(Ιστορίες του Αδάμ)
Αν υπάρχει κάτι πιο απρόβλεπτο από τον άνθρωπο, αυτό είναι η ζωή. Κι αν κάτι βρίσκεται πιο βαθιά ριζωμένο στα κύτταρα από το θάνατο, αυτό είναι το ορμέμφυτο της επιβίωσης.
Ο αυτόχειρας αναιρεί εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης όταν τερματίζει τη ζωή του και η κοντοφθαλμία του ανθρώπινου γένους το οδηγεί στον αφανισμό.
Όμως ο ναυαγός, όσο αναπνέει, κρατιέται απ’ όπου μπορεί για να μη βουλιάξει κι αν δεν υπάρχει σανίδα σωτηρίας την εφεύρει.
Ο Αδάμ είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια (δες παλιότερο κείμενο «Η αγανάκτηση είναι προνόμιο των χορτάτων»), αλλά τα χέρια του, υπακούοντας στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τινάζονταν απεγνωσμένα και γύρευαν να γραπωθούν σε έναν άνθρωπο, σε μια λέξη ή σε ένα ιδανικό.
Η τύχη το αποφάσισε να τον σώσει ένα πτώμα.
Εκείνη την νύχτα ο νεαρός Αδάμ έψαχνε τον τρόπο και το θάρρος για να ζητήσει από τον πατέρα του χαρτζιλίκι. Η υπέρμετρη ευθιξία που τον χαρακτήριζε από παιδί δεν είχε μετριαστεί από τα αλλεπάλληλα παθήματα. Προτιμούσε να είναι άφραγκος παρά να ακούει το κήρυγμα που συνόδευε κάθε πατρική παροχή.
Αισθανόταν επαίτης και ανίκανος όταν τολμούσε να ζητήσει ένα πεντακοσάρικο [δραχμές] και ο πατέρας του ενέτεινε αυτήν την εντύπωση με προσβλητικά αστεία. Όμως απεχθανόταν να είναι ο αιώνιος τρακαδόρος της παρέας και να στηρίζεται στη γενναιοδωρία των φίλων για να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Ντυμένος και έτοιμος να βγει για να γυρίσει το ξημέρωμα, πάλευε με τον εαυτό του και την αυτοαναιρούμενη περηφάνια του και έκανε πρόβες για το πως θα ζητούσε τα λεφτά.
Ο πατέρας του ήταν ξαπλωμένος μπροστά στην οθόνη. Ο Αδάμ έκατσε στον καναπέ πίσω του για να προετοιμάσει τον έρανο.
Η τηλεόραση είχε τη συνέντευξη ενός «πολύ γέρου», κοντά στα ενενήντα, ο οποίος άνοιγε το στόμα του με δυσκολία. Αλλά η φωνή του δεν έμοιαζε με εκείνη των πολιτικάντηδων που αερολογούν και ξεχειλίζουν υποσχέσεις, αυτάρεσκο λαϊκισμό και κτηνώδη αυτοπεποίθηση.
Ούτε με τους αεροβάτες διανοούμενους που διυλίζουν τον κώνωπα, ενώ τους έχουν χώσει μια καμήλα «από πίσω».
Οι απαντήσεις του -λακωνικές και εύστοχες, η εκφορά του λόγου -διόλου θεατρική, τα μάτια του –σχεδόν ακίνητα, χωρίς βλεφαρίσματα και υπεκφυγές, σε έπειθαν κατ’ εικόνα για την ειλικρίνεια του και παρουσίαζαν ως αυτονόητα πράγματα που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν ποτέ σκεφτεί.
«Ποιος είναι αυτός που μιλάει;» ρώτησε ο Αδάμ.
«Ο Μιχάλης Ράπτης», είπε ο πατέρας του, «ο εγκέφαλος της δεκαεφτά Νοέμβρη.»
Έμεινε να παρακολουθήσει, γιατί του φάνηκε περίεργο να μιλάει στην τηλεόραση ο αρχηγός μιας τρομοκρατικής οργάνωσης.
Η εκπομπή ήταν ο «Νυχτερινός Επισκέπτης», του Άρη Σκιαδόπουλου [μια εκπομπή που ποτέ δεν θα επέτρεπε να μεταδοθεί ο νέος υφυπουργός για θέματα δημόσιας προπαγάνδας].
«Ποιος Έλληνας πολιτικός σας εμπνέει;» ρώτησε ο Σκιαδόπουλος.
Ο Ράπτης δεν ξεκίνησε να κακολογεί τους πολιτικούς.
«Δεν έχει καμία απολύτως σημασία», είπε, «ποιος θα είναι πρωθυπουργός. Την εξωτερική πολιτική της χώρας μας την υπαγορεύει το ΝΑΤΟ. Την οικονομική πολιτική την επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα τα άλλα είναι απλώς προσχήματα δημοκρατίας.»
Αυτό ήταν κάτι που ποτέ ως τότε δεν είχε σκεφτεί ο Αδάμ. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε γιατί ψηφίζουμε; Μόνο για να σώσουμε τα προσχήματα;
«Από τους πολιτικούς που έχετε γνωρίσει», συνέχισε ο Σκιαδόπουλος, «και έχετε γνωρίσει πάρα πολλούς», (διάβασε μια λίστα που ξεκινούσε από τον Τρότσκι και έφτανε μέχρι τον Μιτεράν), «ποιοι πιστεύετε ότι ήταν αληθινά χαρισματικοί;»
«Κανείς», είπε ο Ράπτης. «Κανείς δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Απλοί άνθρωποι που οι συγκυρίες και οι εξωτερικές πιέσεις τους τοποθέτησαν σε θέσεις εξουσίας. Υπερεκτιμηθήκαν, θεοποιήθηκαν, αλλά ήταν απλοί άνθρωποι και δεν έκαναν τίποτα παραπάνω από τα αναμενόμενα.»
«Εκτός», είπε μετά από μια μικρή παύση, όπου κοίταξε κάπου ψηλά σαν να προσπαθούσε να δει κάτι, «εκτός από τον Γκεβάρα… Αλλά αυτός δεν ήταν πολιτικός. Αυτός ήταν ονειροπόλος.»
Καθώς ο Ράπτης συνέχισε να μιλάει, η συγκλονιστική ζωή του «Πάμπλο» -αυτό ήταν το επαναστατικό του ψευδώνυμο, εκτυλίχτηκε μπροστά στα μάτια του Αδάμ.
Ήταν δεκαεφτάχρονος φοιτητής του Πολυτεχνείου όταν εκτοπίστηκε από το καθεστώς του Μεταξά στη Φολέγανδρο. Κατόπιν εξορίστηκε –εκών άκων- στη Γαλλία, όπου ανέπτυξε σημαντική αντιστασιακή δράση. Βασικός ενεργητικός υποστηρικτής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του Αλγερίου και γενικά της αποικιακής επανάστασης.
Φυλακίστηκε για δεκαπέντε μήνες στην Ολλανδία, μετά από μια δίκη που συσπείρωσε τους προοδευτικούς ανθρώπους των γραμμάτων και της δράσης.
Έπειτα ο Μάης του ’68 και η «Άνοιξη της Πράγας», μετά Κούβα και συνέχισε στη Λίμα και στη Χιλή του Αλιέντε, ενώ κρατούσε περίοπτη θέση ανάμεσα στους υποστηρικτές του Παλαιστινιακού αγώνα.
Ύστερα στη Λισσαβόνα και στην επανάσταση των γαρύφαλλων, μια ακούραστη διαδρομή επαναστάσεων, αγώνων και διώξεων.
Ο Αδάμ δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι στ’ αλήθεια;» σκεφτόταν. «Ζούνε γύρω μας λιοντάρια και ‘μεις έχουμε ως πρότυπα τα παγώνια και τα ποντίκια; Γιατί δεν άκουσα ποτέ για τον Μιχάλη Ράπτη; Μας τους κρύβουνε; Ή μήπως δεν αρέσει σε κανέναν να του βροντάνε στα μούτρα τη δειλία και την ηλιθιότητα του;»
Η εκπομπή πλησίαζε στο τέλος της. Ήταν επετειακή επανάληψη. Η συνέντευξη είχε δοθεί ένα μήνα πριν το θάνατο του Μιχάλη Ράπτη.
Κάποια στιγμή ο «Πάμπλο» άρχισε να βήχει. Με δυσκολία κατάφερε να επανέλθει. Ο τελευταίος διάλογος ήταν –τραγικά- μεγαλειώδης.
«Με συγχωρείτε γι’ αυτό», είπε ο Πάμπλο.
«Μην ενοχλείστε, κύριε Ράπτη… Κάποιο περαστικό κρυολόγημα υποθέτω», έκανε ο Σκιαδόπουλος.
Ο δημοσιογράφος σοβαρός. Ο Πάμπλο χαμογελαστός. Αντικρίζοντας το θάνατο.
«Δεν νομίζω να είναι περαστικό, όμως δεν πειράζει… Το ταξίδι ήταν αρκετά μακρύ.»
Ο Αδάμ σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι, συγκινημένος και εξοργισμένος. Δεν ήξερε τι τον πονούσε περισσότερο: Η ανακάλυψη ότι όλοι γεννιούνται λιοντάρια, αλλά το διαρκές μπόλιασμα κακομοιριάς, δειλίας και ανευθυνότητας τους καταντάει ποντίκια; Ή μήπως ήταν η αξιοπρέπεια αυτού του ανθρώπου, ακόμα και στην τελευταία μάχη, μπροστά στον ανίκητο δυνάστη;
Ή μήπως το είδωλο του Αδάμ στα μάτια του ετοιμοθάνατου; Μήπως ήταν αυτό; Μήπως το κάτοπτρο, το τηλεοπτικό κάτοπτρο, είχε φανερώσει για μια φορά την αλήθεια;
Το σαράκι της απογοήτευσης είχε σκάψει χιλιόμετρα από κατακόμβες στη Ρώμη του χαρακτήρα του και η αναπάντεχη συνάντηση σηματοδότησε την παρακμή και πτώση.
Κοίταξε το δρόμο.
Όλοι έτρεχαν, με τα καινούρια τους αυτοκίνητα, προς ένα ακόμα Σαββατόβραδο απώλειας. Είχαν κερδίσει όλον τον κόσμο και είχαν χάσει τους εαυτούς τους. Θα ζούσαν ένα ακόμα βράδυ δίχως ελπίδα επικοινωνίας, χωρίς καμιά πιθανότητα ειλικρινούς ψυχικής επαφής.
Μετρούσαν την ευτυχία τους με τραπεζικούς λογαριασμούς και προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τους γνωστούς –να βαυκαλίσουν τους φόβους τους- αγοράζοντας αντικείμενα, επενδύοντας στην εικόνα, ενώ περιφρονούσαν τα βάθη τους ψυχισμού τους.
Η τηλεόραση ακουγόταν να αναμεταδίδει εικόνες φρίκης από κάποιον άλλον πλανήτη. Ή μήπως όλα αυτά συνέβαιναν στο δικό τους παράδεισο;
Οι πρωτόπλαστοι είχαν τηλεοπτικούς δέκτες αντί για μάτια.
Μεγάλωσαν μαθαίνοντας να βλέπουν μόνο ό,τι τους δείχνουν, να ακούνε μόνο ό,τι τους επιτρέπουν να ακούνε, να γνωρίζουν μόνο ό,τι είναι ωφέλιμο για την ευαίσθητη ψυχική τους ισορροπία.
Εθιστήκανε στην πλασματική πραγματικότητα και ανταλλάξανε τη σοφία με τη γνώση.
Έπειτα η γνώση θυσιάστηκε στο βωμό της πληροφορίας.
Εκατομμύρια μεγαμπάιτ πληροφοριών καθημερινά, από την τηλεόραση, από το διαδίκτυο, από τα περιοδικά τις εφημερίδες το ραδιόφωνο…
Ο νους αδυνατεί να επεξεργαστεί, να στοχαστεί, να εμβαθύνει, να διαλογιστεί και να ρεμβάσει.
Οι τηλεοπτικοί πρωτόπλαστοι απέρριψαν την προσφορά του Εωσφόρου/Προμηθέα και έμειναν στο σκοτάδι της βολικής άγνοιας.
Προτίμησαν να απέχουν και να ανέχονται, για να μην επωμισθούν το βάρος των ευθυνών τους, το άγχος της επιλογής, το ρίσκο της προσπάθειας.
Αποδέχτηκαν το ρόλο τους χωρίς να φέρουν αντίρρηση και ανταμειφθήκαν με κεχρί, νερό και κάγκελα για την πειθήνια αφοσίωση τους.
Ω, είναι ωραία στον Παράδεισο….
sanejoker
Αν υπάρχει κάτι πιο απρόβλεπτο από τον άνθρωπο, αυτό είναι η ζωή. Κι αν κάτι βρίσκεται πιο βαθιά ριζωμένο στα κύτταρα από το θάνατο, αυτό είναι το ορμέμφυτο της επιβίωσης.
Ο αυτόχειρας αναιρεί εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης όταν τερματίζει τη ζωή του και η κοντοφθαλμία του ανθρώπινου γένους το οδηγεί στον αφανισμό.
Όμως ο ναυαγός, όσο αναπνέει, κρατιέται απ’ όπου μπορεί για να μη βουλιάξει κι αν δεν υπάρχει σανίδα σωτηρίας την εφεύρει.
Ο Αδάμ είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια (δες παλιότερο κείμενο «Η αγανάκτηση είναι προνόμιο των χορτάτων»), αλλά τα χέρια του, υπακούοντας στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τινάζονταν απεγνωσμένα και γύρευαν να γραπωθούν σε έναν άνθρωπο, σε μια λέξη ή σε ένα ιδανικό.
Η τύχη το αποφάσισε να τον σώσει ένα πτώμα.
Εκείνη την νύχτα ο νεαρός Αδάμ έψαχνε τον τρόπο και το θάρρος για να ζητήσει από τον πατέρα του χαρτζιλίκι. Η υπέρμετρη ευθιξία που τον χαρακτήριζε από παιδί δεν είχε μετριαστεί από τα αλλεπάλληλα παθήματα. Προτιμούσε να είναι άφραγκος παρά να ακούει το κήρυγμα που συνόδευε κάθε πατρική παροχή.
Αισθανόταν επαίτης και ανίκανος όταν τολμούσε να ζητήσει ένα πεντακοσάρικο [δραχμές] και ο πατέρας του ενέτεινε αυτήν την εντύπωση με προσβλητικά αστεία. Όμως απεχθανόταν να είναι ο αιώνιος τρακαδόρος της παρέας και να στηρίζεται στη γενναιοδωρία των φίλων για να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Ντυμένος και έτοιμος να βγει για να γυρίσει το ξημέρωμα, πάλευε με τον εαυτό του και την αυτοαναιρούμενη περηφάνια του και έκανε πρόβες για το πως θα ζητούσε τα λεφτά.
Ο πατέρας του ήταν ξαπλωμένος μπροστά στην οθόνη. Ο Αδάμ έκατσε στον καναπέ πίσω του για να προετοιμάσει τον έρανο.
Η τηλεόραση είχε τη συνέντευξη ενός «πολύ γέρου», κοντά στα ενενήντα, ο οποίος άνοιγε το στόμα του με δυσκολία. Αλλά η φωνή του δεν έμοιαζε με εκείνη των πολιτικάντηδων που αερολογούν και ξεχειλίζουν υποσχέσεις, αυτάρεσκο λαϊκισμό και κτηνώδη αυτοπεποίθηση.
Ούτε με τους αεροβάτες διανοούμενους που διυλίζουν τον κώνωπα, ενώ τους έχουν χώσει μια καμήλα «από πίσω».
Οι απαντήσεις του -λακωνικές και εύστοχες, η εκφορά του λόγου -διόλου θεατρική, τα μάτια του –σχεδόν ακίνητα, χωρίς βλεφαρίσματα και υπεκφυγές, σε έπειθαν κατ’ εικόνα για την ειλικρίνεια του και παρουσίαζαν ως αυτονόητα πράγματα που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν ποτέ σκεφτεί.
«Ποιος είναι αυτός που μιλάει;» ρώτησε ο Αδάμ.
«Ο Μιχάλης Ράπτης», είπε ο πατέρας του, «ο εγκέφαλος της δεκαεφτά Νοέμβρη.»
Έμεινε να παρακολουθήσει, γιατί του φάνηκε περίεργο να μιλάει στην τηλεόραση ο αρχηγός μιας τρομοκρατικής οργάνωσης.
Η εκπομπή ήταν ο «Νυχτερινός Επισκέπτης», του Άρη Σκιαδόπουλου [μια εκπομπή που ποτέ δεν θα επέτρεπε να μεταδοθεί ο νέος υφυπουργός για θέματα δημόσιας προπαγάνδας].
«Ποιος Έλληνας πολιτικός σας εμπνέει;» ρώτησε ο Σκιαδόπουλος.
Ο Ράπτης δεν ξεκίνησε να κακολογεί τους πολιτικούς.
«Δεν έχει καμία απολύτως σημασία», είπε, «ποιος θα είναι πρωθυπουργός. Την εξωτερική πολιτική της χώρας μας την υπαγορεύει το ΝΑΤΟ. Την οικονομική πολιτική την επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα τα άλλα είναι απλώς προσχήματα δημοκρατίας.»
Αυτό ήταν κάτι που ποτέ ως τότε δεν είχε σκεφτεί ο Αδάμ. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε γιατί ψηφίζουμε; Μόνο για να σώσουμε τα προσχήματα;
«Από τους πολιτικούς που έχετε γνωρίσει», συνέχισε ο Σκιαδόπουλος, «και έχετε γνωρίσει πάρα πολλούς», (διάβασε μια λίστα που ξεκινούσε από τον Τρότσκι και έφτανε μέχρι τον Μιτεράν), «ποιοι πιστεύετε ότι ήταν αληθινά χαρισματικοί;»
«Κανείς», είπε ο Ράπτης. «Κανείς δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Απλοί άνθρωποι που οι συγκυρίες και οι εξωτερικές πιέσεις τους τοποθέτησαν σε θέσεις εξουσίας. Υπερεκτιμηθήκαν, θεοποιήθηκαν, αλλά ήταν απλοί άνθρωποι και δεν έκαναν τίποτα παραπάνω από τα αναμενόμενα.»
«Εκτός», είπε μετά από μια μικρή παύση, όπου κοίταξε κάπου ψηλά σαν να προσπαθούσε να δει κάτι, «εκτός από τον Γκεβάρα… Αλλά αυτός δεν ήταν πολιτικός. Αυτός ήταν ονειροπόλος.»
Καθώς ο Ράπτης συνέχισε να μιλάει, η συγκλονιστική ζωή του «Πάμπλο» -αυτό ήταν το επαναστατικό του ψευδώνυμο, εκτυλίχτηκε μπροστά στα μάτια του Αδάμ.
Ήταν δεκαεφτάχρονος φοιτητής του Πολυτεχνείου όταν εκτοπίστηκε από το καθεστώς του Μεταξά στη Φολέγανδρο. Κατόπιν εξορίστηκε –εκών άκων- στη Γαλλία, όπου ανέπτυξε σημαντική αντιστασιακή δράση. Βασικός ενεργητικός υποστηρικτής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του Αλγερίου και γενικά της αποικιακής επανάστασης.
Φυλακίστηκε για δεκαπέντε μήνες στην Ολλανδία, μετά από μια δίκη που συσπείρωσε τους προοδευτικούς ανθρώπους των γραμμάτων και της δράσης.
Έπειτα ο Μάης του ’68 και η «Άνοιξη της Πράγας», μετά Κούβα και συνέχισε στη Λίμα και στη Χιλή του Αλιέντε, ενώ κρατούσε περίοπτη θέση ανάμεσα στους υποστηρικτές του Παλαιστινιακού αγώνα.
Ύστερα στη Λισσαβόνα και στην επανάσταση των γαρύφαλλων, μια ακούραστη διαδρομή επαναστάσεων, αγώνων και διώξεων.
Ο Αδάμ δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι στ’ αλήθεια;» σκεφτόταν. «Ζούνε γύρω μας λιοντάρια και ‘μεις έχουμε ως πρότυπα τα παγώνια και τα ποντίκια; Γιατί δεν άκουσα ποτέ για τον Μιχάλη Ράπτη; Μας τους κρύβουνε; Ή μήπως δεν αρέσει σε κανέναν να του βροντάνε στα μούτρα τη δειλία και την ηλιθιότητα του;»
Η εκπομπή πλησίαζε στο τέλος της. Ήταν επετειακή επανάληψη. Η συνέντευξη είχε δοθεί ένα μήνα πριν το θάνατο του Μιχάλη Ράπτη.
Κάποια στιγμή ο «Πάμπλο» άρχισε να βήχει. Με δυσκολία κατάφερε να επανέλθει. Ο τελευταίος διάλογος ήταν –τραγικά- μεγαλειώδης.
«Με συγχωρείτε γι’ αυτό», είπε ο Πάμπλο.
«Μην ενοχλείστε, κύριε Ράπτη… Κάποιο περαστικό κρυολόγημα υποθέτω», έκανε ο Σκιαδόπουλος.
Ο δημοσιογράφος σοβαρός. Ο Πάμπλο χαμογελαστός. Αντικρίζοντας το θάνατο.
«Δεν νομίζω να είναι περαστικό, όμως δεν πειράζει… Το ταξίδι ήταν αρκετά μακρύ.»
Ο Αδάμ σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι, συγκινημένος και εξοργισμένος. Δεν ήξερε τι τον πονούσε περισσότερο: Η ανακάλυψη ότι όλοι γεννιούνται λιοντάρια, αλλά το διαρκές μπόλιασμα κακομοιριάς, δειλίας και ανευθυνότητας τους καταντάει ποντίκια; Ή μήπως ήταν η αξιοπρέπεια αυτού του ανθρώπου, ακόμα και στην τελευταία μάχη, μπροστά στον ανίκητο δυνάστη;
Ή μήπως το είδωλο του Αδάμ στα μάτια του ετοιμοθάνατου; Μήπως ήταν αυτό; Μήπως το κάτοπτρο, το τηλεοπτικό κάτοπτρο, είχε φανερώσει για μια φορά την αλήθεια;
Το σαράκι της απογοήτευσης είχε σκάψει χιλιόμετρα από κατακόμβες στη Ρώμη του χαρακτήρα του και η αναπάντεχη συνάντηση σηματοδότησε την παρακμή και πτώση.
Κοίταξε το δρόμο.
Όλοι έτρεχαν, με τα καινούρια τους αυτοκίνητα, προς ένα ακόμα Σαββατόβραδο απώλειας. Είχαν κερδίσει όλον τον κόσμο και είχαν χάσει τους εαυτούς τους. Θα ζούσαν ένα ακόμα βράδυ δίχως ελπίδα επικοινωνίας, χωρίς καμιά πιθανότητα ειλικρινούς ψυχικής επαφής.
Μετρούσαν την ευτυχία τους με τραπεζικούς λογαριασμούς και προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τους γνωστούς –να βαυκαλίσουν τους φόβους τους- αγοράζοντας αντικείμενα, επενδύοντας στην εικόνα, ενώ περιφρονούσαν τα βάθη τους ψυχισμού τους.
Η τηλεόραση ακουγόταν να αναμεταδίδει εικόνες φρίκης από κάποιον άλλον πλανήτη. Ή μήπως όλα αυτά συνέβαιναν στο δικό τους παράδεισο;
Οι πρωτόπλαστοι είχαν τηλεοπτικούς δέκτες αντί για μάτια.
Μεγάλωσαν μαθαίνοντας να βλέπουν μόνο ό,τι τους δείχνουν, να ακούνε μόνο ό,τι τους επιτρέπουν να ακούνε, να γνωρίζουν μόνο ό,τι είναι ωφέλιμο για την ευαίσθητη ψυχική τους ισορροπία.
Εθιστήκανε στην πλασματική πραγματικότητα και ανταλλάξανε τη σοφία με τη γνώση.
Έπειτα η γνώση θυσιάστηκε στο βωμό της πληροφορίας.
Εκατομμύρια μεγαμπάιτ πληροφοριών καθημερινά, από την τηλεόραση, από το διαδίκτυο, από τα περιοδικά τις εφημερίδες το ραδιόφωνο…
Ο νους αδυνατεί να επεξεργαστεί, να στοχαστεί, να εμβαθύνει, να διαλογιστεί και να ρεμβάσει.
Οι τηλεοπτικοί πρωτόπλαστοι απέρριψαν την προσφορά του Εωσφόρου/Προμηθέα και έμειναν στο σκοτάδι της βολικής άγνοιας.
Προτίμησαν να απέχουν και να ανέχονται, για να μην επωμισθούν το βάρος των ευθυνών τους, το άγχος της επιλογής, το ρίσκο της προσπάθειας.
Αποδέχτηκαν το ρόλο τους χωρίς να φέρουν αντίρρηση και ανταμειφθήκαν με κεχρί, νερό και κάγκελα για την πειθήνια αφοσίωση τους.
Ω, είναι ωραία στον Παράδεισο….
sanejoker
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου