Βρίσκομαι χθες βράδυ σε γιορτή γάμου και παρατηρώ τους ανθρώπους στα
διπλανά τραπέζια και στο μπαρ. Έτσι, όπως και λόγω απόστασης και επειδή η
μουσική τα σκεπάζει όλα δεν μπορώ να ακούσω τι λένε, είναι σαν να
συμμετέχουν σε παντομίμα, σαν να είναι κομπάρσοι σε κάποια σκηνή από
σίριαλ που διαδραματίζεται σε καφέ και βρίσκονται στα πίσω τραπέζια από
αυτά που μιλούν οι πρωταγωνιστές, ανοιγοκλείνοντας το στόμα τους και
κινώντας τα χέρια τους προσποιούμενοι ότι συμμετέχουν σε μια συζήτηση με
μεγάλο ενδιαφέρον, σε μια συζήτηση που τους αφορά και τους συναρπάζει.
Παίζουν τον ρόλο τους άψογα. Επικεντρώνω την προσοχή μου σε ένα τραπέζι και τους παρατηρώ για ώρες. Τέσσερεις άνθρωποι -δυο ζευγάρια κατά πάσα πιθανότητα- που δεν σταματούν να ανοιγοκλείνουν στόματα, να κάνουν χειρονομίες, να χαμογελούν και γελούν αντιδρώντας στην παντομίμα των υπολοίπων. Μαγικό. Και κυρίως θλιβερό, σκέφτομαι. Γιατί δύο είναι οι θεμελιώδεις μου απορίες. Πόσα πολλά θέματα προς προφορική συζήτηση μπορούν να προκαλούν τόσο αδιάλειπτο ενδιαφέρον; Αλλά ακόμη κυριότερα, έστω και ότι το προκαλούν· πόσο μπορεί να τους καλύπτει αυτά τα τόσο ενδιαφέροντα θέματα που αναλύουν, να τα αναλύουν με μόνους αποδέκτες άλλους τρεις ανθρώπους; Τι σόι διαστροφή είναι αυτή που σε κάνει να αρκείσαι επί ώρες να τα λες σε άλλους τρεις; Που μοιάζει να μην τους γνώρισες κι απόψε, που πιθανότατα γνωρίζεστε καιρό. Άρα τι; Το εγώ σου πώς μπορεί να είναι τόσο ολιγαρκές και να φωτίζεται από το βλέμμα μόνο άλλων τριών; Πώς δεν ανοίγεις το κινητό σου να κάνεις ποστ, στάτους και τουίτ αυτό που μόλις σκέφτηκες και είπες; Πώς γίνεται να μένεις ακοινοποίητος; Δεν είναι σαφές ότι η κοινοποίηση είναι η νέα κοινωνικοποίηση; Δεν είναι σαφές ότι μη κοινωνικός είναι ο μη κοινοποιούμενος; Δεν θα έπρεπε σιγά σιγά να αρχίζουμε να απαλλαγόμαστε από το άγος των προφορικών συζητήσεων; Τι σημαντικό προσφέρει στα αλήθεια αυτή η παντομίμα του συγκεκριμένου; Πόσο στενό πράγμα είναι το συγκεκριμένο; Η μόνη αξία του συγκεκριμένου και του περιπτωσιολογικού έγκειται στο να σου δίνει πάτημα για γενικεύσεις κι αφηρημενοποιήσεις. Για κοινοποιήσεις. Για πράγματα που ενδιαφέρουν κι αυτούς που δεν σε ξέρουν.
Παίζουν τον ρόλο τους άψογα. Επικεντρώνω την προσοχή μου σε ένα τραπέζι και τους παρατηρώ για ώρες. Τέσσερεις άνθρωποι -δυο ζευγάρια κατά πάσα πιθανότητα- που δεν σταματούν να ανοιγοκλείνουν στόματα, να κάνουν χειρονομίες, να χαμογελούν και γελούν αντιδρώντας στην παντομίμα των υπολοίπων. Μαγικό. Και κυρίως θλιβερό, σκέφτομαι. Γιατί δύο είναι οι θεμελιώδεις μου απορίες. Πόσα πολλά θέματα προς προφορική συζήτηση μπορούν να προκαλούν τόσο αδιάλειπτο ενδιαφέρον; Αλλά ακόμη κυριότερα, έστω και ότι το προκαλούν· πόσο μπορεί να τους καλύπτει αυτά τα τόσο ενδιαφέροντα θέματα που αναλύουν, να τα αναλύουν με μόνους αποδέκτες άλλους τρεις ανθρώπους; Τι σόι διαστροφή είναι αυτή που σε κάνει να αρκείσαι επί ώρες να τα λες σε άλλους τρεις; Που μοιάζει να μην τους γνώρισες κι απόψε, που πιθανότατα γνωρίζεστε καιρό. Άρα τι; Το εγώ σου πώς μπορεί να είναι τόσο ολιγαρκές και να φωτίζεται από το βλέμμα μόνο άλλων τριών; Πώς δεν ανοίγεις το κινητό σου να κάνεις ποστ, στάτους και τουίτ αυτό που μόλις σκέφτηκες και είπες; Πώς γίνεται να μένεις ακοινοποίητος; Δεν είναι σαφές ότι η κοινοποίηση είναι η νέα κοινωνικοποίηση; Δεν είναι σαφές ότι μη κοινωνικός είναι ο μη κοινοποιούμενος; Δεν θα έπρεπε σιγά σιγά να αρχίζουμε να απαλλαγόμαστε από το άγος των προφορικών συζητήσεων; Τι σημαντικό προσφέρει στα αλήθεια αυτή η παντομίμα του συγκεκριμένου; Πόσο στενό πράγμα είναι το συγκεκριμένο; Η μόνη αξία του συγκεκριμένου και του περιπτωσιολογικού έγκειται στο να σου δίνει πάτημα για γενικεύσεις κι αφηρημενοποιήσεις. Για κοινοποιήσεις. Για πράγματα που ενδιαφέρουν κι αυτούς που δεν σε ξέρουν.
Κατάλαβες; Π.χ. τρακάρεις πριν λίγες μέρες. Ε
και; Τι έγινε; Να το πεις προφορικά σε τρεις φίλους σου, κουνώντας και
το χέρια σου; Άντε και τα κούνησες. Άντε και το είπες. Ενώ αν σπάσεις τα
δεσμά του προφορικού και του συγκεκριμένου και κοινοποιήσεις την
γενίκευση ότι, περιμένοντας
την ασφάλεια να έρθει, σκεφτόσουν ότι τελικά έτσι το γουστάρεις το
αυτοκίνητό σου, με όλη την αρχαία ιστορία του, με όλα τα
στραπατσαρίσματά του, με όλη τη φθορά του χρόνου πάνω του, με όλα αυτά
που όμως συνιστούν ταυτόχρονα και μια επιμονή, μια αφοσίωση, μια στάση
ζωής, μια επιμονή στη σχέση με κάτι που μπορεί να έχει ένα σωρό
στραπάτσα από το χρόνο, αλλά ταυτόχρονα είναι και η ζωντανή σου ιστορία,
τότε ο άλλος μπορεί να μασήσει. Και το κλειδί εδώ δεν είναι τόσο το
«μασήσει», όσο το ότι ο «άλλος» δεν είναι οι τρεις που κάθονται στο
μικρό σου τραπέζι, αλλά δυνητικά ένα ευρύ αφηρημένο κοινό, με το οποίο
κάθεστε σε ένα μεγάλο, δυνητικό, ευρύ κι αφηρημένο τραπέζι, και σε
απόσταση ασφαλείας από την αληθινή οικειότητα και εγγύτητα -ή ίσως και
όχι εξ΄ορισμού, ποιός μπορεί στα αλήθεια να ξέρει;- κάνετε τη δική σας
πνευματική παντομίμα, ανταλλάσσοντας ιδέες, συναισθήματα, εξυπνάδες,
αϋλιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου