Επιτομή της νεοελληνικής ιστορίας μέσα από μια αλληγορία
Γράφει ο Μιχάλης Τζανάκης
Το 1830 ναυπηγήθηκε με πρωτοβουλία του Γ. Κάνιγκ το πλοίο «ΕΛΛΑΣ». Το συγκεκριμένο πλοίο έφερε την ελληνική σημαία, αλλά ήταν ξένων συμφερόντων και το πλήρωναν οι επιβάτες του με «λήζιγκ» -χρονομίσθωση. Εκτός από το ιδιοκτησιακό καθεστώς, το πλοίο έπρεπε να έχει καπετάνιο από την Ευρώπη, αφού εκείνη θεωρούσε το πλοίο και τον προορισμό της πλεύσης του αποκλειστικά δική της υπόθεση. Ευθύς εξαρχής επιβιβάστηκαν οι περισσότεροι στη γ θέση, που βρισκόταν στα ύφαλα του πλοίου, σε κουκέτες ψυχρές και υγρές –αν και ήταν αυτοί που πλήρωναν το λήζιγκ-, ενώ μετά επιβιβάστηκαν αυτοί της β και της α θέσης, που είχαν σχετικές ανέσεις οι μεν, απίστευτη χλιδή και πολυτέλεια οι δε.
Μόλις το 1844, μετά από πιέσεις της γ θέσης ο καπετάνιος όρισε και κάποιον απ τη β (αυτή η θέση θα το βουλιάξει το πλοίο τελικά, μετά από 182 χρόνια) σαν β μηχανικό, ο οποίος ήταν παντελώς άσχετος και μάλλον επικίνδυνος να κατευθύνει στοιχειωδώς το πλοίο. Κάπως έτσι πορεύτηκε το πλοίο με αυτόματο πιλότο, οι ξένοι έτρωγαν κι έπιναν εις υγεία των κορόιδων, που πλήρωναν και πότε- πότε έδιναν τ αποφάγια σ αυτούς της β θέσης, για να κρατούν ήσυχους αυτούς της γ θέσης.
Το 1864 αλλάζει ο καπετάνιος. Δικαιωματικά, επανέρχεται το πηδάλιο στον Άγγλο απόγονο του Κάνιγκ, αφού καταχρηστικά το χαν δώσει σ ένα Βαυαρό πιτσιρικά κι αυτός με τη σειρά του σε μια παρέα ενηλίκων οικογενειακών του φίλων. Το καπετανιλίκι είναι προς το παρόν Αγγλική υπόθεση. Κάπου στα 1893 σταματά να πληρώνει τους ναυπηγούς και το 1897 κοντεύει να κατασχεθεί το πλοίο, όταν το κατέλαβε ένα οθωμανικό πειρατικό, αλλά οι Άγγλοι το έλυσαν κι αυτό το πρόβλημα, δίνοντας τα λύτρα που ζητούσαν στο πειρατικό, κι αυτοί θα τα κανόνιζαν με τη γ θέση, όπως έκαναν πάντα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα κι ενώ οι της β θέσης είχαν ξεθαρρέψει, θέλησαν το πλοίο από επιβατηγό να το κάνουν πολεμικό και να βαράνε προς Ανατολάς, γιατί είχαν-λέει- μια μεγάλη μα πάρα πολύ Μεγάλη Ιδέα. Μετά από λίγα χρόνια το μόνο που κατάφεραν ήταν να μετατρέψουν το πολεμικό πλοίο σε πλοίο υποδοχής ναυαγών και να διπλασιάσουν τους επιβάτες της γ θέσης, που περνούσαν ακόμα πιο άσχημα και στενάχωρα απ τους πρώτους επιβάτες. Λίγο πριν το 1915-1917 οι Έλληνες της β θέσης έχουν γίνει μαλλιά-κουβάρια με τον Άγγλο-Δανό πλοίαρχο της α θέσης και λίγο έλειψε να το βουλιάξουν πρόωρα το πλοίο.
Έτσι το ταξίδι συνεχίζει με περισσότερους επιβάτες, με τη β θέση ν αλλάζει ρόλους και την α θέση σταθερή να συνεχίζει να ναυλοχεί στα λιμάνια που πουλά την πραμάτεια της. Κάπως έτσι φτάνουμε στο 1940. το πλοίο ταλανίζεται κι ένα χρόνο μετά ο καπετάνιος είναι πάλι Γερμανός, ο οποίος πια φυλακίζει και εξοντώνει όσους μπορεί και θέλει απ τη γ θέση. Δεν αργεί το πλοίο να παραδώσει το πηδάλιο σε επίσημη τελετή από τους Άγγλους ναυπηγούς στους Αμερικανούς νέους ιδιοκτήτες.
Έχουν πάρει τα δικαιώματα του σκάφους, όπως και πολλά άλλα σκάφη στην Ευρώπη που κράτησαν τη σημαία τους, αλλά ο Μάρσαλ χρηματοδοτεί την αλλαγή του πραγματικού εφοπλιστή. Από κει και ύστερα η α και η β θέση γίνονται πιστοί μούτσοι του εφοπλιστή-ιδιοκτήτη. Η γ θέση παραμένει σταθερά στα ύφαλα και στην αριστερή πλευρά παραρίχνουν τους πιο αδύναμους, περίπου σε απομόνωση.
Μ αυτά και μ αυτά πορεύεται το πλοίο όπου υποδεικνύει ο εφοπλιστής, κατά τη βούληση του οποίου τοποθετούνται πλέον οι καπετάνιοι-μούτσοι, ανδρείκελα των εφοπλιστών, άλλοι τους λένε Γέρους της Δημοκρατίας, άλλους Εθνάρχες, άλλους Χαρισματικούς, άλλους Εκσυγχρονιστές, αλλά κατά βάθος όλοι μούτσοι ήταν και είναι. Κάπου εκεί τρακάρει το πλοίο στο παγόβουνο. Για την ακρίβεια το τρακάρουν στο παγόβουνο αυτοί οι καπετάνιοι- μούτσοι, γιατί τους είπαν πως τα ασφάλιστρα που θα εισπράξουν είναι πολλά. Το πολύ-πολύ να πνιγούν αυτοί της γ θέσης υπολογίζουν, που ούτως ή άλλως πάντα υπέφεραν. Μέχρι να γεμίσουν τα στεγανά και να πνιγεί κι ο τελευταίος της γ θέσης αυτοί θα προλάβουν να εγκαταλείψουν με ασφάλεια το σκάφος, αφού οι ξένοι φίλοι τους έχουν προστρέξει με τις σωστικές τους λέμβους. Η βύθιση είναι αργή και βασανιστική. Οι μικροί περιμένουν το μοιραίο στις χαμηλές κουκέτες ενώ η μπάντα στο κατάστρωμα παίζει το άσμα «μνημόνιο 1,2 και 3».
Τι κρατάμε απ το ταξίδι; Κάποιους ωραίους επιβάτες που ανέβαιναν πότε-πότε στο κατάστρωμα κι έγραφαν κι έγραφαν με το βλέμμα στον γαλάζιο ορίζοντα τα ουρανού και της θάλασσας….ένα Ζακυνθινό, έναν Αλεξανδρινό, έναν Κρητικό. Ο ένας γράφει Σχεδιάσματα, ο άλλος ψάχνει την Ιθάκη κι ο τρίτος ονειρεύεται ένα Χριστό πραγματικό να θυσιάζεται γι άλλη μια φορά. Ένας άλλος απ τη Σκιάθο γράφει για μια Φόνισσα, ένας Αριστοκράτης Σμυρνιός γράφει για μια Άρνηση, ένας συνοφρυωμένος πονεμένος πατέρας Δωδεκαλογεί για ένα Γύφτο, ένας ευαίσθητος αστός παίζει στο πιάνο «πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» κι ένας ψηλός επαναστάτης παίζει για τους επιβάτες της γ θέσης «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Τελικά σ αυτήν τη περιπέτεια άξιζε το ταξίδι κι οι επιβάτες της γ θέσης. Κανείς απ αυτούς δε θα πνιγεί και κανείς απ αυτούς που το ριξαν το πλοίο στο παγόβουνο δε θα σωθεί, ακόμα κι αν έχουν ετοιμάσει το σχέδιο διαφυγής τους.
ΥΓ. ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ, ΚΑΤΑΛΑΒΕ….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου