, εισέπραττε το έμβασμα, σε συνάλλαγμα και το έδινε στις
οικογένειες.
Εκείνες τις χρονιές λοιπόν, εγώ μεγάλωνα,
ο πατέρας ταξίδευε, η μάνα πάλευε. Να τα φέρει βόλτα. Αξιοπρεπώς. Και
το Γραφείο ήταν κάπου στο λιμάνι, κι ο πράκτορας ο Π. μην λέμε ονόματα
τώρα, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει όμως, ότι το pay (το πέι)
καθυστερούσε. Έγραφε τηλεφωνούσε (στο τηλέφωνο της γειτονιάς) ο πατέρας
«τα έστειλα»… Κουραφέξαλα, ο κ.Π δεν τα είχε λάβει. Μέρα πάνω στη μέρα η
μάνα να κατεβαίνει στο Γραφείο και να ρωτάει. Και να μην έρχονται.
Στο σπίτι μας είχαμε μια λύση. Πριν
πέσουμε στους βερεσέδες. Πράγμα ανεπίτρεπτο και αναξιοπρεπές. Τη Λίρα.
Μια χρυσή Λίρα. Εγγλέζικη, Γεωργίου όχι Ελισάβετ. Την φυλούσε η μάνα σε
κείνη την μπιζουτιέρα που όταν την άνοιγες έπαιζε μουσική και χόρευε μια
μπαλλαρίνα. Μάλλον γαμήλιο δώρο ήταν, δεν ξέρω κιόλας. Τέλος πάντων η
Λίρα ήταν η άγκυρα, ή το σωσίβιο καλύτερα. Δεν θυμάμαι την αγοραστική
της αξία, ξέρω όμως ότι όταν την εξαργύρωνες σου έφταναν και
λογαριασμούς να πληρώσεις και να τη βγάλεις με μπακαλική και τα σχετικά
καμιά βδομάδα.
Με έπαιρνε από το χέρι και κατηφορίζαμε
τους βρεγμένους δρόμους (πάντα χειμώνα το θυμάμαι). Κρατούσε την τσάντα
σφιχτά, μέσα στην τσάντα το πορτοφόλι, μέσα στο πορτοφόλι η λίρα η
χρυσή. Φτάναμε στην αγορά και σιγανά ταπεινά ανοίγαμε την πόρτα του
Σαράφικου-Χρυσοχοείου. . Έβαζε τη Λίρα στο μαρμάρινο τεζιάκι, κι ο
χρυσοχόος. Μέτραγε κατοστάρικα φτύνοντας τα δάχτυλα του. Κι επειδή ήταν
κόκκινα τα κατοστάρικα όλοι τα έλεγαν «κουμουνιστές» … Με αυτά την
περνούσαμε. Κι ύστερα πάλι, όταν επιτέλους στο Γραφείο ερχόταν το
έμβασμα, πρώτη μας δουλειά να ξαναπάμε. Στο σαράφικο και να
ξαναγοράσουμε τη Λίρα. Που θα πήγαινε στη μπιζουτιέρα. Εκείνη με τη
μουσική. Κι ένιωθα χαρούμενος. «Την ξαναπήραμε πίσω τη Λίρα, ε μαμά;»
Χρόνια μετά. Έμαθα (κι από άλλους) τι
μεγάλη κουφάλα ήταν ο κ.Π… Που τα εμβάσματα τα έπαιρνε στην ώρα τους,
από δεκάδες ναυτικούς κι από πολλά καράβια. Αλλά το έπαιζε καθυστέρηση.
Το μεγάλο ποσό κάθε μήνα σε συνάλλαγμα τοκιζόταν στην Τράπεζα στο όνομά
του κανένα 10ήμερο. Η δούλεψη και ο ιδρώτας και η αγωνία και το αίμα των
θαλασσινών γινόταν τόκοι στο βιβλιαράκι του κ.Π. Σημαντικού πολίτη και
με κάθε υπόληψη αστού. Επιτρόπου στην εκκλησία και παρά λίγο δημοτικού
συμβούλου. Ας μην τα συζητάμε. Κι ύστερα κατάλαβα ότι η παιδική μου
σιγουριά ότι πάντα την ίδια λίρα πάμε και την ίδια λίρα ξαναγοράζουμε,
δεν πάταγε πουθενά. Χρηματοπιστωτικό σύστημα το λένε αυτό, που μας έχει
δέσει χειροπόδαρα… αλλά ένα διαολάκι που μπαίνει μέσα μου, μού λέει «μια
ήταν η Λίρα η χρυσή, κανένα κουσούρι, κανένα τσάκισμα θα είχε κι η μάνα
σου τη γνώριζε…». Αύριο, καλά να είμαστε, θα πάω να την κοιτάξω. Είναι εκεί. Στη μπιζουτιέρα με τη μουσική και τη μπαλαρίνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου