Γράφει ο Gianapo
Σήκωσα το πιστόλι και πυροβόλησα
ολόισια στην καρδιά του κόσμου,
όταν ο ήλιος έσβησε του παραδείσου
και οι αναμνήσεις κατέλαβαν το είναι μου.
Κοιτάζοντας τον μακρινό ορίζοντα
να χάνεται στο βάθος της θάλασσας,
κολύμπησα γυμνός και εντελώς αμέριμνος
στα μολυσμένα νερά της φαντασίας μου.
Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει με νόημα
κοιτάζοντας ένα κωλόπαιδο, να παίζει στην άμμο,
δίπλα σε ένα πρόχειρο αντίσκηνο,
που πηδιόταν η πουτάνα μάνα του.
Κράτησα με δύναμη στα χέρια μου τη ζωή
ανθρώπων που έζησαν περασμένους αιώνες,
και ρούφηξα με αφάνταστη δύναμη
τα απομεινάρια της απρόσμενης γνώσης τους.
Τα ξανθά μαλλιά της παρασυρόταν απ΄τον άνεμο
και τα στήθη της πάλλονταν σε κάθε της κίνηση,
στην προσπάθεια της να αποφύγει το πεπρωμένο
τρέχοντας αλλόφρων σε λάθος κατεύθυνση.
Από τον ουρανό ένα γεράκι έχει κλειδώσει το στόχο του
και ετοιμάζεται για την θανατηφόρα του εφόρμηση,
τη στιγμή που ένας λαγός ετοιμάζεται
να γευτεί τους καρπούς του έρωτά του.
Στην λαϊκή βόλτα του σαββατοκύριακου
τα βλέμματα των αγοριών καρφώνονται,
στα ανοικτά μπούστα των κοριτσιών
και ονειρεύονται χειρωνακτικές εργασίες.
Κρυμμένες πτυχές της ζωής επανέρχονται
κουβαλώντας μαζί τους αγάπες και μίση,
σε έναν κόσμο που ποτέ δεν κατάλαβε
γιατί άραγε πρέπει να ζήσει;
Πάνω στην γέφυρα ένας άντρας στροβιλίζεται
λίγο πριν αποφασίσει να πηδήξει στο κενό,
απαξιώνοντας την μέχρι σήμερα ζωή του
και διαγράφοντας για πάντα το μέλλον του.
Ένα άλογο καλπάζει στο κέντρο της πόλης αγέρωχα
δίνοντας στους ανθρώπους την απόλυτη ηρεμία,
και οι καμπάνες χτυπάνε χαρμόσυνα
στην παλιά και πεσμένη εκκλησία.
Στο μπουρδέλο φαντάροι χλωμοί
γεμίζουν με λεφτά το ταμείο,
και πουτάνες με πόδια ανοικτά
περιμένουν να πιάσουν δουλειά.
Έβαλα το πιστόλι στην τσέπη και ξεκίνησα
παίρνοντας τον δρόμο που οδηγεί στην εξιλέωση,
αφήνοντας ανάπηρες τις αναμνήσεις
που προστέθηκαν απρόσκλητες στη ζωή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου