Λέω να γράψω κάτι στον εαυτό μου. Αν σε αφορά και σένα, ρίξε του μία ματιά.
Μαλάκα μου, δεν ήθελα να στο πω εγώ.
Αλήθεια.
Ήθελα να στο πει κάποιος άλλος, να το ακούσεις από αλλού, να μην με συνδέσεις μ’ αυτήν την αλήθεια, να μη χρειαστεί να σου απαντήσω σε καμία ερώτηση.
Αλλά δεν ακούω να το λέει κανείς.
Οπότε, μάλλον, θα στο πω εγώ.
Δεν – είσαι – πλούσιος.
Μαλάκα μου, κρατήσου. Κάτσε σε μία καρέκλα, πάρε βαθιές ανάσες, προσπάθησε να χαλαρώσεις. Είχες καταλάβει λάθος, ok, ανθρώπινο ήταν, να μην το βλέπεις μπροστά σου, να μην θέλεις να το δεις βρε αδελφέ, επιλεκτική αντίληψη, υπάρχουν και ιατρικοί όροι γι’ αυτά τα πράγματα.
Δεν είσαι πλούσιος.
Υπάρχουν οι πλούσιοι, και υπάρχεις και εσύ. Κάπου ανάμεσα, υπήρξε μία ομίχλη, μία βαβούρα, και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, βρέθηκες να ζεις σαν πλούσιος. Εκεί που οι πλούσιοι είχαν αμάξι, είχες και εσύ. Εκεί που είχαν στέγη, είχες και εσύ. Σούπερμαρκετ αυτοί; και εσύ. Σαλέ και παραλίες; και εσύ. iphone αυτοί;, και εσύ. Nike και Dolce Cabana; Και εσύ.
Αυτοί, βέβαια, τα αγόραζαν. Εσύ, τα νοίκιαζες. Νοίκιαζες το αμάξι σου από την τράπεζα, και όταν πάλιωνε, στο έδινε. Νοίκιαζες το σπίτι που έμενες, και όσο και να πάλιωνε, δεν στο έδινε ποτέ. Έπαιρνες δάνεια για το ταξίδι με την παρέα στο hype μέρος, με επιδότηση το iphone, στην κάρτα το σουπερμάρκετ με την σαμπάνια, στην κάρτα και η Cabana.
Σ’ αυτό το θολό τοπίο, αφεντικά και δούλοι, πλούσιοι γινίκαμε ούλοι.
Τώρα, για μας, είχε πλάκα όλο αυτό. Χαβαλέ. Με πενηντάρικο είσοδο έμπαινες στο κλαμπ που ο άλλος έμπαινε τσάμπα επειδή ήταν διάσημος, μπορεί να του έτρωγες ξέρω γω την γκόμενα, ή το αγόρι, να μην ξεχώριζες από τον δίπλα αν ήταν λεφτάς, έμαθες τα παιδιά σου να ονειρεύονται λούσα. Πλήρωνες για να σου ανοίξουνε δρόμο, για να χτίσεις στο δάσος, για να πας στο καλύτερο ιδιωτικό νοσοκομείο, για να κερδίσεις στην δίκη.
Ξεχώριζες όμως από το χαμίνι.
Α, μάλακα μου, το χαμίνι ήταν χαμίνι. Ο πατέρας σου που ήταν οικοδόμος ξέρωγω, ή συνταξιούχος, ή η μάνα σου, ή ο άγνωστος, στον δρόμο, που ‘μπαινε ολόκληρος στον κάδο, ο μετανάστης, ο άστεγος, αυτοί ήταν οι φτωχοί.
Άλλη κάστα.
Εσύ, ήσουν ο νεόπλουτος.
Άλλη κάστα.
Μάλιστα.
Ε, λοιπόν, λυπάμαι που θα στα γαμήσω όλα αυτά, αλλά ήσουν τόσο πλούσιος, όσο σου επέτρεπαν άλλοι να είσαι.
Γιατί, κάποια στιγμή, ο βεριτάμπλ πλούσιος, τα πήρε. Λέει, ρε φίλε, εγώ αφεντικό, εσύ γραφιάς, και ‘χουμε και οι δύο αμάξι; Έχουμε και οι δύο Cartie; Έχουμε και οι δύο iphone; Γαμάμε τις ίδιες γκόμενες; Φοράμε το ίδιο κόσμημα;
Και που θα ξέρει ο δίπλα ρε καραγκιόζη ότι εγώ αφεντικό και εσύ γραφιάς;
Πως θα ξεχωρίζουμε;
Στο μεταξύ όμως, εσύ ξέχασες.
Ξέχασες ότι το σούπερμαρκετ είναι δανεικό. Ότι το iphone είναι δανεικό. Ότι το ρολόι είναι δανεικό, ότι το κουστούμι είναι δανεικό, το αμάξι δανεικό, το ταξίδι δανεικό, το laptop δανεικό, το σπίτι δανεικό.
Ξέχασες ότι το σπίτι είναι δανεικό, και νόμιζες πως είναι δικό σου. Ξέχασες πως η δουλειά είναι δανεική, και το αμάξι δανεικό, και η χώρα δανεική, και όλα δανεικά, και τα νόμιζες δικά σου.
Άρχισες να λες για το ελληνικό ιδεώδες, και άφησες να γαμάνε τους μετανάστες στα χωράφια, λες και δεν ήσουν ποτέ μετανάστης. Ξέχασες. Έλεγες πόσο άδικο είναι να καίνε την Πόρσε του άλλου, νομίζοντας ότι έκαιγαν την δική σου, λες και δεν το έκαιγαν άνθρωποι σαν και σένα. Ξέχασες. Πόσο άδικο είναι να σταματάνε την παρέλαση και να αμαυρώνουν την ιστορία, λες και δεν την αμαυρώνουν ότι υπάρχουν άστεγοι στους δρόμους. Ξέχασες. Πόσο σε ενοχλούν οι πορείες που κλείνουν τους δρόμους, λες και δεν είσαι εργαζόμενος. Ξέχασες. Πόσο ενοχλεί η εικόνα του πεινασμένου, λες και θα έχεις φαΐ για πάντα. Ξέχασες. Πόσο ενοχλεί η εικόνα του άστεγου στο (ιστορικό) κέντρο της Αθήνας, λες και έχεις δικό σου σπίτι. Ξέχασες.
Ξεχάστηκες. Νόμιζες πως είσαι αφεντικό.
Και ξέχασες που ανήκεις.
Ντάξει, ρε φίλε, κάλλιο αργά.
Δεν ήθελα να στο πω εγώ, καταλαβαίνεις.
arkoudos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου