*Κείμενο γραμμένο για λογαριασμό του enfo.gr και το αφιέρωμα στον Έρωτα.
Ήξερε καλά το πάθος και τη σαρκική απόλαυση, αυτά που τρελαίνουν τους άνδρες. Αποτέλεσμα πηγαίου ταλέντου, σοβαρής ενασχόλησης, εξάσκησης χρόνων κι αληθινής αγάπης για τη γνώση του σώματος. Του δικού της και των άλλων. Τους ψιθύρους με τα βρωμόλογα, τα σαλιωμένα χείλη, τις δερμάτινες σπιθαμές που ανατριχιάζουν στα πιο απίθανα σημεία του κορμιού. Ήξερε να ντύνεται και να βγαίνει και -Θέ μου- ήξερε να χορεύει! Ήξερε να φυσά τον καπνό στα μούτρα και να κουνά τον κώλο, να τον καρφώνει σα μαχαίρι στα μάτια και στο μυαλό. Ήξερε ακόμα τα μεθυσμένα πρωινά, τα μουτζουρωμένα μάτια από το κλάμα και το σπασμένο τακούνι. Έζησε τον καυγά και το βρισίδι, το σχισμένο καλσόν, το πασαλειμμένο κραγιόν και τα κοκκινισμένα μάγουλα από τις σφαλιάρες. Γνώριζε τα κτήνη γιατί γνώριζε το πάθος που δεν πρόφτασε να γίνει έγκλημα.
Ένα μόνο πράγμα έλεγε πως δεν γνωρίζει. «Τον έρωτα! Ή τον έζησα πολύ και δεν κατάλαβα ή δεν τον έζησα καθόλου!» έλεγε με πικρία κι απορία μαζί κι έπειτα ξεσπούσε σε αμήχανα γελάκια, κοιτώντας με βλέμμα απλανές τα γεωμετρικά σχέδια πάνω στα πλακάκια. Ίσως για αυτό νοίκιασε τότε εκείνο το δωμάτιο απέναντι από το κατάστημα με τα είδη δώρων και τα εποχιακά. Καθόταν συχνά στο παράθυρο και κοιτούσε τις αλλαγές στη βιτρίνα. «Έτσι αντιλαμβάνομαι εγώ τις εποχές. Αλλαγές στη βιτρίνα – αλλαγές στις εποχές! Δεντράκια και λαμπιόνια, γιρλάντες και στολίδια . πλησιάζει Δεκέμβρης, Χριστούγεννα!». Η αλήθεια είναι πως δεν φορούσε ποτέ της ρολόι, δεν είχε ημερολόγια κρεμασμένα στους κιτρινισμένους τοίχους. Τηλεόραση και ραδιόφωνο χαλασμένα από καιρό. Δεν δούλευε, δεν έβγαινε για χρόνια. Μόνο καθόταν στο παράθυρο και κάπνιζε κοιτώντας στην απέναντι μεριά του δρόμου τα εμπορεύματα να ξεφορτώνονται για το μικρό μαγαζάκι που ξεκινούσε τις προετοιμασίες και τους στολισμούς για τον κάθε χαρούμενο πελάτη. «Τον μισώ το Φλεβάρη! Ούτε χειμώνας, ούτε καλοκαίρι. Μέτριος σε όλα του! Βλέπεις απέναντι; Κοίτα προσεκτικά! Ξεφορτώνουν στολές και μάσκες για το καρναβάλι. Και καρδιές και ροζ καρτούλες με γλυκόλογα. Ξερνάω! Να σου κι ο Βαλεντίνος, προστάτης του έρωτα … χαχαχα αρχίδια προστάτης!».
Φλεβάρης ήταν κι όταν έχασα τα ίχνη της. Την κατάπιε η γη. Κίνησα προς το σπίτι της όπως είχαμε συμφωνήσει «Μια φορά την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα πρωί, γιατί μισώ τις Δευτέρες κι έχω ανάγκη τη συντροφιά σου!». Χτύπησα τα κουδούνια. Τίποτα! Τηλέφωνο δεν είχα. Πήγαινα από εκεί κάθε Δευτέρα. Βρήκα τη σπιτονοικοκυρά, είχα ανησυχήσει, την παρακάλεσα να μου ανοίξει. Το σπίτι μέσα ίδιο. Τακτοποιημένο μα βρώμικο. Τσιγάρο και κλεισούρα. Οι κουρτίνες του παραθύρου που κοιτούσε στο δρόμο, που κοιτούσε στο μικρό μαγαζάκι με τη φωτεινή επιγραφή «Εποχιακά, είδη δώρων» ήταν ορθάνοιχτες. Πάνω στο τζάμι με σελοτέιπ έτοιμο να ξεκολλήσει ένα σημείωμα .
«Συγνώμη γλυκέ μου! Ήταν υπέροχα, ήσουν καλός μαζί μου. Ο πρώτος καλός μετά από καιρό. Αλλά ο έρωτας δεν είναι δώρο να σου τον πουλήσει ο απέναντι, να μου τον φέρεις μέσα σε μια σακούλα. Δεν είναι είδος εποχιακό. Να πολεμάς για τον έρωτα, να είναι για πάντα, πέρα και πάνω από τις εποχές και τους μήνες. Έρωτας είναι το άθροισμα των εμπειριών μας. Το πηλίκο των συμβιβασμών και των υποχωρήσεων. Η απουσία του έρωτα ονομάζεται εαυτός. Κι ο εαυτός μας θάλασσα … μια θάλασσα που μας καταπίνει.”
Άκου κι αυτό αν θες :
kospanti
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου