Οι ιστορίες μου δεν ήταν ποτέ χαρούμενες. Για την ακρίβεια,
αγωνιούσαν να βρούνε τη χαρά μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδρομές της
θλίψης. Από μικρό παιδί θυμάμαι πόσο λάτρευα να βαδίζω πάνω τους, καθώς
με οδηγούσαν σε σκέψεις που γι’ άλλους ήταν απονενοημένες. Τα “λυπητερά”
τραγούδια, τα βαθυστόχαστα, ψυχαναλυτικά στιχάκια, οι αγκαλιές με τους
συμμαθητές που χαθήκαν μια για πάντα στο χθες. Οι περίεργες εκείνες
ταινίες με τα πάντοτε μαύρα φινάλε, στα υπόγεια σινεμά, μέσα σε
καταρρακτώδη απογεύματα, τότε που φεύγαμε απ΄την αίθουσα με κόμπους στο
λαιμό και το στομάχι. Τα μοναχικά φοιτητικά δωμάτια με τα μάτια χαμένα
κάπου ανάμεσα στο τώρα και το αύριο, έτσι όπως άνοιγα το παράθυρο κι
άφηνα τους θυελλώδεις ανέμους να μου παγώνουν τα μάγουλα και την ψυχή,
για να δω πόσο αντέχει στο κρύο. Οι ενδόμυχες εικόνες του θανάτου που
έπλαθα με το νου, προσπαθώντας να απομυθοποιήσω το τέλος των πάντων,
καθώς φιλούσα τα μέτωπα σε κηδείες αγαπημένων, γνωστών κι αγνώστων.
Μέχρι στομφώδεις λόγους έγραψα για τον ίδιο το θάνατό μου, με εμένα να
με παρατηρώ να στέκομαι κάπου παραδίπλα από τους φίλους, ενώ με κλαίνε
και με νοσταλγούνε. Σαν από πάντα να ‘θελα να σκαλίζω τα εσώψυχά μου, να
μη μένω στην επιφανειακή απόλαυση των ανθρώπων και των πραγμάτων. Λες
κι έχω καταπιεί έναν μεγενθυτικό φακό. Που στα μέσα μου εστιάζει και τα
μεγενθύνει.
Έγερσις! Πρωινή έγερσις! Πάλι μάς ξυπνήσανε απότομα. Κι όμως είμαι ακόμα εδώ και τούτο το χειμώνα. Παρέα με δεκάδες κινούμενα στρατιωτάκια σ’ ένα στρατόπεδο που από ψηλά φαίνεται σαν ένα από εκείνα τα επιτραπέζια που είχαμε όταν ήμασταν παιδάκια μικρά, τότε που έμοιαζε η ζωή μας όλη ένα παιχνίδι. Έτσι και τώρα, θαρρείς πως κάποιος συνεχώς μάς μετακινεί και μάς βάζει σε όποια θέση γουστάρει, μάς διαμορφώνει τη στάση τού σώματος, μάς στρίβει το κεφάλι, μάς φτιάχνει τα χεράκια, μάς βάζει να σημαδεύουμε με τα όπλα μας κι είμαστε όλα ετοιμοπόλεμα, με το βλέμμα και την κάνη στον εχθρό. Και κανένας δεν ασχολείται με όσα κουβαλάς κάτω από το χακί, κανένας δεν νοιάζεται για την εξάρτηση της ζωής σου. Κυρίως τούς απασχολεί το να μην έχεις εξαρτήσεις. Κάποια στιγμή, τυπικά μονάχα θα σε βάλουν να συμπληρώσεις μερικά ψαγμένα και επιστημονικώς δοκιμασμένα ερωτηματολόγια για το αν αγαπάς το κυνήγι κι αν αγαπάς τα ζώα κι αυτό έχει μείζονα σημασία γιατί και τα δυο δεν γίνεται να συμβαίνουν, τι κι αν εσύ έχεις αγάπη περισσή, εδώ μέσα επικρατεί η ιεράρχηση των πάντων και δεν μπορείς να αγαπάς τα πάντα και τους πάντες το ίδιο. Αλλιώς σε βγάζουνε τρελό, ανισόρροπο, ανίκανο να φέρεις όπλο, έτσι που τρέμουν τα χέρια σου, όταν σκέφτεσαι ότι δεν σκέφτηκες ποτέ σου να σκοτώσεις ούτε ζώο ούτε άνθρωπο. Επ’ ώμου! Αρμ! Παρουσιάστε! Μην τρέμεις και παρουσιάσου, ζώο.
Φτάνει πια με τούτα τα καψώνια και την εξάσκηση της αξιοπρέπειας. Θέλουνε, λέει, το μυαλό σου διαρκώς σε εγρήγορση και ετοιμότητα. Έσω έτοιμος, στρατιώτη, να πέσεις και στη φωτιά αν χρειαστεί γιατί πρέπει να αντέξεις κι ας καίγεσαι και λιώνεις. Όλα γίνονται για τη μαμά πατρίδα που μπορεί και να καεί. Να εκτελείς προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των ανωτέρων σου και τώρα όρμα μέσα στα σκατά σαν να πρόκειται για λιβάδι από παπαρούνες. Τσιμουδιά. Κάτσε ρε στη σκοπιά και μη δω μάτι να κλείνει, γιατί δεν θα ξανανοίξει ποτέ. Τι θα πει δεν έχεις κοιμηθεί τρεις μέρες τώρα, πανδοχείο το πέρασες εδώ μέσα; Μπορεί κάπου, κάπως, κάποτε να μην μπορέσεις να δεις όνειρα για μήνες, να ονειρεύεσαι ότι κοιμάσαι αλλά εσύ να χρειαστεί να είσαι ξάγρυπνος πάνω στα βουνά και αντί για άστρα να βλέπεις βλήματα στον ουρανό να πέφτουν κι ας κάνεις μια ευχή όλα να τελειώσουν, τελειωμό δεν θα ‘χουν. Καλά ρε, αποκοιμήθηκες πάνω στο χιόνι και φαίνεται η μούρη σου από μακριά σαν καρότο σε μύτη χιονάνθρωπου και θέλεις να τη βγάλεις καθαρή; Αύριο στην αναφορά. Να μας αναφέρεις για ποιο λόγο εγκατέλειψες τας Σημαίας. Να μας πεις εν τέλει σε ποια σημαία πιστεύεις. Να ξέρεις, για χάρη αυτής της σημαίας, ένα πρωί, πέντε παλικάρια γίνανε κάρβουνα στον ιστό της, καθώς την ανεβάζανε ψηλά. Γι’ αυτό κι εδώ πάντα θα μυρίζει νιάτα καμμένα. Φάε δέκα μέρες φυλακή τώρα, έτσι, για να εμπεδώσεις τη μυρωδιά της αρετής και της τόλμης που απανθρακώθηκαν.
Πυρ! Σφαίρες είναι τα δευτερόλεπτα που ποτέ δεν τελειώνουν και που διαρκώς σε πετυχαίνουν κατευθείαν στο μυαλό. Γυνή! Θάλασσα! Πόσο μου λείψατε. Ακόμα και τώρα, ανάμεσα σε κρότους, διαταγές και φάλτσα παραγγέλματα, καταφέρνω να φέρνω στο νου μου τα δάχτυλα των ποδιών σου, τότε που τα δρόσιζες μέσα στον αφρό των κυμμάτων, τότε που γινόμουν βότσαλο κι εγώ που πηγαινοερχόταν γύρω σου. Έπαψες πια να με ρωτάς τι κάνω κι έχω καιρό να λάβω εκείνα τα ενθαρρυντικά μηνύματά σου που μιλάγανε για την υπομονή και τα απαραίτητα στάδια που όλοι μας περνάμε, για τις φάσεις και τις αντιφάσεις μας. Κι έχω τόσα να σου πω, να μου πεις την άποψη σού ακόμα και γι’ αυτό μου το ραγισμένο τηλέφωνο που ώρες-ώρες είναι σαν την όψη της καρδιάς μου, πόσο θα ‘θελα να στη δείξω αυτήν μου τη ραγισμένη καρδιά! Μου ‘πανε πως αναθεώρησες την κοσμοθεωρία σου και ότι τελικά δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο τα κύμματα και η θάλασσα και τράβηξες για τη στεριά. Ότι η προσπάθεια από ένα σημείο κι έπειτα έγινε πρωινή αγγαρεία νυσταγμένων φαντάρων και η ζωή περνάει, πίσω δεν γυρνάει, και στην τελική είναι κάπως ξενέρωτο να είσαι φαντάρος και να έχεις το νου σου στην γκόμενα που και καλά σε περιμένει και ν’ αγχώνεσαι για τα πηδήματα με τον κολλητό που ήταν απλά μια φάση μιας βραδιάς, όταν εσύ ανέπνεες ψύχος την ώρα που η αγάπη άφηνε την τελευταία της ανάσα.
Πάλι παρασύρθηκα στη γοητευτική δίνη των μελαγχολικών μου αφηγήσεων. Μάζεψα τόσα κεφάλαια όλα μου τα χρόνια και τώρα αγχώνομαι για το πώς θα κλείσει η ιστορία. Εξάλλου όλα λέγονται για τον επίλογο, διότι όπως με έμαθαν, η τελική εντύπωση είναι αυτή που εν τέλει μένει. Σαν φωτογραφία αποτυπώνεται στο μνημονικό μας η τελευταία η στιγμή και δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί λένε πως προτίμησαν να μη δουν κάποιον πολύ δικό τους που αρρώστησε βαριά και παραμορφώθηκε κι αδυνάτισε και πήρε το χρώμα του νεκρού, γιατί θέλησαν να τον θυμούνται ακριβώς όπως ήταν, ακμαίος, ευτραφής και ροδαλός. Για χάρη της έσχατης αυτής εικόνας είναι ευκαιρία θα έλεγε κανείς για ένα τέλος σπαρακτικό, από εκείνα που μ’ αρέσουν, που θα καταδικάζει κάθε ελάχιστη υποψία που στην πορεία γίνεται εκνευριστική βεβαιότητα και που όλοι οι θεατές μέσα τους πιστεύουν ότι κάτι πάντα γίνεται και με κάποιο ηρωικό, απέλπιδο τρόπο θα σωθεί η ελπίδα και θα πεθάνει πάλι τελευταία. Εγώ λέω ν’ αποθεώσω την κάθαρση. Και θα το κάνω με ύφος επικό, πατριωτικό, ατενίζοντας με χάρη τη γη που υπηρέτησα, θ’ αφεθώ στα ιερά χώματά της με πίστη και αφοσίωση. Και για πρώτη φορά, παρά τον παγετό και το φόβο, τα δάχτυλά μου θα πιέσουν σταθερά τη σκανδάλη της λύτρωσης. Και θα εξαπλωθεί το τέλος μου παντού.
Μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός μου.
kakoskeimena
Έγερσις! Πρωινή έγερσις! Πάλι μάς ξυπνήσανε απότομα. Κι όμως είμαι ακόμα εδώ και τούτο το χειμώνα. Παρέα με δεκάδες κινούμενα στρατιωτάκια σ’ ένα στρατόπεδο που από ψηλά φαίνεται σαν ένα από εκείνα τα επιτραπέζια που είχαμε όταν ήμασταν παιδάκια μικρά, τότε που έμοιαζε η ζωή μας όλη ένα παιχνίδι. Έτσι και τώρα, θαρρείς πως κάποιος συνεχώς μάς μετακινεί και μάς βάζει σε όποια θέση γουστάρει, μάς διαμορφώνει τη στάση τού σώματος, μάς στρίβει το κεφάλι, μάς φτιάχνει τα χεράκια, μάς βάζει να σημαδεύουμε με τα όπλα μας κι είμαστε όλα ετοιμοπόλεμα, με το βλέμμα και την κάνη στον εχθρό. Και κανένας δεν ασχολείται με όσα κουβαλάς κάτω από το χακί, κανένας δεν νοιάζεται για την εξάρτηση της ζωής σου. Κυρίως τούς απασχολεί το να μην έχεις εξαρτήσεις. Κάποια στιγμή, τυπικά μονάχα θα σε βάλουν να συμπληρώσεις μερικά ψαγμένα και επιστημονικώς δοκιμασμένα ερωτηματολόγια για το αν αγαπάς το κυνήγι κι αν αγαπάς τα ζώα κι αυτό έχει μείζονα σημασία γιατί και τα δυο δεν γίνεται να συμβαίνουν, τι κι αν εσύ έχεις αγάπη περισσή, εδώ μέσα επικρατεί η ιεράρχηση των πάντων και δεν μπορείς να αγαπάς τα πάντα και τους πάντες το ίδιο. Αλλιώς σε βγάζουνε τρελό, ανισόρροπο, ανίκανο να φέρεις όπλο, έτσι που τρέμουν τα χέρια σου, όταν σκέφτεσαι ότι δεν σκέφτηκες ποτέ σου να σκοτώσεις ούτε ζώο ούτε άνθρωπο. Επ’ ώμου! Αρμ! Παρουσιάστε! Μην τρέμεις και παρουσιάσου, ζώο.
Φτάνει πια με τούτα τα καψώνια και την εξάσκηση της αξιοπρέπειας. Θέλουνε, λέει, το μυαλό σου διαρκώς σε εγρήγορση και ετοιμότητα. Έσω έτοιμος, στρατιώτη, να πέσεις και στη φωτιά αν χρειαστεί γιατί πρέπει να αντέξεις κι ας καίγεσαι και λιώνεις. Όλα γίνονται για τη μαμά πατρίδα που μπορεί και να καεί. Να εκτελείς προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των ανωτέρων σου και τώρα όρμα μέσα στα σκατά σαν να πρόκειται για λιβάδι από παπαρούνες. Τσιμουδιά. Κάτσε ρε στη σκοπιά και μη δω μάτι να κλείνει, γιατί δεν θα ξανανοίξει ποτέ. Τι θα πει δεν έχεις κοιμηθεί τρεις μέρες τώρα, πανδοχείο το πέρασες εδώ μέσα; Μπορεί κάπου, κάπως, κάποτε να μην μπορέσεις να δεις όνειρα για μήνες, να ονειρεύεσαι ότι κοιμάσαι αλλά εσύ να χρειαστεί να είσαι ξάγρυπνος πάνω στα βουνά και αντί για άστρα να βλέπεις βλήματα στον ουρανό να πέφτουν κι ας κάνεις μια ευχή όλα να τελειώσουν, τελειωμό δεν θα ‘χουν. Καλά ρε, αποκοιμήθηκες πάνω στο χιόνι και φαίνεται η μούρη σου από μακριά σαν καρότο σε μύτη χιονάνθρωπου και θέλεις να τη βγάλεις καθαρή; Αύριο στην αναφορά. Να μας αναφέρεις για ποιο λόγο εγκατέλειψες τας Σημαίας. Να μας πεις εν τέλει σε ποια σημαία πιστεύεις. Να ξέρεις, για χάρη αυτής της σημαίας, ένα πρωί, πέντε παλικάρια γίνανε κάρβουνα στον ιστό της, καθώς την ανεβάζανε ψηλά. Γι’ αυτό κι εδώ πάντα θα μυρίζει νιάτα καμμένα. Φάε δέκα μέρες φυλακή τώρα, έτσι, για να εμπεδώσεις τη μυρωδιά της αρετής και της τόλμης που απανθρακώθηκαν.
Πυρ! Σφαίρες είναι τα δευτερόλεπτα που ποτέ δεν τελειώνουν και που διαρκώς σε πετυχαίνουν κατευθείαν στο μυαλό. Γυνή! Θάλασσα! Πόσο μου λείψατε. Ακόμα και τώρα, ανάμεσα σε κρότους, διαταγές και φάλτσα παραγγέλματα, καταφέρνω να φέρνω στο νου μου τα δάχτυλα των ποδιών σου, τότε που τα δρόσιζες μέσα στον αφρό των κυμμάτων, τότε που γινόμουν βότσαλο κι εγώ που πηγαινοερχόταν γύρω σου. Έπαψες πια να με ρωτάς τι κάνω κι έχω καιρό να λάβω εκείνα τα ενθαρρυντικά μηνύματά σου που μιλάγανε για την υπομονή και τα απαραίτητα στάδια που όλοι μας περνάμε, για τις φάσεις και τις αντιφάσεις μας. Κι έχω τόσα να σου πω, να μου πεις την άποψη σού ακόμα και γι’ αυτό μου το ραγισμένο τηλέφωνο που ώρες-ώρες είναι σαν την όψη της καρδιάς μου, πόσο θα ‘θελα να στη δείξω αυτήν μου τη ραγισμένη καρδιά! Μου ‘πανε πως αναθεώρησες την κοσμοθεωρία σου και ότι τελικά δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο τα κύμματα και η θάλασσα και τράβηξες για τη στεριά. Ότι η προσπάθεια από ένα σημείο κι έπειτα έγινε πρωινή αγγαρεία νυσταγμένων φαντάρων και η ζωή περνάει, πίσω δεν γυρνάει, και στην τελική είναι κάπως ξενέρωτο να είσαι φαντάρος και να έχεις το νου σου στην γκόμενα που και καλά σε περιμένει και ν’ αγχώνεσαι για τα πηδήματα με τον κολλητό που ήταν απλά μια φάση μιας βραδιάς, όταν εσύ ανέπνεες ψύχος την ώρα που η αγάπη άφηνε την τελευταία της ανάσα.
Πάλι παρασύρθηκα στη γοητευτική δίνη των μελαγχολικών μου αφηγήσεων. Μάζεψα τόσα κεφάλαια όλα μου τα χρόνια και τώρα αγχώνομαι για το πώς θα κλείσει η ιστορία. Εξάλλου όλα λέγονται για τον επίλογο, διότι όπως με έμαθαν, η τελική εντύπωση είναι αυτή που εν τέλει μένει. Σαν φωτογραφία αποτυπώνεται στο μνημονικό μας η τελευταία η στιγμή και δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί λένε πως προτίμησαν να μη δουν κάποιον πολύ δικό τους που αρρώστησε βαριά και παραμορφώθηκε κι αδυνάτισε και πήρε το χρώμα του νεκρού, γιατί θέλησαν να τον θυμούνται ακριβώς όπως ήταν, ακμαίος, ευτραφής και ροδαλός. Για χάρη της έσχατης αυτής εικόνας είναι ευκαιρία θα έλεγε κανείς για ένα τέλος σπαρακτικό, από εκείνα που μ’ αρέσουν, που θα καταδικάζει κάθε ελάχιστη υποψία που στην πορεία γίνεται εκνευριστική βεβαιότητα και που όλοι οι θεατές μέσα τους πιστεύουν ότι κάτι πάντα γίνεται και με κάποιο ηρωικό, απέλπιδο τρόπο θα σωθεί η ελπίδα και θα πεθάνει πάλι τελευταία. Εγώ λέω ν’ αποθεώσω την κάθαρση. Και θα το κάνω με ύφος επικό, πατριωτικό, ατενίζοντας με χάρη τη γη που υπηρέτησα, θ’ αφεθώ στα ιερά χώματά της με πίστη και αφοσίωση. Και για πρώτη φορά, παρά τον παγετό και το φόβο, τα δάχτυλά μου θα πιέσουν σταθερά τη σκανδάλη της λύτρωσης. Και θα εξαπλωθεί το τέλος μου παντού.
Μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός μου.
kakoskeimena
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου