Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Κι η ιστορία να εξαπλωθεί


Κι η ιστορία να εξαπλωθεί

Μου έριξαν μία στο κεφάλι. Ήταν δυνατή. Θυμάμαι τις σκιές τους να στέκουν πίσω μου, τραβώντας τα μαλλιά μου. Μια τούφα βρήκα όταν ξύπνησα στην άκρη του δρόμου, δίπλα μου. Μου έριξαν στο κεφάλι. Ακόμη νιώθω τον πόνο στο κρανίο μου. Ήμουν μόλις είκοσι ετών σκολιαρούδι. Δεν κατάλαβα τι έκανα και με χτύπησαν. Δεν κατάλαβα το γιατί. Ίσως φταίνε τα ρούχα μου ή τα βιβλία που κρατούσα στο χέρι. Και μου το 'χε πει ο βιβλιοθηκάριος, "θα μπλέξεις". Λες κάποιο απ' αυτά να 'ταν απαγορευμένα...;


Ουφ, τόσο μεγάλη η λίστα των απαγορεύσεων πια. Πού να τις θυμάσαι όλες; Κι εκεί ποντάρουν, πως δε θα τις θυμάσαι και θα μπορούν να σε χτυπούν ξανά και ξανά. Και δε θα ξέρεις το γιατί. Και από φόβο θα σκύβεις το κεφάλι, θα μιλάς λίγο, θα προσέχεις πού κοιτάς και πού πας. Δε θα βγαίνεις πολύ απ' το σπίτι, θα σταματήσεις να διαβάζεις βιβλία. Γιατί πού ξέρεις σήμερα τι νέο απαγόρευσαν.

Με χτύπησαν δυνατά στο κεφάλι. Έπεσα κάτω αναίσθητη .Δεν ξέρω πόσες ώρες βρισκόμουν στην άκρη του πεζοδρομίου λιπόθυμη. Πρέπει να 'ταν τουλάχιστον δυο ώρες αν σκεφτείς πως είχε νυχτώσει για τα καλά.

Όταν ξύπνησα είδα τα ρούχα μου κοκκινοβαμμένα σε διάφορα σημεία. Απόρησα!
Έλειπε η τσάντα, το κινητό και τα κλειδιά μου .Ακόμη και το φουλάρι μου είχαν κλέψει. Σηκώθηκα με δυσκολία. Ο κόσμος γυρνούσε με ταχύτητα τροχού σε παιδική χαρά. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθια. Δεν έφταιγε μόνο η ζαλάδα. Μ' είχαν χτυπήσει κι αλλού.

Ο κόσμος περνούσε, κοιτούσε, ψιθύριζε κι έφευγε. Έφτασα σκυφτά σχεδόν κοντά στον τοίχο. Σηκώθηκα όρθια κι άρχισα να περπατάω. Κούτσαινα αισθητά από το ένα πόδι και δεν έβλεπα καλά απ' το ένα μάτι που ήταν πρησμένο.

Όμως δεν είχα νιώσει ποτέ πιο δυνατή. Εξάλλου ποιος βγαίνει από μια μάχη αλώβητος; Ούτε καν ο νικητής. Το κοντινότερο νοσοκομείο απείχε δυο χιλιόμετρα. Σίγουρα δε θα τα κατάφερνα με τα πόδια.

Θυμόμουν ένα μικρό καφέ που πήγαινα συχνά στο τέλος του δρόμου. Με ήξερε ο γλυκύτατος κύριος που το είχε, θα με βοηθούσε.

Πολλοί δε μιλούσαν, σώπαιναν. Δεν βοηθούσαν από φόβο, αλλά γύριζαν την πλάτη. Εκείνος θα με βοηθούσε, δεν μπορεί.

Ένιωθα το κεφάλι μου να καίει και σε κάθε βήμα ένα νέο κρακ απ' τα κόκαλα του ποδιού. Λίγο ακόμα και φτάσαμε. Οι ουλές δε θα έφευγαν ποτέ. Χαραγμένες πάντα στα εσωτερικά του κορμιού, της ψυχής και στο δερμά. Θα ήμουν μια σημαδεμένη. Χαλάλι!

Θα 'ναι εκεί κάθε μια ουλή για να μου θυμίζει τι έχασα, τι θυσίασα για να 'μαι ελεύθερη. Για να 'σαι κι εσύ ελεύθερος που με προσπερνάς τρομαγμένος.
Θα 'ναι εκεί για να μου θυμίζουν ότι βίωσα το φασισμό κι επέζησα. Επέζησα για να το πω και σ 'άλλους. Κι αυτοί να το πουν με τη σειρά τους και σ' άλλους.

Και έτσι η ιστορία να εξαπλωθεί.

Αndriana Bird

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου