Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Γενικώς



Θυμάμαι την δεκαετία του ’90 με ανάμεικτα συναισθήματα· τα ακριβά μαγαζιά και τις αποδείξεις που κόβονταν με ύφος καρδιναλίου από την καλλιπάρειο ταμία του καταστήματος στο Κολωνάκι, τους ταξιτζήδες και τους αργόμισθους να μιλούν συνέχεια στο κινητό για την τάδε μετοχή που ανέβηκε το Έβερεστ, τα πανάκριβα αυτοκίνητα των επαρχιωτών που μετοίκησαν στην Αθήνα για την μεγάλη ζωή, τα χυδαία περιοδικά που ανέβαζαν τα in και out της καθημερινότητας με κραυγαλέα λόγια και παραδείγματα, την ψεύτικη αφθονία και τον κρυμμένο wanna-be μεγαλοαστισμό των φτωχών προαστίων, μια Ελλάδα με δήθεν προχωρημένες εκπομπές στα ιδιωτικά κανάλια, κενά λόγια κι άρνηση πολιτιστικού συναισθήματος.

Μεγάλωσα εκείνη τη δεκαετία με πολύ λίγα πράγματα· θυμάμαι ότι δεν ξόδευα το χαρτζηλίκι των γονιών μου στο σχολείο για να αγοράσω βιβλία, έκανα βόλτες στην Αθήνα και στα δισκάδικα για να αγοράσω βινύλια και πόστερς, πήγαινα σινεμά όταν υπήρχαν ρετροσπεκτίβες για σκηνοθέτες όπου έμπαινα στην αίθουσα μεσημέρι κι έβγαινα ξημερώματα, είχα μία χαρά η οποία με τσιγκλούσε να γευτώ οτιδήποτε μου έκανε εντύπωση, χαμογέλαγα πάντα στη ζωή και στους φίλους που ανακάλυπτα χωρίς πονηριά και υστεροβουλία, ανάσαινα και διαπίστωνα τη γελοιότητα της ύπαρξης, δεν έπαιρνα τίποτα στα σοβαρά, όλα ήταν τόσο ρευστά κι μάταια, το μόνο μου άγχος ήταν μην καταστρέψω τα 45» του Nick Cave που τα φυλάω ακόμα.
Στην οικογένεια δεν είχαμε ποτέ μεγαλομανίες, τα πάντα δίνονταν με προσοχή κι όπου ήταν απαραίτητο, δεν μου έλειψε κάτι, έμαθα ότι όταν αγοράζεις κάτι με τα δικά σου λεφτά, αυτό το κάτι το αγαπάς περισσότερο και το προσέχεις, δεν προσχώρησα ποτέ σε κανένα κόμμα, δεν ένιωσα ποτέ μου κατατρεγμένος κι αδικημένος, το δίκιο μου το έβρισκα σχεδόν πάντα, στην δουλειά μου δεν προκάλεσα ποτέ και προσπαθώ όσο μπορώ να γίνομαι καλύτερος, δεν ζήλεψα ποτέ να έχω λεφτά αν και γνώρισα ανθρώπους που είχαν πολλά αλλά δεν εντυπωσιάστηκα ποτέ, αντιθέτως πιστεύω ότι η πλήξη και η δυστυχία δεν κοιτάζει πορτοφόλια και επιταγές, εισχωρεί παντού χωρίς να ρωτήσει, αδιάκριτες κι μονιασμένες εναντίον όλων.
Δεν το έπαιξα ποτέ επαναστάτης, είμαι μέρος του συστήματος αλλά προσπαθώ να κάνω το λιγότερο κακό στους γύρω μου, είμαι πολύ επιφυλακτικός με πάσης φύσεως ακτιβιστές και υστερικές φεμινίστριες, από την εφηβεία μου πετώ αυτά που με πληγώνουν κι ασκούμαι στις καθημερινές ανθρώπινες συναλλαγές με ελαφρότητα και υπευθυνότητα, αγαπώ τους αναρχικούς για τον ρομαντισμό τους και την επιμονή τους για το μάταιο των αγώνων τους, τον Λόρενς Ντάρελ για τις πανέμορφες περιγραφές των χαρακτήρων και των τοπίων του, τα χρυσόψαρά μου και τα κρύα πρωινά, τα κόκκινα μπαλόνια που ταξιδεύουν στον μακρινό ορίζοντα, την ευτυχία όταν ξεκουράζομαι κι ονειροπολώ, τον μυρωδάτο καπνό που ταΐζω τα πνευμόνια μου.
Δεν ζητώ τίποτα μεγαλόσχημο απ’ τη ζωή, θέλω ηρεμία κι λογική, να χαζεύω την τηλεόραση και να γελώ με την ματαιοδοξία κι την χειραγώγηση του κοσμάκη, να κλείνω τα φώτα και να κουρνιάζω στο απόλυτο σκοτάδι, να κάνω ταξίδια και να ανακαλύπτω την έκπληξη, δεν έχω απαιτήσεις, δεν ξέρω ουσιαστικά τίποτα για τον κόσμο, όλα είναι τόσο εύθραστα κι φυλλοβόλα όπως οι φιλίες, τα ξενύχτια πάνω απ’ τα βιβλία και τα εφήμερα γαμήσια της χιμαιρικής εκστατικής ευτυχίας, ευτυχώς αναγνωρίζω στον εαυτό μου ότι δεν μολύνθηκα με συνδικαλιστικές αγκυλώσεις και κομματικά σκιρτήματα, ειλικρινά δεν καταλαβαίνω την κουτοπονηριά και τα ψεύδη των τρίτων, είμαι λίγο απόλυτος αλλά καθόλου μνησίκακος.
Αλλά από πού ξεκίνησα, αλήθεια; Απ’ τα 90′s και τα κατάλοιπά τους που με λεκιάζουν σήμερα, απ’ την απουσία προτάσεων και ουσιαστικής προόδου, οι πάντες μιλούν για όλα, όλοι γνωρίζουν την ρίζα του κακού κι όλοι προτείνουν λύσεις αλλά δεν γίνεται τίποτα, κανείς δεν ακούει κανέναν, είμαστε τόσο γεμάτοι απ’ την σιγουριά της αυθεντίας των επιχειρημάτων μας που κλεινόμαστε στον αυτιστικό κόσμο μας και βαυκαλιζόμαστε με τα ίδια μας τα λόγια, τι να πουν κι οι ποιητές που χαρακώνουν τα δέντρα, οι φάλαινες που ταξιδεύουν ανυπεράσπιστες, η γη που βιάζεται καθημερινά από την απληστία και την φαυλότητα, θυμάμαι τους Ινδιάνους στην Αμερική και μου έρχονται εικόνες απ’ την γενοκτονία που έλαβε χώρα απ’ τους λευκούς κατακτητές.
Είναι πολλά αυτά που θέλω να αναλύσω, την χουντολαγνεία πολλών, την θεοκρατική Ελλάδα, την απουσία κοινωνικού ελέγχου, την υποκρισία των μεγάλων για την καλά κρυμμένη κενότητα, τα υστερικά γέλια και την χοντράδα αλά ελληνικά, το φονταμενταλιστικό μίσος των σχολιαστών στα κείμενα της Σώτης, την παραταξιακή εμμονή της πολιτικής εξουσίας, την χαλαρότητα στις προθεσμίες και την αργή απονομή της δικαιοσύνης, τον μύθο του κοινωνικού κράτους, την ηττοπάθεια και δουλοπρέπεια των πολλών απέναντι στον προϊστάμενό τους ή στον σύντροφό τους απλά κι μόνο για να διατηρήσουν μια σχέση στο χρόνο, τα φασιστολάβαρα της ξενοφοβίας και της ομοφοβίας, την ιδιαιτερότητα του Χέμινγουέι και των χαϊκού ποιημάτων της ανατολής.
Τελειώνω με τα σκουπίδια της καθημερινότητας που τα τρώμε σχεδόν αδιαμαρτύρητα, την αναβλητικότητα την ώρα που πρέπει να μιλήσεις αλλά δεν το κάνεις, τα ξενέρωτα «πρέπει» της κοινωνικής ζωής, την κουτοπόνηρη σιγουριά του έρωτα, τους φοβικούς ανθρώπους που μας πλήγωσαν, τις ιδεοληψίες των ηττημένων ανθρώπων, τα πολλά «γιατί» που δεν θα μάθουμε ποτέ. Το μόνο που μου δίνει δύναμη να προχωρώ σε αυτή την οθωμανική χώρα που δεν θα σταματήσει να χορεύει τσιφτετέλι και ζεμπέκικο αναπολώντας την ελληνοχριστιανική αυθεντία κι καθαρότητα είναι αυτή η παντοδυναμία που νιώθω ότι έχω τα μυαλά στο κεφάλι, ότι ζητώ λίγα κι ότι επιτέλους μετά από χρόνια βρήκα ανθρώπους που νοιάζονται πραγματικά για μένα.

theelfatbay 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου