Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Κοντοσούβλι, Μαραβέγιας και ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου


Το τζανκ φουντ είναι σαν τη μαλακία!
Μην παρεξηγήσετε τα λόγια μου, δεν εννοώ ότι είναι «μαλακία», αλλά ότι είναι σαν τη μαλακία -σαν τον αυνανισμό αν θέλετε να το πω επιστημονικά.
Θα καταλάβετε τι εννοώ αν θέσω ως αρχή την πρόταση: Το καλό σεξ είναι σαν ένα πλήρες γεύμα (ή το καλό «κρεβάτι» είναι σαν ένα καλό «τραπέζι»).
Σκεφτείτε ότι είστε προσκεκλημένος σε ένα ρομαντικό γεύμα (ή δείπνο). Ποτέ δεν ξεκινάτε με το κυρίως πιάτο. Αρχίζετε με λίγη κουβέντα και κρασί.
Μόλις ζεσταθεί η ατμόσφαιρα περνάτε στα προκαταρτικά: Ορεκτικά και μεζεδάκια. Τρώτε μέχρι να σας ανοίξει η όρεξη.
Μετά περνάτε στο κυρίως πιάτο, που μπορεί να είναι και παραπάνω από ένα, εξαρτάται την όρεξη σας και τις αντοχές σας.
Μόλις ικανοποιηθείτε, αν έχετε αφήσει χώρο στο στομάχι σας, μπορείτε να φάτε και ένα μικρό επιδόρπιο.
Και μετά λίγη κουβέντα ακόμα, ίσως ένα τσιγάρο και κρασάκι.
Το σεξ και το φαΐ είναι από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του ανθρώπου, και είναι πάντα καλύτερα όταν τα μοιράζεσαι με κάποιον (ή κάποιους, δικό σας θέμα αυτό).
Από την άλλη το τζανκ φουντ δεν είναι παρά μια βιαστική ικανοποίηση της πείνας σου.
Το παίρνεις στο χέρι και τρως χωρίς να μιλάς. Ίσως και να το απολαμβάνεις εκείνη την ώρα και να σκέφτεσαι, ενώ τρως: «Θα φάω άλλο ένα μετά.»
Τελειώνεις, σκουπίζεσαι, πετάς το χαρτί και –καθώς νιώθεις τα λίπη να πέφτουν σαν ατομική βόμβα στο στομάχι σου- σκέφτεσαι: «Μαλακία έκανα. Τι το ήθελα;»
Δεν είναι τυχαίο που ο αυνανισμός και η βρώση τζανκ είναι στην αποκορύφωση τους στην εφηβική ηλικία. Μετά ωριμάζει ο εγκέφαλος και προτιμάς να μείνεις λίγο παραπάνω νηστικός προκειμένου να απολαύσεις ένα πλήρες γεύμα.
Μερικές φορές όμως και οι ενήλικες υποκύπτουν στον πειρασμό. Έτσι έκανα κι εγώ σήμερα.
Ήταν μεσημέρι, είχα διάφορες δουλειές εκτός σπιτιού και... Τι να κάνω;
Όχι, μη φαντάζεστε διάφορα, δεν ξεκίνησα να αυνανίζομαι μπροστά σε κάποια βιτρίνα με εσώρουχα ή μέσα στο λεωφορείο.
Απλά μπήκα σε ένα γυράδικο και ζήτησα ένα σάντουιτς (βλ. Θεσσαλονίκη) με κοντοσούβλι κοτόπουλο. Έκατσα σε μια πλαστική καρέκλα, δίπλα σε μερικούς αγνώστους που επίσης έπαιρναν τη μοναχική τους ικανοποίηση και ξεκίνησα να... χλαπακιάζω (σπουδαία λέξη, τα λέει όλα).

Απέναντι μου ήταν ανοικτή η τηλεόραση και έδειχνε το MAD. Μόνο έδειχνε, γιατί ο ήχος στο κατάστημα ήταν από το ραδιόφωνο.
Καθώς ξεκίνησα να «τρώω» άρχισαν ταυτόχρονα ένα βίντεο του Μαραβέγια (το «Λόλα») και ένα τραγούδι του Ρουβά.
Καθώς δεν τα πάω καθόλου καλά με τη μουσική επικαιρότητα δεν έχω ποτέ ακούσει τραγούδι του εν λόγω τραγουδιστή (αναφέρομαι στο Μαραβέγια). Αλλά από αυτά που διάβαζα στα social media νόμιζα ότι είναι κάποιος εναλλακτικός, πιο έντεχνος, πιο «ποιοτικός» από τον «πρίγκιπα της ελληνικής ποπ».
Βλέποντας το βίντεο και ακούγοντας ως υπόκρουση τη φωνή του Ρουβά αποπροσανατολίστηκα.
Σε ένα πλοίο της γραμμής («λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου») χόρευαν μια δεκάδα χορευτές.
Η διαφορά τους από τους χορευτές/χορεύτριες που θυμόμουν από τα βίντεο του Ρουβά ήταν ότι ήταν ντυμένες/ντυμένοι λες και μόλις έφυγαν από την πλατεία των Αγανακτισμένων.
Δε φορούσαν ψιλοτάκουνα και λαμέ εσώρουχα, αλλά απλά ρούχα, καθημερινά, casual.
Η χορογραφία και τα πρόσωπα τους ήταν το ίδιο ανέμπνευστα όπως και των χορευτριών του Ρουβά. Αλλά, έτσι όπως τους έβλεπες, ένιωθες ότι αν τους έκανες μια δημοσκόπηση θα έβγαινε πρώτο κόμμα το Σύριζα –με αυτοδυναμία.
 
Μετά η κατάσταση έγινε πιο χυδαία. Ένας τύπος με μούσι και μακριά μαλλιά (που σίγουρα ψηφίζει Ανταρσύα) καθόταν απέναντι από μια επιμελώς ατημέλητη κοπέλα.
Εκείνη, ξαφνικά, λες και την έπιασε ο σεξουαλικός οίστρος του Μανάρα, σηκώθηκε επάνω και άρχισε να χορεύει σαν την τραγουδίστρια των Black Eyed Peas.
Και, φυσικά, ο αναρχοαυτόνομος ενέδωσε στα επιμελώς ατημέλητα κάλλη της.
Λίγο μετά η σεξουαλικά ικανοποιημένη και απελευθερωμένη Συριζαία παρενοχλούσε μια ανέραστη και ξινή πλούσια, που ταξίδευε με τον ακριβό σκύλο της («αυτοί οι ξενέρωτοι πλούσιοι δεν απολαμβάνουν τη ζωή»).
Και ενδιάμεσα ο Μαραβέγιας με το μπλαζέ ύφος του να ανοιγοκλείνει το στόμα του σαν να δηλώνει: «Εγώ ήμουν στην Πλατεία και είμαι πολύ εναλλακτικό άτομο».
Τέλειωσα, σκούπισα τα κίτρινα πράγματα από τα χέρια μου (είμαι φαν της μουστάρδας) και βγήκα έξω έχοντας μια αποκάλυψη για το μέλλον της χώρας μας:
Τίποτα δε θα αλλάξει. Ή –μάλλον- όλα αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν. Απλά οι χορεύτριες ντύνονται πιο casual και οι τραγουδιστές δεν κάνουν γυμναστική, για να μη φανεί ότι είναι ματαιόδοξοι. Αλλά όλοι είναι χαρούμενοι και αδύνατοι, όλοι είναι όμορφοι και ευτυχισμένοι. Στην οθόνη.
 
Και, για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ το Ρουβά και όλο το συνάφι του, από το Μαραβέγια με την κουστωδία του.
Γιατί ο Ρουβάς είναι κενός και το ξέρουμε. Ο Μαραβέγιας έχει πείσει πολλούς ότι είναι το αντίπαλο δέος της «ελαφράς μουσικής», ενώ στην πραγματικότητα είναι σαν την Pepsi με την Coca: Η ίδια εταιρία με άλλη ετικέτα, τα ίδια σκουπίδια με άλλο styling.
Για να σταματήσω να σκέφτομαι πόσο βόδια είμαστε οι Έλληνες (και ζητώ συγνώμη από τα βόδια) κοίταξα το χαρτάκι με τις υποχρεώσεις της ημέρας: Έπρεπε να αγοράσω χαρτάκια σημειώσεων.
Ω, πόσο σημαντικά είναι αυτά τα χαρτάκια... Δε μιλώ για τα post-it, αλλά για τα απλά, χωρίς κόλλα, λευκά χαρτάκια, που συνήθως πωλούνται σε κύβο.
Πως μπορούν να ζουν κάποιοι άνθρωποι χωρίς χαρτάκια σημειώσεων;
Εγώ έχω από ένα κύβο σε κάθε δωμάτιο.
Ένα στην κουζίνα –για τα ψώνια της ημέρας.
Ένα δίπλα στο τηλέφωνο –για να σημειώνω τηλέφωνα και μετά να χάνω το χαρτάκι και το τηλέφωνο.
Ένα δίπλα στον υπολογιστή –για να σημειώνω ό,τι σημαντικό πρέπει να διαβάσω ή να ακούσω.
Ένα στην τουαλέτα –γιατί πάντα εκεί σου έρχονται οι καλύτερες ιδέες.
Τώρα σκέφτομαι να βάλω και ένα δίπλα στο κρεβάτι μου, γιατί προχθές είδα στον ύπνο μου το τέλειο μυθιστόρημα, κι όλο πάταγα ctrl+s (στον ύπνο μου) για να το σώσω, αλλά όταν ξύπνησα δε θυμόμουν τίποτα, πέρα από την αίσθηση «ενός τέλειου μυθιστορήματος». Μάλλον αποθηκεύτηκε σε λάθος φάκελο και άντε τώρα να το επανακτήσεις.
 
Ρώτησα σε δύο βιβλιοπωλεία, μπήκα σε τρία σούπερ και κανείς δεν είχε χαρτάκια σημειώσεων (αυτό δείχνει πόσο περιζήτητα και σπάνια είναι πλέον).
Οπότε πήρα το αυτοκίνητο και πήγα στο Πλαίσιο.
Εκεί έμεινα απέξω να κοιτάζω τη Χριστουγεννιάτικη διαφήμιση του καταστήματος.
Στη μια βιτρίνα έγραφε: Ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου.
Στη διπλανή: Η πιο γλυκιά μαμά του κόσμου.
Όλοι οι μπαμπάδες θέλουν να είναι οι καλύτεροι, όπως όλες οι μαμάδες θέλουν να είναι οι πιο γλυκιές. Φυσικά μια μαμά θέλει να είναι και η καλύτερη, αλλά ένας μπαμπάς θα δυσκολευτεί να αποδεχτεί το ρόλο του πιο γλυκού... Έχουμε και κάποια αρρενωπότητα να διαφυλάξουμε.
Τι έκανε εκείνον τον μπαμπά (της διαφήμισης) τον καλύτερο του κόσμου, θέλετε να μάθετε;
Είχε αγοράσει στο παιδί του ένα ipod!
Και η πιο γλυκιά μαμά; Εκείνη του είχε πάρει ένα laptop.


Μπήκα στο μαγαζί, αγόρασα τρεις κύβους χαρτάκια σημειώσεων και μόλις βγήκα άνοιξα το ένα και σημείωσα:
Το τζανκ φουντ είναι σαν τη μαλακία. Ο Μαραβέγιας είναι ο νέος Ρουβάς... Δεν είμαι ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου