Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Εγώ και το Γιατί


Εγώ και το Γιατί

Καμιά φορά είναι σαν να κοιμάσαι και να ξυπνάς μ’ αυτό το ένα, ίδιο παράπονο. Αόριστο και μαρτυρικό να σε κυνηγάει κάθε λεπτό της ημέρας. Μέρα μπήκε, νύχτα ήρθε κι έφυγε, κι αυτό εκεί, επίμονο, πεισματάρικο και αυτοτελές. Πιάνω τον εαυτό μου να το κοιτάζει κατάματα με άλλο παράπονο και να το ανακρίνω με ένταση. Γιατί επιμένεις ; τι θες ; Νομίζεις θα αλλάξει κάτι όσο κι αν με κυνηγάς ; Αν ήταν στο χέρι μου δεν θα υπήρχες.

Κι όσο πεισματικά ή τρυφερά του το λες, άλλο τόσο παραμένει, σταθερό στην άποψη του και υπόσταση. Σαν να θέλει να σε πνίξει μες το δικό του συναίσθημα απλά γιατί πρέπει να κερδίσει. Εγωιστικό απ’ τη φύση του με ένα τεράστιο « Γιατί » καρφιτσωμένο στη βιτρίνα του, κιτρινισμένο μπορεί, ξεπερασμένο απ’ το χρόνο ίσως, όμως εκεί, καρφιτσωμένο κι απαράλλακτο.


Έχω γυρίσει πολλές φορές τη πλάτη σε αυτό το Παράπονο, του 'χω πει Αντίο άλλες τόσες. Αρκεί μια στιγμή για να το επαναφέρει, μια εικόνα, ένα ήχος, μια σκέψη. Διπρόσωπη αγάπη που αλλάζει συνέχεια ρόλους. Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που γεννήθηκε, την ώρα. Κι όσο απομακρύνω το μυαλό μου σπρώχνοντάς το στο παρελθόν , βλέπω μπροστά μου πρόσωπα και βλέμματα, χαμόγελα και πλάτες. Κάπου εκεί γεννήθηκε ανάμεσα τους , το ξέρω.

Λίγο – λίγο το χτίσανε όλα αυτά μαζί. Δύο στιγμές εκεί και τρεις παραπέρα. Χθες το βράδυ έκατσε πάλι δίπλα μου. Εγώ και το «Γιατί». Κάτσαμε εκεί σιωπηλά και αφήσαμε την ώρα να περνά. Σκέφτηκα πως ίσως συνηθίσουμε τελικά ο ένας τον άλλον μες τη σιωπή μας, και σταματήσει να χτυπάει το πόδι του στο πάτωμα για να τραβήξει τη προσοχή μου, κάθε φορά που του αρνιέμαι.

Πέρασαν μάλλον ώρες, δεν ξέρω. Εκεί που είχα συμφιλιωθεί με αυτές τις σκέψεις που νόμιζα ότι έκανα κρυφά από αυτό, γύρισε και μου ψιθύρισε με τέτοια τρυφερότητα και τόση αγάπη που χύθηκε στο πάτωμα – «Όταν έρθει, θα φύγω. Θα φύγω για πάντα» .
Κι έμεινα βουβή, πλημμυρισμένη από την αγάπη του χυμένη εκεί στο πάτωμα μπροστά μου και αποσβολωμένη από την αναπάντεχη ειλικρίνεια του. Το κοίταξα. Μου χαμογέλασε και συνεχίσαμε να καθόμαστε εκεί. Μαζί. Τώρα πια ήξερα όμως.
Και οι δυο το ίδιο περιμέναμε. Εκείνον να ‘ρθει.

Μαρια Σουρμπη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου