Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Πάσχα στο χωριό. Τότε. Πάσχα στο χωριό. Τώρα. Πάσχα στην πόλη. Τώρα.

Πάσχα στο χωριό. Τότε.


Πάσχα στο χωριό. Τότε. (Μέρος 1ο)

Μόλις το αυτοκίνητο μπει στο χωριό και μέχρι να παρκάρετε όλα τα παιδάκια μαζεύονται. Ποδοβολητά στα πλακόστρωτα. Να σε προϋπαντήσουν. Εσένα, την πρωτευουσιάνα που έφτασες με τα πιασμένα σου μαλλιά και τα μικρά δωράκια. Και τον αδελφό σου. Που σας λέει μικρά, όμως πάντα έρχεται μαζί γιατί διασκεδάζει και στο κάτω-κάτω δε σας χωρίζουν και πολλά χρόνια.

Αγκαλιές, βλέμματα αμήχανα, είχαν να σε δουν τόσο καιρό, από το προηγούμενο καλοκαίρι που αλωνίζατε ηλιοκαμμένα και τα παγωτά έσταζαν στα ρούχα σας. Σα να ψήλωσες λίγο. Και οι φίλοι σου σα να έχουν αλλάξει. Σα να μεγάλωσαν. Τότε δεν ήξερες πως λίγοι μήνες αρκούσαν για να φανούν διαφορές.


Αφού τακτοποιηθείτε στο σπίτι και ενώ οι φίλοι σου ακόμη περιμένουν στο πλατύσκαλο, βγαίνεις με το χαμόγελό σου τεράστιο να παίξετε. "Μην αργήσεις για φαγητό!" η μόνη σου έννοια. Τα σχολεία κλειστά και ποιος σας κρατάει.

Πάτε στο λιβάδι. Πάτε στην πλατεία. Πάτε στο ερειπωμένο σχολείο. Ερευνάτε τα μέρη. Χμμ, ευτυχώς, δεν έχουν αλλάξει. Οι γείτονες πάντα εκεί, κάθονται με φοβερή ηρεμία και παρατηρούν. Σε ρωτούν για "τα διαβάσματα", για τους δικούς σου, για τις δέκα ξαδέλφες σου και αφού δώσεις λεπτομερή αναφορά σου λένε σα να σε επιβραβεύουν πόσο μεγάλωσες. Μεγάλη Εβδομάδα. Νηστεία και τα απογεύματα στην εκκλησία. Παιχνίδι στο προαύλιο, ψαλμωδίες, μετά μέχρι να νυχτώσει περνάτε τον χρόνο στις κούνιες, απέναντι από το καφενείο. Η καμπάνα χτυπάει πένθιμα. Ξεχνάς την ώρα. Μα έχεις το πολύχρωμο ρολόι σου που το κοιτάς πού και πού. Παξιμάδια και όσπρια. Δε σου αρέσουν, γκρινιάζεις λίγο και μετά τρως ελιόψωμα και λουκουμάδες με ζάχαρη.

Η γιαγιά βάφει αυγά, η μητέρα σου ψήνει τσουρέκι και κουλουράκια και όλη η γειτονιά μυρίζει από τις νοικοκυρές που είχαν τις ετοιμασίες. Ο παππούς σας παίρνει για βόλτες με τη βάρκα και για να σας μάθει τα ονόματα των φυτών που - πάλι - είχατε ξεχάσει. Ο πατέρας και ο αδελφός σου παίζουν μπάλα τα απογεύματα. Και μετά πάτε όλοι μαζί βόλτες.

Στολίζεις τον επιτάφιο με τις άλλες γυναίκες, γίνεσαι μυροφόρα, ανάβεις το φαναράκι σου, καμιά φορά βρέχει. Πάντα βρέχει τη Μεγάλη Παρασκευή. Είναι μέρος της παράδοσης. Όπως η μαγειρίτσα. Που ποτέ δεν τρως. Κάθε βράδυ κοιτάς τη λαμπάδα σου και ανυπομονείς να την κρατήσεις. Είναι από μελισσοκέρι και μοσχοβολάει. Την αγαπάς πολύ τη Νονά. Και τον Νονό.

Μεγάλο Σάββατο. Πρώτη Ανάσταση. Στασίδια να χτυπούν και μετά ευχές. Όλα τα παιδιά φοράτε τα λευκά σας μα πριν παίξετε πάτε να αλλάξετε να είστε άνετα. Τρέχεις και σηκώνεται χώμα. Οι φίλοι σου σε περιμένουν και φωνάζουν από το παράθυρο. Ετοιμάζεσαι και κατεβαίνεις. Βλέπετε τα έντομα, χαϊδεύετε τα γαϊδουράκια. Ακούτε με ενδιαφέρον ιστορίες που σας λένε οι "θείες και οι θείοι" στα δρομάκια. Έπειτα βαριέστε και συνεχίζετε το παιχνίδι. Αντιδράτε, επαναστατείτε μα τελικά βρίσκεστε για "υποχρεωτικό" ύπνο το μεσημέρι για να μπορέσετε να μείνετε ξύπνιοι ως το βράδυ. Ούτε ο αδελφός σου, ούτε εσύ μπορείτε να κοιμηθείτε. Πειράζετε ο ένας τον άλλον μα δε μπορείτε να κάνετε φασαρία, έτσι πνίγετε τα γέλια σας κάτω από τα μαξιλάρια για να μην ξυπνήσει ο παππούς. Μετά, χωρίς να το καταλάβεις, αποκοιμιέσαι λίγο.

Το απόγευμα επίσκεψη σε οικογενειακούς φίλους. Φοράς τα καλά σου. Κλωτσάς με τα άσπρα παπούτσια κάθε πετραδάκι που συναντάς στο δρόμο και τα παρατηρείς να κάνουν μικρές λακούβες. Τα καθαρίζεις με το χέρι σου και μετά το σκουπίζεις στην μπλούζα του αδελφού σου. Αρχίζει καυγάς. Σας μαλώνουν και σταματάτε.

Φεύγετε από την επίσκεψη και βρίσκετε την παρέα σας. Παίζετε μήλα με μια ξεχαρβαλωμένη μπάλα. Και μετά κρυφτό. Πόσο σου είχαν λείψει τον χειμώνα. Έχει κρύο. Βήχεις λίγο αλλά δε φοράς ζακέτα, δεν την έχεις μαζί. Η ώρα πέρασε. Πάτε σπίτι. Ταΐζεις ένα γατάκι που έρχεται κάθε μέρα. Που μετά φέρνει και τους φίλους του μαζί και τρώνε τα κόκαλα από τα ψάρια που τους δίνεις. Ο αδελφός σου τους βάζει γάλα και ο παππούς φωνάζει.

Στην τηλεόραση θέλεις να δεις τον Ιησού από τη Ναζαρέτ. Όμως, σου λένε οι δικοί σου ότι πρέπει να χαίρεσαι την εξοχή και όχι να περνάς εκεί καθηλωμένη την ώρα σου. Ωστόσο, κάθεσαι λίγο στον καναπέ με την γιαγιά και πειράζεις τα κεντημένα σεμεδάκια στο μπράτσο της πολυθρόνας, ενώ εκείνη κάνει εργόχειρο με τα γυαλιά κατεβασμένα στη μέση της μύτης, ώστε να παρακολουθεί και την σειρά.

Σας φωνάζουν να ετοιμαστείτε. Η μητέρα σου σου φτιάχνει πλεξίδα τα μαλλιά "για να μην πέφτουν στο προσωπάκι σου" και φοράς τα ρούχα που σου έχει ετοιμάσει. Πάτε όλοι μαζί στην εκκλησία. Εκεί πυροτεχνήματα, βεγγαλικά και Χριστός Ανέστη, μαζί με αγκαλιές και φιλιά. Είστε όλοι χαρούμενοι. Και μέσα στο πλήθος βρίσκετε και τους φίλους σας! Μετά κόκκινα αυγά και μαγειρίτσα. Και το άγιο φως από τις λαμπάδες ανάβει το καντηλάκι δίπλα στις εικόνες της γιαγιάς. Εσύ τρως τσουρέκι και λες ότι δε νυστάζεις έχοντας ήδη ξαπλώσει πάνω στο τραπέζι.

Την επόμενη μέρα, γλέντι και μουσική και φωνές και χορός και κόσμος. Και πολύ φαγητό. Κατά το απόγευμα έχεις αποκάμει. Μια το ότι σε χτυπούσε ο ήλιος από το πρωί, μια που ήσουν ώρες δίπλα στη φωτιά και στα κάρβουνα, μια το ότι δεν κάθισες λεπτό, μια που άργησες να κοιμηθείς την Ανάσταση. Μα μια φορά είναι το Πάσχα! Και τι Πάσχα, με τους συγγενείς, τους φίλους, τους αγαπημένους. Πάσχα στο χωριό!


Πάσχα στο χωριό. Τώρα. Πάσχα στην πόλη. Τώρα. (Μέρος 2ο)

Το Πάσχα στο χωριό. Τώρα.

Συνήθως δεν πας στο χωριό. Δεν προλαβαίνεις. Μα αν πας, το ξέρουν όλοι από πριν, από το Facebook και έχουν και εκείνοι δουλειές. Βρίσκεστε για έναν καφέ, στη Χώρα πλέον, και πάτε σε ωραία ταβερνάκια με τα δικά σας πλέον αυτοκίνητα. Συζητάτε για δουλειές και για σχέδια. Τα παιχνίδια τέλος. Κάποιοι έχουν βάλει ήδη την πλώρη για δική τους οικογένεια. Τόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια, αναρωτιέστε. Κάπου εκεί, νιώθετε ξαφνικά μεγάλοι, ώριμοι. Πολλοί από τους γείτονες έχουν πάψει να σε αναγνωρίζουν και κάποιους ούτε εσύ μπορείς να τους γνωρίσεις. Πάλι παίρνεις μαζί πέδιλα και ανοιξιάτικα ρούχα που δεν φοράς ακόμη στην πόλη, αλλά δεν ξεχνάς ζακέτα και φουλάρι. Άλλωστε απογειώνουν το στυλ.

Ο μεσημεριανός ύπνος, όποτε βρεις και ξεκλέψεις χρόνο είναι για σένα βάλσαμο. Το ότι είναι κλειστά τα σχολεία δε σε αφορά, ούτε σε χαλαρώνει. Οι καμπάνες συνεχίζουν να χτυπούν πένθιμα, μα σπάνια χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Ψάχνεις σήμα στο κινητό, ούτε 3G δεν έχει. Εκνευρίζεσαι που δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με «τον κόσμο». Και μετά σκοντάφτεις σε μια πέτρα. Σα να συνέρχεσαι. Ρίχνεις το κινητό στην τσάντα και αποφασίζεις να το αφήσεις αφόρτιστο για μια μέρα. Αλλά πώς θα ανεβάζεις φωτογραφίες στο Instagram; Αποφασίζεις να πάρεις τη φωτογραφική σου μηχανή απλώς μαζί και ζεις επικίνδυνα. Ναι, χωρίς κινητό.

Μπαίνεις στην εκκλησία. Όλα σου φαίνονται πιο μικρά απ' ό,τι τα θυμάσαι. Η μυρωδιά από το λιβάνι είναι ακριβώς η ίδια. Και η μυρωδιά από την αλμύρα στην παραλία όπου πας να αδειάσεις τις σκέψεις σου. Παίρνεις δυο βότσαλα στην τσέπη σου. Για να έχεις κάτι μαζί σου από το χωριό. Όπως στην Αιολική Γη όπου οι πρόσφυγες έπαιρναν στις τσέπες τους χώμα.

Ψύχρα έχει. Βρέχει, θα 'ναι Μεγάλη Παρασκευή. Η επόμενη μέρα κυλάει αργά. Όπως όλα στο χωριό. Ακούς τον κόκορα που σε ξυπνάει πριν το ξυπνητήρι σου. Α ναι, το έχεις αφήσει χωρίς μπαταρία. Παίρνεις το αυτοκίνητο και τριγυρνάς στην εξοχή. Βλέπεις κάποιους οικογενειακούς φίλους, σε κερνούν γλυκό του κουταλιού, βύσσινο και συκαλάκι. Ρωτούν για τους δικούς σου. Σου λένε πόσο τους αρέσει η φούστα σου. Λες ότι την πήρες σε ένα ταξίδι σου στο Μιλάνο. Ακούς τα νέα τους, δε σου λένε για την κρίση εδώ, τα φέρνουν βόλτα, προσπαθούν, άνθρωποι εργατικοί, νοικοκύρηδες. Σε ρωτούν την γνώμη σου για την οικονομία και την πολιτική. Θες να τους ρωτήσεις ποιο είναι το μυστικό τους και είναι τόσο πράοι, τόσο ισορροπημένοι. Δεν ρωτάς ποτέ. Πας στο σπίτι να ετοιμαστείς για το βράδυ που θα βγείτε. Βλέπεις στο δρόμο πιτσιρίκια να παίζουν και να ξεφωνίζουν σα να μην υπάρχει αύριο και αναπολείς τις εποχές, τότε. Σου λείπει η γιαγιά και ο παππούς. Με τις συμβουλές, τις προτροπές, τις ιστορίες. Που σε έμαθαν τόσα. Να θυμηθείς να τους ανάψεις ένα κεράκι. Ακόμη μυρίζει η γειτονιά τσουρέκι. Οι νοικοκυρές ετοιμάζονται. Τώρα έχεις αρχίσει και παρατηρείς με διαφορετικό ενδιαφέρον την αρχιτεκτονική του χωριού, σου αρέσει πολύ. Φωτογραφίζεις τα λουλούδια που τότε ούτε είχες προσέξει ότι υπήρχαν. Τρως όσπρια, με ευχαρίστηση πια, άλλωστε κάνουν καλό στη σιλουέτα σου, τόσο υγιεινό πιάτο. Ακόμη δεν τρως μαγειρίτσα. Ούτε αρνί. Μα τσουγκρίζεις πάλι τα αυγά με τον ίδιο ενθουσιασμό λέγοντας «Χριστός Ανέστη!». Πάλι το απολαμβάνεις το Πάσχα στο χωριό!

Το Πάσχα στην πόλη. Τώρα.

Δουλειά, σπίτι. Κάποιο τηλέφωνο στους δικούς σου, ίσως και κάρτα για όσους είναι μακριά να στείλεις ευχές και κάτι μικρό στα ανιψάκια σου. Ούτε άδεια από το γραφείο δεν έχεις. Όλοι τρέχουν όπως έτρεχαν όλο τον καιρό. Οι πρώτες αλλεργίες σου θυμίζουν τον ερχομό της άνοιξης. Αυγά βαμμένα βλέπεις μόνο στο Pinterest μαζί με 19+1 υπέροχες συνθέσεις για το πασχαλινό τραπέζι και συνταγές για χορτοφαγική μαγειρίτσα – το σκέφτεσαι μα τελικά αποφασίζεις ότι δεν προλαβαίνεις να το δοκιμάσεις. Ψωνίζεις στον εαυτό σου δώρο για το Πάσχα ένα κοραλί φόρεμα. Λίγο καλοκαιρινό, το καταλαβαίνεις, μα σ' αρέσει. Σκέφτεσαι πώς θα είσαι μαυρισμένη να το φοράς προσπερνώντας αυτόματα 2-3 μήνες στο νου σου. Παρκάρεις έξω από μια εκκλησία για να πάρεις εφημερίδα από το περίπτερο. Μπαίνεις μέσα και καταλαβαίνεις ότι έφτασε η Μεγάλη Εβδομάδα. Μωβ κορδέλες που υποδηλώνουν πένθος στολίζουν το ναό και οι πιστοί φαντάζουν ίδιοι με αυτούς της παιδικής σου ηλικίας. Γυναίκες μαυροντυμένες, άντρες με γκριζαρισμένα μαλλιά και γκρίζα ρούχα. Παιδάκια που κάθονται στα σκαλιά και παίζουν. Μύρο και μελισσοκέρι. Σημειώνεις στις υπενθυμίσεις του κινητού σου να πάρω τηλέφωνο τη Νονά. Περιφορά του επιταφίου. Λες να πας, αφού βρέθηκες εκεί. Με την εφημερίδα στο χέρι. Άλλωστε τον γύρο της πλατείας θα κάνει και οι δρόμοι έκλεισαν. Να και τα προσκοπάκια που ήρθαν να συμμετάσχουν. Η Ζωή Εν Τάφω και οι μυροφόρες να σου προσφέρουν ροδοπέταλα. Πολύς ο κόσμος. Αρχίζει να ψιχαλίζει. Φεύγεις. «Γεια σου Νονά! Συγγνώμη για την ώρα! Πήρα για τις ευχές, ο Νονός τι κάνει; Ναι, ναι, πότε μπορείς να πιούμε ένα καφεδάκι;» Σημειώνεις στην κίτρινη ατζέντα σου με ροζ στυλό.

Μεγάλο Σάββατο. Τσουρέκι μυρίζεις μόνο περνώντας από φούρνους. Ρωτάς τη μητέρα σου την συνταγή. Ξηρή μαγιά, μαχλέπι και υπομονή… Τελικά φτιάχνεις μπισκότα που ξέρεις τόσο καλά και πάντα πετυχαίνουν. Μα cookies για Πάσχα; Πας στο σπίτι των δικών σου με μεγάλη χαρά και τα μπισκότα ανά χείρας, σε κόκκινη πιατέλα. Να περάσετε μαζί την Ανάσταση και το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα. Επιτέλους, μύρισε Πάσχα, κουλουράκια και αυγά. Και μεγάλες αγκαλιές. Το βράδυ ξανά όλοι μαζί με τα κεράκια - δεν έχει λαμπάδες πλέον -, τώρα πια δε σε τρομάζουν τα βεγγαλικά, μα ακόμη εντυπωσιάζεσαι από τα πυροτεχνήματα. Είναι αστείο που ακόμη επιμένουν να δοκιμάσεις μαγειρίτσα. Ίσως, για μια φορά, τους κάνεις τη χάρη και φας λίγη. Ίσως και όχι. Μετά από καιρό κοιμάσαι στο παιδικό σου δωμάτιο και ονειρεύεσαι ότι είσαι ξανά στις αλάνες του χωριού γεμάτη χώματα και χρώματα. Το πρωί ξυπνάς, όλη η οικογένεια μαζεμένη, ψήνουν το άμοιρο το αρνάκι. Τους αγκαλιάζεις, εύχεστε, ανταλλάσσετε νέα και παλιά. Καρό τραπεζομάντιλα, ξύλινα τραπέζια, λουλούδια στολισμένα παντού και κόκκινες χαρτοπετσέτες. Δεν είστε πια τα παιδιά, μα οι «θείοι», παίζετε μαζί τους και κάθεστε κοντά τους, πάντα «με την νεολαία». Ακούτε τα ανέκδοτά τους, τα κατορθώματά τους και τις δεκάδες ιστορίες. Το Πάσχα στην πόλη είναι διαφορετικό, μα αν είσαι με αυτούς που αγαπάς πάλι θα σε βρει με το χαμόγελο.

S For Summer

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου