Πού κρυφτήκαν όλοι αυτοί οι ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ; |
Ένας Υπέροχος Άνθρωπος!
Το έχετε πει ποτέ; το έχετε σκεφτεί; Γνωρίσατε ποτέ κάποιον που να άξιζε αυτόν τον συλλογισμό σας; Θελήσατε ποτέ να μοιάσετε σε έναν τέτοιον άνθρωπο;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που γελάνε και γελάει η πλάση μαζί τους;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που ψάχνουν τον φτωχό να τον ελεήσουν μέσα στα μαύρα χαράματα για να μην τους δει κανείς;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που αντιδρούν στην αδικία – ακόμη κι όταν δεν πλήττει τους ίδιους – ακόμη κι όταν πλήττει τον συνάδελφό τους;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που αγαπούν με όλην τη δύναμη της ψυχής τους, εκείνοι που βγάζουν το πουκάμισό τους να στο δώσουν να μην βρέχεσαι;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που γίνονται ασπίδα και βράχος και σίδερο και πέτρα και κλείνουν τον κόσμο τον πονηρό έξω από το σπίτι τους και ακόμα πιο έξω από την ζωή τους;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που ευτυχούν στο θρόισμα της λεύκας και στο αγέρι που κατεβαίνει από την πλαγιά;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που κοιτούν την θάλασσα -την κοιτούν, όμως, μέσα στα βαθιά εκεί που το μπλε παντρεύεται το γαλάζιο – και ακούν τον παφλασμό με την ψυχή τους;
Τι γίνανε εκείνοι που είχαν στα χέρια τους μια ριζούλα λεύκας – τόσο εύθραυστη και τόσο φοβισμένη που τρέμει ακόμη και στην ανάσα σου και την φυτέψαν στο βουνό ώστε η ριζούλα έγινε κατάρτι και θεριό ολάκερο που ξαποσταίνεις εσύ και όλοι οι διαβάτες;
Εκείνοι που κρατήσαν στην χούφτα τους το σπουργίτι που έπεσε από την φωλιά του και το ταϊζαν βρεγμένη ψίχα ώσπου μια μέρα…. φσσστ….. πααάει το πουλάκι… πέταξε… πήγε εκεί που ανήκει.
Πού είναι εκείνοι οι φτωχοί, πού είναι φτωχοί αλλά όχι φτωχομπινέδες;
Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν 2 κατοστάρικα στην τσέπη και σε κερνάνε το ένα;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που όταν συζητάς μαζί τους το Α είναι Α και το Β είναι Β;
Εκείνοι που όταν μιλάς σε ακούνε και δεν σκέφτονται τι θα ανταπαντήσουν;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που βάζεις μπροστά 2 μπουκάλια Γεροβασιλείου και μπορείς να μιλάς ώρες και ώρες και ώρες… Και να μην πλήττεις…
Πού είναι εκείνα τα παιδιά που θέλουν να διδαχθούν, να παρατηρήσουν, να δοκιμάσουν, να εφαρμόσουν, να πράξουν, να σφάλλουν, να κατανοήσουν και – επιτέλους – να μάθουν; Αλλά τι φταίνε τα παιδιά… με τέτοια γομάρια πατεράδες που έχουν τι να περιμένεις…
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι οι ευγενείς, οι ευγενικοί, οι υψηλόφρονες, οι μεγαλόπνευστοι, οι μεγαλόπνοοι, οι οξύνοες, οι αγωνιστές, οι από άμιλλα κινούμενοι, οι εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλείν, οι - την θυσία της φιλίας – μη φοβούμενοι, οι - δια του Έρωτα - επιδιώκοντες την Θέωση, που πήγαν εκείνοι οι Νέστορες που σε συμβουλεύουν με αγάπη και ουχί εκ δόλου;
Πού πήγαν ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και ο Αίαντας, πού πήγε ακόμη και αυτός ο ίδιος ο Όμηρος; Πού πήγε ο Αλέξανδρος; Πού πήγαν ο Λεωνίδας και ο Ηρακλής; Πού πήγαν ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Σόλων και ο Πλούταρχος; Πού πήγε η Αντιγόνη, οι κυρές της Ρω και των Μαρασίων, η γυναίκα της Πίνδου; Πού πήγε ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Καζαντζάκης, ο Καβάφης, ο Ελύτης, ο Παλαμάς, ο Παναγιωτόπουλος;
Δεν θα βρεις δημιουργικoύς, θα βρείς καταφερτζήδες.
Δεν θα βρεις τον υψιπέτη, θα βρεις τον υψιπετή.
Δεν θα βρεις νομικούς, θα βρεις δικηγόρους.
Δεν θα βρεις το κάλλος το σεβαστό, το γυναικείο το ανάστημα το Θείο, θα βρεις το ξέκωλο.
Δεν θα βρεις τον επαγγελματία θα βρεις αυτόν που στήνει κώλο στον πελάτη, δεν θα βρεις τον δάσκαλο θα βρεις τον δημόσιο υπάλληλο, δεν θα βρεις τον δημοσιογράφο θα βρεις το φερέφωνο, δεν θα βρεις τον συνάδελφο θα βρεις τον παρτάκια.
Δεν θα βρεις εκείνον τον ήλιο τον λαμπρό, τον αυτόφωτο, τον ζεστό, τον ζωοδότη, παρά θα βρεις μικρούς διάττοντες αστέρες που αφού εκτελέσουν την προδιαγεγραμμένη τους πορεία θα σβήσουν πέφτοντας στην παγωνιά του ηθικού κενού.
Δεν θα βρεις – πολύ συχνά - τον πατέρα σου θα βρεις τον μάνατζέρ σου, δεν θα βρεις – πολύ συχνά - την μάνα σου θα βρεις τον μαστρωπό σου… Δεν θα βρεις τον Άνθρωπο, θα βρεις τον Υπάνθρωπο, τον Απάνθρωπο, τον Αχυράνθρωπο.
Ρε γαμώ την πουτάνα μου πώς καταντήσαμε έτσι;
Μα – επιτέλους – δεν ζητάμε το παράλογο. Το φυσικό ζητάμε.
Και παραμένω…
Αλλά ρε παιδιά βοηθάτε λίγο και σεις. Δεν ξέρω πόσο μπορώ να αντέξω. Δεν θέλω - τώρα στα 36 – να γίνω αρχίδι.
Από το Κομματόσκυλο
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που γελάνε και γελάει η πλάση μαζί τους;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που ψάχνουν τον φτωχό να τον ελεήσουν μέσα στα μαύρα χαράματα για να μην τους δει κανείς;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που αντιδρούν στην αδικία – ακόμη κι όταν δεν πλήττει τους ίδιους – ακόμη κι όταν πλήττει τον συνάδελφό τους;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που αγαπούν με όλην τη δύναμη της ψυχής τους, εκείνοι που βγάζουν το πουκάμισό τους να στο δώσουν να μην βρέχεσαι;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που γίνονται ασπίδα και βράχος και σίδερο και πέτρα και κλείνουν τον κόσμο τον πονηρό έξω από το σπίτι τους και ακόμα πιο έξω από την ζωή τους;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που ευτυχούν στο θρόισμα της λεύκας και στο αγέρι που κατεβαίνει από την πλαγιά;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που κοιτούν την θάλασσα -την κοιτούν, όμως, μέσα στα βαθιά εκεί που το μπλε παντρεύεται το γαλάζιο – και ακούν τον παφλασμό με την ψυχή τους;
Τι γίνανε εκείνοι που είχαν στα χέρια τους μια ριζούλα λεύκας – τόσο εύθραυστη και τόσο φοβισμένη που τρέμει ακόμη και στην ανάσα σου και την φυτέψαν στο βουνό ώστε η ριζούλα έγινε κατάρτι και θεριό ολάκερο που ξαποσταίνεις εσύ και όλοι οι διαβάτες;
Εκείνοι που κρατήσαν στην χούφτα τους το σπουργίτι που έπεσε από την φωλιά του και το ταϊζαν βρεγμένη ψίχα ώσπου μια μέρα…. φσσστ….. πααάει το πουλάκι… πέταξε… πήγε εκεί που ανήκει.
Πού είναι εκείνοι οι φτωχοί, πού είναι φτωχοί αλλά όχι φτωχομπινέδες;
Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν 2 κατοστάρικα στην τσέπη και σε κερνάνε το ένα;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που όταν συζητάς μαζί τους το Α είναι Α και το Β είναι Β;
Εκείνοι που όταν μιλάς σε ακούνε και δεν σκέφτονται τι θα ανταπαντήσουν;
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι που βάζεις μπροστά 2 μπουκάλια Γεροβασιλείου και μπορείς να μιλάς ώρες και ώρες και ώρες… Και να μην πλήττεις…
γιατί… είσαι με έναν Υπέροχο Άνθρωπο.
Πού είναι εκείνα τα παιδιά που θέλουν να διδαχθούν, να παρατηρήσουν, να δοκιμάσουν, να εφαρμόσουν, να πράξουν, να σφάλλουν, να κατανοήσουν και – επιτέλους – να μάθουν; Αλλά τι φταίνε τα παιδιά… με τέτοια γομάρια πατεράδες που έχουν τι να περιμένεις…
Πού πήγαν εκείνοι οι άνθρωποι οι ευγενείς, οι ευγενικοί, οι υψηλόφρονες, οι μεγαλόπνευστοι, οι μεγαλόπνοοι, οι οξύνοες, οι αγωνιστές, οι από άμιλλα κινούμενοι, οι εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλείν, οι - την θυσία της φιλίας – μη φοβούμενοι, οι - δια του Έρωτα - επιδιώκοντες την Θέωση, που πήγαν εκείνοι οι Νέστορες που σε συμβουλεύουν με αγάπη και ουχί εκ δόλου;
Πού πήγαν ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και ο Αίαντας, πού πήγε ακόμη και αυτός ο ίδιος ο Όμηρος; Πού πήγε ο Αλέξανδρος; Πού πήγαν ο Λεωνίδας και ο Ηρακλής; Πού πήγαν ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Σόλων και ο Πλούταρχος; Πού πήγε η Αντιγόνη, οι κυρές της Ρω και των Μαρασίων, η γυναίκα της Πίνδου; Πού πήγε ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Καζαντζάκης, ο Καβάφης, ο Ελύτης, ο Παλαμάς, ο Παναγιωτόπουλος;
Πού πήγαν, που κρυφτήκαν όλοι αυτοί οι ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ;
Δεν θα βρεις δημιουργικoύς, θα βρείς καταφερτζήδες.
Δεν θα βρεις τον υψιπέτη, θα βρεις τον υψιπετή.
Δεν θα βρεις νομικούς, θα βρεις δικηγόρους.
Δεν θα βρεις το κάλλος το σεβαστό, το γυναικείο το ανάστημα το Θείο, θα βρεις το ξέκωλο.
Δεν θα βρεις τον επαγγελματία θα βρεις αυτόν που στήνει κώλο στον πελάτη, δεν θα βρεις τον δάσκαλο θα βρεις τον δημόσιο υπάλληλο, δεν θα βρεις τον δημοσιογράφο θα βρεις το φερέφωνο, δεν θα βρεις τον συνάδελφο θα βρεις τον παρτάκια.
Δεν θα βρεις εκείνον τον ήλιο τον λαμπρό, τον αυτόφωτο, τον ζεστό, τον ζωοδότη, παρά θα βρεις μικρούς διάττοντες αστέρες που αφού εκτελέσουν την προδιαγεγραμμένη τους πορεία θα σβήσουν πέφτοντας στην παγωνιά του ηθικού κενού.
Δεν θα βρεις – πολύ συχνά - τον πατέρα σου θα βρεις τον μάνατζέρ σου, δεν θα βρεις – πολύ συχνά - την μάνα σου θα βρεις τον μαστρωπό σου… Δεν θα βρεις τον Άνθρωπο, θα βρεις τον Υπάνθρωπο, τον Απάνθρωπο, τον Αχυράνθρωπο.
Σήμερα βιώνουμε την μεγαλύτερη τραγωδία από καταβολής κόσμου.
Σήμερα βιώνουμε την μεγαλύτερη απουσία. Την απουσία του ανθρώπου από τον Άνθρωπο.Ρε γαμώ την πουτάνα μου πώς καταντήσαμε έτσι;
Μα – επιτέλους – δεν ζητάμε το παράλογο. Το φυσικό ζητάμε.
Ζητάμε τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο, τον άνθρωπο για τον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος - ως το μοναδικό έλλογο ον - κλήθηκε να διαχειριστεί έναν κόσμο γεμάτο από άλογα όντα…. Και τα έκανε σκατά…Κάποτε ήμουν κι εγώ ένας Υπέροχος Άνθρωπος.
Και παραμένω…
Αλλά ρε παιδιά βοηθάτε λίγο και σεις. Δεν ξέρω πόσο μπορώ να αντέξω. Δεν θέλω - τώρα στα 36 – να γίνω αρχίδι.
Από το Κομματόσκυλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου