Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Με τα μάτια κλειστά

 KYKLAMINA
Στην κάμαρα ήταν αραχνοΰφαντο κι εύθραυστο εκείνο το τελευταίο μισοσκόταδο πριν χαράξει. Την ένιωσε να κινείται δίπλα του στο κρεβάτι. Δεν άνοιξε τα μάτια. Μόνο την άκουγε. Να κινείται προσεχτικά μην τον ξυπνήσει, είχε ταλαιπωρηθεί μέχρι να τον πάρει, μεσάνυχτα περασμένα, ο ύπνος. Τις κινήσεις της, τις ήξερε από τα πριν. Τις περίμενε κιόλας. Θα πήγαινε στο μπάνιο, το αλαφρό της πάτημα θα την έφερνε πίσω στο δωμάτιο.


Θα τον κοίταγε. Θα προχωρούσε στη μπαλκονόπορτα, θα τράβαγε την κουρτίνα και τη συρόμενη πόρτα προσέχοντας πολύ, μην κάνει θόρυβο και τον ξυπνήσει. Και μετά θα ανακοίνωνε, μονολογώντας… «Συννεφιά πάλι στο βουνό, θα βρέξει» ή «Λιακάδα, γύρισε βοριάς, με κρύο» ή ακόμα «Θα μας ζεματίσει πάλι σήμερα, καύσωνας, το είπε κι ο καιρός στην τηλεόραση».

Μισάνοιγε τα μάτια. Την έβλεπε με το βήμα της το αθόρυβο. Να ανοίγει τη ντουλάπα, να διαλέγει τα ρούχα του γραφείου. Να γδύνεται και να ντύνεται. Τόσο καλά το ήξερε το κορμί της που μπορούσε να το περιγράψει.. Σαν χαρτογράφος παλαιός, από μνήμης. Και να βγαίνει στο μπαλκόνι. Στις γλάστρες τις πολλές που είχαν φυτέψει, και τις φρόντιζε εκείνη. Και να του φέρνει στο κομοδίνο φρέσκα λουλούδια. Κρατούσε επίτηδες τα μάτια κλειστά. Δεν υπήρχαν λέξεις, δεν υπήρχαν κουβέντες, δεν υπήρχαν διάλογοι.

Την θυμόταν σε κείνο το μικρό νησί. Να τρέχει εκείνη στα πυρωμένα τα βότσαλα, εκείνος να βουτάει από το βράχο, για να την εντυπωσιάσει, να την κερδίσει. Να μιλούν με τις ώρες στα τηλέφωνα. Να ψήνονται από τον ήλιο τον ανελέητο και ν’ αγκαλιάζονται στην ελάχιστη σκιά. Τα σώματά τους να ενώνονται και πάλι να χωρίζουν . Να μοιράζονται το κλεμμένο σύκο, να πίνει από το ποτήρι του. Κι ύστερα με τους φίλους να γλεντάνε και ν’ ανεβαίνουν τρέχοντας κι οι δυο τα σκαλοπάτια, για ν’ ανταμώσουν μόνοι τους.Πάντα να τιθασεύει το ανυπόταχτο τσουλούφι της. Κι εκείνος από πίσω να τραβάει το τσιμπιδάκι για να γίνει ο καβγάς και το καλαμπούρι. Σαν τις παλιές τις μέρες τις χαρούμενες. Στην ίδια κάμαρα, την τωρινή. Εκεί που δεν ανοίγει πια το μάτι.. Καμώνεται τον κοιμισμένο.

Εδώ και χρόνια βαστάει η ιστορία … έχει χάσει το λογαριασμό, τον κοιμισμένο καμώνεται. Το άτιμο το εγκεφαλικό, τον έριξε, άδικια ώρα, στο κρεβάτι. Έχασε την ομιλία κι η κίνησή του είναι πλέον σχεδόν αδύνατη… «Λιακάδα» του αναγγέλλει μεγαλόφωνα. Εκείνη, ανοίγει διάπλατα την μπαλκονόπορτα, τραβάει τις κουρτίνες. Μια ζέστη που μόνο ο ήλιος μπορεί να χαρίσει, αγκαλιάζει το μισερό κορμί του. Το νιώθει. Σα να της κρατάει το χέρι το νιώθει.

Ανοίγει τα μάτια του. Τ’ ανοιγοκλείνει . Τρεις φορές. Το ξέρουν κι οι δυο το μυστικό.

«Ευχαριστώ» «Σ’ αγαπάω» «Καρδιά μου».

redkangaroo 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου