(από τη στήλη Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής 15-17/62012)
Η κλεψύδρα αδειάζει. Πρόθυμοι, οξύθυμοι, βαρύθυμοι και άθυμοι, περίπου επτά εκατομμύρια Έλληνες πολίτες πρέπει να βρουν τον τρόπο να φτάσουν την Κυριακή μέχρι τις κάλπες. Να δείξουν την ταυτότητά τους στον δικαστικό αντιπρόσωπο, να πάρουν τα ψηφοδέλτια, να μπουν πίσω από το μπλε παραβάν και ν’ αποφασίσουν – δεν είναι δα και δύσκολο, η δημοκρατία τα κάνει όλα τόσο εύκολα… Αλλά πρέπει ν’ αποφασίσουν κουβαλώντας στους ώμους όλο το βάρος του κόσμου. Δεν είναι και πολύ δίκαιο αυτό.
Καλό είναι να νιώθει κανείς πολίτης του κόσμου, αλληλέγγυος και αλληλένδετος, με μια αίσθηση ευθύνης για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια πράξη του εδώ, στην Ελλάδα, σε έναν ανυποψίαστο Κινέζο εργάτη ευρωπαϊκής ή αμερικανικής πολυεθνικής στη Σανγκάη. Κι αυτή την αίσθηση αναπόφευκτα την έχει όταν επιλέγει μια συσκευή «made in China» – έτσι κι αλλιώς, δεν έχει πολλές άλλες επιλογές. Αλλά, αυτή η επιλογή έχει συγκεκριμένες, μετρήσιμες επιπτώσεις. Κι είναι μάλλον απίθανο να λειτουργήσει σύμφωνα με το κλισέ της θεωρίας του χάους: το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Καλιφόρνια προκαλεί καταιγίδα στην Κίνα. Διαχρονικά, και στην κλίμακα των πολλών εκατομμυρίων καταναλωτών που διαλέγουν κάτι «made in China», μπορεί αυτές οι ασήμαντες επιλογές να οδηγήσουν σε μια ιστορική μετατόπιση του παγκόσμιου κέντρου ισχύος στην Ανατολή. Αλλά αυτό δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη.
Αν πιστέψει, όμως, κανείς τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε, τον Μπαρόζο, τη Λαγκάρντ, την Αυστριακή υπουργό Οικονομικών, τον Καναδό πρωθυπουργό, τον Αμερικανό πρόεδρο, τον Κινέζο κεντρικό τραπεζίτη, το IIF, κάθε αναλυτή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που θέλει να δικαιολογήσει το παχυλό του μεροκάματο κι όλους όσοι «ψηφίζουν» εδώ και δύο μήνες καθημερινά και άτσαλα στην Ελλάδα, αυτή την Κυριακή παίζονται οι τύχες του κόσμου. Κι εξαρτώνται απ’ αυτή την απειροελάχιστη επιλογή πίσω από το μπλε παραβάν, από το τυπωμένο χαρτί που θα μπει στον φάκελο και θα πέσει στη διάφανη κάλπη. Απ’ αυτή την επιλογή, υποτίθεται, εξαρτάται το αν οι τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου θα στραγγίξουν από ευρώ, το αν θα υπάρχουν χρήματα για τις συντάξεις και τους μισθούς, το αν θα διαλυθεί η Ευρωζώνη, αν όλη η Ευρώπη θα μπει σε μια βαθιά και μακρόχρονη ύφεση, αν η Γερμανία θα «αγριέψει» σε μια ενδεχόμενη ελληνική «λιποταξία», αν οι ΗΠΑ θα ξαναζήσουν το κραχ της Lehman Brothers, αν θα μειωθούν οι κινεζικές εξαγωγές, αν θα πέσει η ζήτηση για ρωσικό πετρέλαιο και αέριο, αν θα στριμωχτούν περισσότερα παιδιά σε κάθε θρανίο στα σχολεία του Νίγηρα, αν θα πυκνώσουν τα μέτωπα του πολέμου στην Ασία και στην Αφρική, αν ο εθνικισμός θα ξαναγυρίσει δριμύς στα Βαλκάνια, αν αυτά θα ξαναγίνουν πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, αν η Γερμανία θα ξαναγίνει το ολοκαύτωμά της και αν τελικά ο ουρανός θα πέσει στο κεφάλι μας.
Είναι άδικο. Κανείς ψηφοφόρος δεν μπορεί να σηκώσει όλο το βάρος του κόσμου σε μια διαδικασία που στις καθωσπρέπει κοινοβουλευτικές δημοκρατίες είναι πολιτική ρουτίνα. Και κανείς δεν μπορεί να σηκώσει όλο το φορτίο του φόβου που προσπαθούν να εμπνεύσουν οι κυνικοί εισβολείς της πολιτικής συνείδησης – άλλοι τρομαγμένοι κι οι ίδιοι από την ανεξέλεγκτη κατασκευή τους που λέγεται ευρώ, κι άλλοι λειτουργώντας ως κοινοί απατεώνες, διαδοσίες ψεύδους, ιδεολογικοί τρομοκράτες. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο φόβος, θεμελιώδες κίνητρο άθλων και αθλιοτήτων, γίνεται ένα ιδιότυπο σύνορο, μια διαχωριστική γραμμή που διασχίζει την ελληνική κοινωνία προ της κάλπης.
Ο μανιχαϊσμός τον οποίο επέλεξαν οι δυνάμεις του «καλού» ως γήπεδο αναμέτρησης με τις δυνάμεις του «κακού» προκάλεσε αντιδράσεις δύο ταχυτήτων στην ελληνική κοινωνία, που για δυόμισι χρόνια έχει γίνει ένα ιδιότυπο εργαστήριο του φόβου. Εκείνοι που έχουν χάσει ήδη πολλά και νομίζουν πως δεν έχουν πια τίποτε άλλο να χάσουν περνούν τολμηρά το σύνορο του φόβου. Τον παίρνουν στους ώμους, συνοδοιπόρο σε μια αχαρτογράφητη πορεία, σαν τον μυθολογικό Φόβο και τον αδελφό του Δείμο (=τρόμος) που συνόδευαν αδιαλείπτως τον θεό-πατέρα τους Άρη και στόλιζαν τις ασπίδες των διόλου ειρηνόφιλων Αγαμέμνονα και Αχιλλέα. Κι οι άλλοι, αυτοί που έχουν (ή νομίζουν πως έχουν) κάτι πολύτιμο να χάσουν -έναν αποταμιευτικό λογαριασμό, μια μικρομεσαία περιουσία, μια δουλειά- μένουν αγκυλωμένοι στην άλλη πλευρά, όμηροι του φόβου που χρησιμοποιείται ως αποκλειστικό εργαλείο προπαγάνδας, εκμαυλισμού, στρέβλωσης αυτής της ελάχιστης επιλογής που λέγεται ψήφος. Αυταπάτες και ψευδαισθήσεις υπάρχουν και στις δύο πλευρές: καμιά εγγύηση δεν υπάρχει ότι όσοι υποκύψουν στον φόβο θ’ αποφύγουν τα χειρότερα. Και καμιά βεβαιότητα ότι όσοι τον ξεπεράσουν δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα πια. Τα ρίσκα υπάρχουν σε ένα παράδοξα ακριβές ισοζύγιο και στις δύο πλευρές.
Κι αυτό, γιατί στον φόβο υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Οι φοβισμένοι άνθρωποι πολλές φορές, ενώ προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις «απειλές», αυξάνουν την έκθεσή τους στον κίνδυνο. Για παράδειγμα, αν ο κυριότερος φόβος ενός αποταμιευτή είναι να καταρρεύσουν οι τράπεζες και να χάσει τις οικονομίες του, η έφοδός του στο γκισέ, μαζί με χιλιάδες ανάλογα φοβισμένους ανθρώπους, απλώς θα επιταχύνει αυτό που φοβάται. Οι τράπεζες πράγματι θα καταρρεύσουν κι ο ίδιος θα χάσει τις οικονομίες του, εκτός αν είναι από τους λίγους τυχερούς που θα προλάβουν τα τελευταία διαθέσιμα. Ισχύει και για φοβισμένες ηγεσίες: ο φόβος τους ότι το ευρώ θα επηρεαστεί από μια ελληνική «εκτροπή», μέσα σε δύο χρόνια έχει εκθέσει το σκοτεινό αντικείμενο του φόβου τους σε πολλαπλάσιους κινδύνους.
Αλλά στον μηχανισμό του φόβου υπάρχει ακόμη μια αντίφαση που οδηγεί σε αντίστροφη στάση. Οι μηχανισμοί που διαχειρίζονται τον φόβο φροντίζουν πάντα απλώς να υποκαθιστούν την υποτιθέμενη πηγή του με μια νέα. Ποτέ δεν τον εξαλείφουν πραγματικά. Στη διετία του πειράματος Ελλάδα αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές: Αν δεν ψηφιζόταν το πρώτο μνημόνιο, η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε. Αν δεν ψηφιζόταν το Μεσοπρόθεσμο πάλι θα χρεοκοπούσε η Ελλάδα και θα αποπεμπόταν από το ευρώ. Το ίδιο αν δεν ψηφιζόταν το 2ο μνημόνιο, αν δεν γινόταν ανεκτή η κυβέρνηση Παπαδήμου, αν οι εκλογές του Μαΐου δεν έβγαζαν κυβέρνηση. Πολλά Σαββατοκύριακα ορίστηκαν από προφήτες της αγοράς ως «D-Day» χρεοκοπίας και επιστροφής στη δραχμή. Και τα τηλεοπτικά σενάρια της δραχμής εικονογραφούνται με γελοίες εσχατολογικές προβλέψεις. Στο τέλος, λοιπόν, η ακατάπαυστη διασπορά του φόβου γίνεται σχεδόν διασκεδαστική, με τον τρόπο που μας ψυχαγωγούν ακόμη και τα horror movies τσιγκλίζοντας τους βαθύτερους φόβους μας, διεγείροντας τα ανακλαστικά μας για να τους αντιμετωπίσουμε και να τους σαρκάσουμε: «Εμείς θα ζήσουμε κι ας έχουμε δραχμή…»
Η εκλογική αναμέτρηση, λοιπόν, ανεξάρτητα από το ποιος θα κόψει το νήμα, θα αποτυπώσει τελικά, εκτός από μια οικονομική, και μια ψυχολογική διχοτόμηση της κοινωνίας ως προς τη διαχείριση του φόβου. Προς το παρόν. Γιατί αν ακολουθήσουν μερικοί ακόμη μήνες επιλεκτικής υλοποίησης του μνημονίου ή κάποιου υποκατάστατού του, τότε δεν θα μιλάμε για κάποια ισορροπία τρόμου ανάμεσα στους άφοβους χαμένους και τους έντρομους survivors, αλλά για ένα ασυγκράτητο πλήθος. Που πιθανότατα δεν θα έχει την υπομονή να διαχειριστεί τον φόβο του, ούτε να κάνει μια ψύχραιμη επιλογή ψήφου. Και θα του είναι αδιάφορο όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Δικαιολογημένα φοβόμαστε. Κόσμος χωρίς φόβο θα ήταν ανιαρός. Μας εμβάλλει σε προβληματισμό η ιδέα ενός κόσμου όπου οι γονείς δεν θα φοβούνται για τα παιδιά τους ή όπου ο θάνατος θα ήταν τόσο ασήμαντος όσο το να τρως… Κόσμος χωρίς φόβο θα ήταν κόσμος χωρίς αγάπη. Ο φόβος υπήρξε από τις σημαντικότερες κινητήριες δυνάμεις στην ιστορία, που ενθάρρυνε τα άτομα να σκέφτονται βαθύτερα και τα ωθούσε σε δράση. Μεγάλο μάλιστα μέρος της παρόρμησης του ανθρώπου προς τη δημιουργικότητα εξαρτάται από τον φόβο – τον φόβο μήπως «πεθάνουμε πάνω στην ακμή μας», μήπως μας απορρίψουν, μήπως δεν καταλάβουμε πώς θα αντιδράσει ο αγαπημένος μας ή η αγαπημένη μας, τον φόβο της αυτογνωσίας. «Το άγχος είναι η ζάλη της ελευθερίας», κατά τον φιλόσοφο Κίρκεγκορ.
Joanna Bourke, «Φόβος, Στιγμιότυπα από τον πολιτισμό του 19ου και 20ού αιώνα»
kibi
Η κλεψύδρα αδειάζει. Πρόθυμοι, οξύθυμοι, βαρύθυμοι και άθυμοι, περίπου επτά εκατομμύρια Έλληνες πολίτες πρέπει να βρουν τον τρόπο να φτάσουν την Κυριακή μέχρι τις κάλπες. Να δείξουν την ταυτότητά τους στον δικαστικό αντιπρόσωπο, να πάρουν τα ψηφοδέλτια, να μπουν πίσω από το μπλε παραβάν και ν’ αποφασίσουν – δεν είναι δα και δύσκολο, η δημοκρατία τα κάνει όλα τόσο εύκολα… Αλλά πρέπει ν’ αποφασίσουν κουβαλώντας στους ώμους όλο το βάρος του κόσμου. Δεν είναι και πολύ δίκαιο αυτό.
Καλό είναι να νιώθει κανείς πολίτης του κόσμου, αλληλέγγυος και αλληλένδετος, με μια αίσθηση ευθύνης για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια πράξη του εδώ, στην Ελλάδα, σε έναν ανυποψίαστο Κινέζο εργάτη ευρωπαϊκής ή αμερικανικής πολυεθνικής στη Σανγκάη. Κι αυτή την αίσθηση αναπόφευκτα την έχει όταν επιλέγει μια συσκευή «made in China» – έτσι κι αλλιώς, δεν έχει πολλές άλλες επιλογές. Αλλά, αυτή η επιλογή έχει συγκεκριμένες, μετρήσιμες επιπτώσεις. Κι είναι μάλλον απίθανο να λειτουργήσει σύμφωνα με το κλισέ της θεωρίας του χάους: το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Καλιφόρνια προκαλεί καταιγίδα στην Κίνα. Διαχρονικά, και στην κλίμακα των πολλών εκατομμυρίων καταναλωτών που διαλέγουν κάτι «made in China», μπορεί αυτές οι ασήμαντες επιλογές να οδηγήσουν σε μια ιστορική μετατόπιση του παγκόσμιου κέντρου ισχύος στην Ανατολή. Αλλά αυτό δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη.
Αν πιστέψει, όμως, κανείς τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε, τον Μπαρόζο, τη Λαγκάρντ, την Αυστριακή υπουργό Οικονομικών, τον Καναδό πρωθυπουργό, τον Αμερικανό πρόεδρο, τον Κινέζο κεντρικό τραπεζίτη, το IIF, κάθε αναλυτή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που θέλει να δικαιολογήσει το παχυλό του μεροκάματο κι όλους όσοι «ψηφίζουν» εδώ και δύο μήνες καθημερινά και άτσαλα στην Ελλάδα, αυτή την Κυριακή παίζονται οι τύχες του κόσμου. Κι εξαρτώνται απ’ αυτή την απειροελάχιστη επιλογή πίσω από το μπλε παραβάν, από το τυπωμένο χαρτί που θα μπει στον φάκελο και θα πέσει στη διάφανη κάλπη. Απ’ αυτή την επιλογή, υποτίθεται, εξαρτάται το αν οι τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου θα στραγγίξουν από ευρώ, το αν θα υπάρχουν χρήματα για τις συντάξεις και τους μισθούς, το αν θα διαλυθεί η Ευρωζώνη, αν όλη η Ευρώπη θα μπει σε μια βαθιά και μακρόχρονη ύφεση, αν η Γερμανία θα «αγριέψει» σε μια ενδεχόμενη ελληνική «λιποταξία», αν οι ΗΠΑ θα ξαναζήσουν το κραχ της Lehman Brothers, αν θα μειωθούν οι κινεζικές εξαγωγές, αν θα πέσει η ζήτηση για ρωσικό πετρέλαιο και αέριο, αν θα στριμωχτούν περισσότερα παιδιά σε κάθε θρανίο στα σχολεία του Νίγηρα, αν θα πυκνώσουν τα μέτωπα του πολέμου στην Ασία και στην Αφρική, αν ο εθνικισμός θα ξαναγυρίσει δριμύς στα Βαλκάνια, αν αυτά θα ξαναγίνουν πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, αν η Γερμανία θα ξαναγίνει το ολοκαύτωμά της και αν τελικά ο ουρανός θα πέσει στο κεφάλι μας.
Είναι άδικο. Κανείς ψηφοφόρος δεν μπορεί να σηκώσει όλο το βάρος του κόσμου σε μια διαδικασία που στις καθωσπρέπει κοινοβουλευτικές δημοκρατίες είναι πολιτική ρουτίνα. Και κανείς δεν μπορεί να σηκώσει όλο το φορτίο του φόβου που προσπαθούν να εμπνεύσουν οι κυνικοί εισβολείς της πολιτικής συνείδησης – άλλοι τρομαγμένοι κι οι ίδιοι από την ανεξέλεγκτη κατασκευή τους που λέγεται ευρώ, κι άλλοι λειτουργώντας ως κοινοί απατεώνες, διαδοσίες ψεύδους, ιδεολογικοί τρομοκράτες. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο φόβος, θεμελιώδες κίνητρο άθλων και αθλιοτήτων, γίνεται ένα ιδιότυπο σύνορο, μια διαχωριστική γραμμή που διασχίζει την ελληνική κοινωνία προ της κάλπης.
Ο μανιχαϊσμός τον οποίο επέλεξαν οι δυνάμεις του «καλού» ως γήπεδο αναμέτρησης με τις δυνάμεις του «κακού» προκάλεσε αντιδράσεις δύο ταχυτήτων στην ελληνική κοινωνία, που για δυόμισι χρόνια έχει γίνει ένα ιδιότυπο εργαστήριο του φόβου. Εκείνοι που έχουν χάσει ήδη πολλά και νομίζουν πως δεν έχουν πια τίποτε άλλο να χάσουν περνούν τολμηρά το σύνορο του φόβου. Τον παίρνουν στους ώμους, συνοδοιπόρο σε μια αχαρτογράφητη πορεία, σαν τον μυθολογικό Φόβο και τον αδελφό του Δείμο (=τρόμος) που συνόδευαν αδιαλείπτως τον θεό-πατέρα τους Άρη και στόλιζαν τις ασπίδες των διόλου ειρηνόφιλων Αγαμέμνονα και Αχιλλέα. Κι οι άλλοι, αυτοί που έχουν (ή νομίζουν πως έχουν) κάτι πολύτιμο να χάσουν -έναν αποταμιευτικό λογαριασμό, μια μικρομεσαία περιουσία, μια δουλειά- μένουν αγκυλωμένοι στην άλλη πλευρά, όμηροι του φόβου που χρησιμοποιείται ως αποκλειστικό εργαλείο προπαγάνδας, εκμαυλισμού, στρέβλωσης αυτής της ελάχιστης επιλογής που λέγεται ψήφος. Αυταπάτες και ψευδαισθήσεις υπάρχουν και στις δύο πλευρές: καμιά εγγύηση δεν υπάρχει ότι όσοι υποκύψουν στον φόβο θ’ αποφύγουν τα χειρότερα. Και καμιά βεβαιότητα ότι όσοι τον ξεπεράσουν δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα πια. Τα ρίσκα υπάρχουν σε ένα παράδοξα ακριβές ισοζύγιο και στις δύο πλευρές.
Κι αυτό, γιατί στον φόβο υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Οι φοβισμένοι άνθρωποι πολλές φορές, ενώ προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις «απειλές», αυξάνουν την έκθεσή τους στον κίνδυνο. Για παράδειγμα, αν ο κυριότερος φόβος ενός αποταμιευτή είναι να καταρρεύσουν οι τράπεζες και να χάσει τις οικονομίες του, η έφοδός του στο γκισέ, μαζί με χιλιάδες ανάλογα φοβισμένους ανθρώπους, απλώς θα επιταχύνει αυτό που φοβάται. Οι τράπεζες πράγματι θα καταρρεύσουν κι ο ίδιος θα χάσει τις οικονομίες του, εκτός αν είναι από τους λίγους τυχερούς που θα προλάβουν τα τελευταία διαθέσιμα. Ισχύει και για φοβισμένες ηγεσίες: ο φόβος τους ότι το ευρώ θα επηρεαστεί από μια ελληνική «εκτροπή», μέσα σε δύο χρόνια έχει εκθέσει το σκοτεινό αντικείμενο του φόβου τους σε πολλαπλάσιους κινδύνους.
Αλλά στον μηχανισμό του φόβου υπάρχει ακόμη μια αντίφαση που οδηγεί σε αντίστροφη στάση. Οι μηχανισμοί που διαχειρίζονται τον φόβο φροντίζουν πάντα απλώς να υποκαθιστούν την υποτιθέμενη πηγή του με μια νέα. Ποτέ δεν τον εξαλείφουν πραγματικά. Στη διετία του πειράματος Ελλάδα αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές: Αν δεν ψηφιζόταν το πρώτο μνημόνιο, η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε. Αν δεν ψηφιζόταν το Μεσοπρόθεσμο πάλι θα χρεοκοπούσε η Ελλάδα και θα αποπεμπόταν από το ευρώ. Το ίδιο αν δεν ψηφιζόταν το 2ο μνημόνιο, αν δεν γινόταν ανεκτή η κυβέρνηση Παπαδήμου, αν οι εκλογές του Μαΐου δεν έβγαζαν κυβέρνηση. Πολλά Σαββατοκύριακα ορίστηκαν από προφήτες της αγοράς ως «D-Day» χρεοκοπίας και επιστροφής στη δραχμή. Και τα τηλεοπτικά σενάρια της δραχμής εικονογραφούνται με γελοίες εσχατολογικές προβλέψεις. Στο τέλος, λοιπόν, η ακατάπαυστη διασπορά του φόβου γίνεται σχεδόν διασκεδαστική, με τον τρόπο που μας ψυχαγωγούν ακόμη και τα horror movies τσιγκλίζοντας τους βαθύτερους φόβους μας, διεγείροντας τα ανακλαστικά μας για να τους αντιμετωπίσουμε και να τους σαρκάσουμε: «Εμείς θα ζήσουμε κι ας έχουμε δραχμή…»
Η εκλογική αναμέτρηση, λοιπόν, ανεξάρτητα από το ποιος θα κόψει το νήμα, θα αποτυπώσει τελικά, εκτός από μια οικονομική, και μια ψυχολογική διχοτόμηση της κοινωνίας ως προς τη διαχείριση του φόβου. Προς το παρόν. Γιατί αν ακολουθήσουν μερικοί ακόμη μήνες επιλεκτικής υλοποίησης του μνημονίου ή κάποιου υποκατάστατού του, τότε δεν θα μιλάμε για κάποια ισορροπία τρόμου ανάμεσα στους άφοβους χαμένους και τους έντρομους survivors, αλλά για ένα ασυγκράτητο πλήθος. Που πιθανότατα δεν θα έχει την υπομονή να διαχειριστεί τον φόβο του, ούτε να κάνει μια ψύχραιμη επιλογή ψήφου. Και θα του είναι αδιάφορο όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Δικαιολογημένα φοβόμαστε. Κόσμος χωρίς φόβο θα ήταν ανιαρός. Μας εμβάλλει σε προβληματισμό η ιδέα ενός κόσμου όπου οι γονείς δεν θα φοβούνται για τα παιδιά τους ή όπου ο θάνατος θα ήταν τόσο ασήμαντος όσο το να τρως… Κόσμος χωρίς φόβο θα ήταν κόσμος χωρίς αγάπη. Ο φόβος υπήρξε από τις σημαντικότερες κινητήριες δυνάμεις στην ιστορία, που ενθάρρυνε τα άτομα να σκέφτονται βαθύτερα και τα ωθούσε σε δράση. Μεγάλο μάλιστα μέρος της παρόρμησης του ανθρώπου προς τη δημιουργικότητα εξαρτάται από τον φόβο – τον φόβο μήπως «πεθάνουμε πάνω στην ακμή μας», μήπως μας απορρίψουν, μήπως δεν καταλάβουμε πώς θα αντιδράσει ο αγαπημένος μας ή η αγαπημένη μας, τον φόβο της αυτογνωσίας. «Το άγχος είναι η ζάλη της ελευθερίας», κατά τον φιλόσοφο Κίρκεγκορ.
Joanna Bourke, «Φόβος, Στιγμιότυπα από τον πολιτισμό του 19ου και 20ού αιώνα»
kibi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου