Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Nocebo

Image
Χθες βράδυ μου τηλεφώνησε από το κοιμητήριο της Σαρλβίλ, ο Ζαν Νικολά Αρτύρ Ρεμπώ. Εκατόν είκοσι και πλέον χρόνια πεθαμένος, ακρωτηριασμένος στο ένα του πόδι, θαμμένος λίγα χιλιόμετρα έξω από το δάσος των Αρδεννών. «Πάει καιρός που λείπω» μου είπε «κι όμως φίλε μου μυαλό δεν βάζετε. Έγκλημα και φονικό. Αν βρισκόμουν ανάμεσά σας θα έβγαζα πολλά λεφτά. Δουλειές με φούντες φίλε μου! Θα άφηνα στη μέση τις μπίζνες μου στην Κύπρο, στην Αβησσυνία και θα ‘στηνα δουλεμπορικό … Συρία, Μικρασία, Αιγαίο, Φαρμακονήσι. Τα πράματα πάνε συνεχώς προς το χειρότερο, μυαλό δεν βάλατε!». 


Άλλαξα πλευρό, στριφογύρισα, σηκώθηκα ζαλισμένος. «Να με ταράξει ήθελε ο παλιάνθρωπος» είπα μέσα μου. «Δεν τα εννοεί, κομπιναδόρος ναι! Και τυχοδιώκτης σίγουρα. Αλλά καλλιτέχνης!». Ψάχνοντας τις κάλτσες μου αναρωτήθηκα αν το τηλεφώνημα συνέβη στα αλήθεια. Δεν ήμουν σίγουρος. Φταίει που είμαι ζαλισμένος απ’ τα φάρμακα που παίρνω για να μπορώ να κοιμάμαι. Πάνε τρεις μέρες τώρα που ψάχνω το χαρτί της συσκευασίας με τις οδηγίες χρήσεως. Αντενδείξεις και παρενέργειες. Εφιάλτες, σύγχυση, ίλιγγος κι εφίδρωση. Φόρεσα τις κάλτσες και μου κόπηκε το αίμα στις γάμπες. Τις πέταξα ξανά στο πάτωμα. Άλλωστε γιατί να βάλω παπούτσια; Ο ήλιος μοναχά δεν φτάνει να με παρακινήσει. Δεν έχω πουθενά και σήμερα να πάω. Έκατσα σπίτι να σκέφτομαι πως τα πράματα θα πάνε προς το χειρότερο.

Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα πότε καθισμένος σε μια καρέκλα και πότε πίνοντας. Πολύ συχνά έκανα και τα δύο. Δεν έχω δικαίωμα να φωνάζω. Παραιτήθηκα. Με έκανα δώρο στην απραξία. Στο νου μου ασέλγησαν οι σκέψεις μασκαρεμένες σε αϋπνίες. Έρχονται κάθε βράδυ ντυμένες ελαφρά και σέξι, σωστές πουτανίτσες! Τέτοιες νύχτες, τέτοιες μέρες, είναι που θυμάμαι συχνά το κορίτσι που κάποτε με ρώτησε αν τρέμω. Απ’ το κρύο, από φόβο, από οργή. Είχα μείνει να την κοιτάζω δίχως να ξέρω την απάντηση. Τώρα ψάχνω να τη βρω, να της φωνάξω, να το παραδεχτώ. Τρέμω τους χορτάτους που συζητάνε για την κατάσταση στις ταβέρνες, καπνίζοντας τσιγάρο, πετώντας τη στάχτη τους στα πιάτα με τ’ αποφάγια. Τρέμω το «Στην υγειά μας, στον αγώνα!» κι έπειτα τη φάλτσα νότα από το τσούγκρισμα των ποτηριών. Τρέμω να παραδεχτώ πως τα πράματα θα πάνε προς το χειρότερο.

Κατάντησα να σκέφτομαι ακίνητος, δίχως ζωντάνια καμιά. Είμαι ο τελευταίος, υπό εξαφάνιση λούτρινος αρκούδος. Επαπειλούμενο είδος. Πριν από μένα αφανίστηκαν πολλοί. Ο Πέτρος που πήγε από βελόνα, ο Στέλιος από άσφαλτο κι ο Νίκος απ’ την παλιαρρώστια. Λιγοστεύουμε. Είμαστε οι εναπομείναντες κόκκοι της άμμου, σύντομα πρόκειται να διαβούμε τον ισθμό του χρόνου.  Έτσι πάει. Πρώτα πεθαίνει το σώμα. Άκουσα στο δελτίο ειδήσεων πως για λίγο καιρό ακόμα θα επιτρέπεται η σκέψη. Η απόφαση θυροκολλήθηκε χθες βράδυ στις εξώπορτές μας. Το ξέρω γιατί η γειτονιά με έβαλε να κάνω το νυχτοφύλακα. Δεν ήθελα να τους ξυπνήσω όλους. Δεν ήθελα να τους πω πως τα πράματα θα πάνε προς το χειρότερο.

Η επήρεια των φαρμάκων έληξε. Κατάφερα να κοιμηθώ πρώτη φορά έπειτα από τέσσερις χειμώνες. Τον είδα στον ύπνο μου. Αυτός ο λαθρέμπορος όπλων δεν έγινε έμπορος ψυχών. Ξέφυγε απ’ τους διώκτες και τους λιμενικούς. Επιδέξιοι ελιγμοί στη φουρτούνα και στη θαλασσοταραχή. Έπρεπε να τον βλέπεις μες στα κύματα. Δάκρυσε στο Φαρμακονήσι κι έπλευσε δυτικότερα, περνώντας τη Λέρο. Έφτασε στη νήσο Λέβιθα, χώμα ευρωπαϊκό. Αποβιβάστηκε με όλους τους κυνηγημένους. Όλοι μαζί, πάνω στο μικροσκοπικό νησί, προσκύνησαν τον Άη Γιώργη και τον Koc Baba, τον μουσουλμάνο Άγιο και φονέα των τεράτων. Κάθισαν να φάνε περιμένοντας βοήθεια, μοιράζοντας το λιγοστό ψωμί με τους μαυροπετρίτες που φωλιάζουνε στα βράχια. Τα πράματα στο όνειρό μου γύριζαν προς το καλύτερο.

Άκου κι αυτό σε παρακαλώ :

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου