Συναντιόμασταν συχνά στους κοινόχρηστους χώρους και ανταλλάσσαμε δυο κουβέντες. Έμοιαζε με παιδί φυλακισμένο σε σώμα ενηλίκου. Έλεγε με ευκολία, που μάλλον έκρυβε περηφάνια ανάμεικτη με ντροπή, στους νέους ενοίκους της πολυκατοικίας πως ήταν πρώην ναρκομανής και είχε καταφέρει να αποτοξινωθεί με πρόγραμμα μεθαδόνης. Από τα ναρκωτικά μπορεί να αποτοξινώθηκε, όχι όμως και από ό, τι τον ώθησε σε αυτά...
Κάποτε είχε επιχειρήσει να πέσει από την Ακρόπολη. Τον πρόλαβαν και τον πήγαν σε ψυχιατρείο. Έκτοτε είχε το Χαρτί. Το Ακαταλόγιστο. Και μαζί με αυτό, επικυρώθηκε και ο φόβος που νιώθαμε οι άλλοι για εκείνον, τον "διαφορετικό".
Έναν Αύγουστο, το βράδυ με την πανσέληνο, έριξε όλα του τα έπιπλα από το μπαλκόνι του. Είχαμε την ατυχία να έχουμε παρκάρει από κάτω. 'Εσπασε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου μας και κάποιων άλλων. Κανείς δεν του ζήτησε τίποτα. Είχε το ακαταλόγιστο. Και τον φόβο μας. Και την απέραντη μοναξιά του.
Άλλη φορά πήρε το λάστιχο και γέμισε το διαμέρισμά του με νερό. Ξεχείλιζε από παντού. Ήρθε αστυνομία. Πολλοί αστυνομικοί, αμήχανοι, να μην ξέρουν τι να κάνουν. Εκείνος έμενε κλεισμένος εκεί μέσα. Πώς διαπραγματεύεσαι με την τρέλα;
Είχε πάντα το σκυλάκι του μαζί του. Και όλες τις γάτες της περιοχής, τις άφηνε να κάθονται στη μηχανή του. Έβαζε και ένα σωρό κουρέλια στο καλάθι πίσω, για να είναι ζεστά... Κι όμως, όταν κάποιος έριξε φόλα στις γάτες, έσπευσαν όλοι να τον κατηγορήσουν. Εκείνον, τον "διαφορετικό".
Μια μέρα μπήκε στο κλειστό γκαράζ, την ώρα που πάρκαρα. Φοβήθηκα λίγο, όπως μου είχαν μάθει να κάνω. Μου είπε πως αυτά τα γκαράζ είναι επικίνδυνα. Πως κάποτε δούλευε σε έναν κινηματογράφο και είχε δει πολλές ταινίες και είχε δει ανθρώπους να πεθαίνουν από τις αναθυμιάσεις των αυτοκινήτων τους μέσα σε τέτοια γκαράζ. Του είπα πως εκείνοι το έκαναν επίτηδες, για να αυτοκτονήσουν, αλλά εκείνος επέμενε να με προστατεύσει από τον κίνδυνο. Ήξερε εκείνος από τάσεις αυτοκτονίας. Προσφέρθηκε να ανοίξει μια τρύπα ψηλά στον τοίχο, για εξαερισμό. Τον διαβεβαίωσα ότι θα το ψάξω και αρνήθηκα ευγενικά.
Γύριζε παντού με τη μηχανή του και όλο έφερνε θησαυρούς που μάζευε από τον δρόμο. Στόλισε και την είσοδο της πολυκατοικίας με ένα τραπεζάκι και μερικές καρέκλες. Είχε βάλει σεμεδάκι, βάζο με λουλούδια και μολυβοθήκη με στυλό. Και πίνακες στους τοίχους του κλιμακοστασίου. Ζέσταινε τον κοινό μας χώρο, ήταν όμορφο. Έγινε αμέσως συνέλευση της πολυκατοικίας για την "αντιμετώπιση του προβλήματος". Ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του. Κάποιοι κάθονταν στις καρέκλες που εκείνος είχε φέρει, την ώρα που τον επέκριναν και τον έβαζαν να υποσχεθεί ότι θα τα απομακρύνει όλα αυτά... Σοκαρισμένη μία κυρία μου ψιθύρισε πως τον είχε δει γυμνό στο μπαλκόνι του να ποτίζει τα λουλούδια. Άκου γυμνό! Και έχουμε και παιδιά στην πολυκατοικία!
Πέρασε καιρός, αθόρυβα ερχόταν, αθόρυβα έφευγε. Δεν πολυμιλούσε πια.
Δεν άντεξε. Η ευγενική του ψυχή δεν άντεχε άλλο φυλακισμένη σε αυτό το Σώμα, σε αυτά τα Πρέπει, σε αυτήν την Απομόνωση... Δεν μπορούσε να συνεχίσει να παλεύει με τους δαίμονές του. Έπεσε από το μπαλκόνι αγκαλιά με μια εικόνα αγίου, για καλό κατευόδιο.
Έφυγε εκείνος, ο λογικός, και άφησε πίσω εμάς τους τρελούς να ψάχνουμε κάποιον άλλον για να δείχνουμε με το δάχτυλο. Αγωνιώντας να επιβεβαιώσουμε τη φυσιολογικότητά μας...
*Ένας άνθρωπος αυτοκτονεί κάθε σαράντα δευτερόλεπτα σε ολόκληρο τον κόσμο ενώ συνολικά ένα εκατομμύριο άνθρωποι αυτοκτονούν κάθε χρόνο.
dafni scaglioni
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου