(Τάδε έφη Καραγκιόζης)
Α, παπα, το πήρα απόφαση. Θεέ μου, τη δεύτερη φορά, που θα ‘ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά… Να παντρευτώ μη σώσω.
Ήρθε το καλοκαίρι, τελειώσανε τα σχολεία και έχω τα Κολλητήρια να λιποθυμούν από την πείνα στο σπίτι. Τουλάχιστον πριν λιποθυμούσαν στο σχολείο –και είχα βρει την ησυχία μου.
«Μπαμπάκο, πεινάμε», μου λένε όταν συνέρχονται.
«Δεν ντρέπεστε», τους λέω για να κερδίσω χρόνο, «να σπιλώνετε την εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό; Τι είστε; Αφρικανάκια είστε, να πεινάτε; Οι Έλληνες δεν πεινάνε ρε, είναι παλικάρια… Δείτε τον Λεωνίδα. Δύο ψωμιά και τρία ψάρια σε τριακόσια κομμάτια τα έκοψε.»
Τονώνεται το ηθικό τους, σφίγγουν το ζωνάρι –που κοντεύει να φτάσει στη ραχοκοκαλιά- και υπομένουν.
Μετά, πάραυτα, μ’ αρχίζει η Αγλαΐα:
«Τα παιδιά σου πεινάνε κι εγώ δεν έχω ούτε πατάτες να τους βράσω και πως μας κατάντησες έτσι…»
«Εγώ σας κατάντησα, ρε Αγλαΐα;» της λέω. «Στον Πατσά πήγαινε πες ‘τα που όλο λέει για ανάπτυξη και όλο λέει για σαχλές στόρι και όλο νηστικοί μένουμε.»
Αλλά εκείνη δεν είναι τόσο εύπιστη όσο τα παιδιά. Συνεχίζει το μίρι-μίρι:
«Και δεν μας πας λίγο στη θάλασσα να χαρούμε κι εμείς. Δεν δικαιούμαστε ένα μπάνιο κι εμείς;»
«Μην είσαι αχάριστη, Αγλαΐα», την κόβω. «Προχθές δεν σας πήγα στην πλατεία και πλατσουρίζατε στο σιντριβάνι; Τι άλλο θες από μένα;»
«Θέλω να βρεις μια δουλειά, ανεπρόκοπε», λέει η Αγλαΐα -το συνηθισμένο τροπάριο της.
«Ποια δουλειά μου λες, ρε Αγλαΐα; Που νομίζεις ότι ζούμε; Στην Νορβηγία του Νότου; Καλά, παλιά ίσως να είχες και δίκιο να με λες τεμπέλη, αλλά τώρα δε βλέπεις τι γίνεται; Αν έκαναν κόμμα οι άνεργοι θα έπαιρναν πλειοψηφία με 170 έδρες.»
«Να πας έξω να ψάξεις!» φωνάζει αυτή.
«Καλύτερα να πάω να ψάξω για κάνα σεντούκι που έκρυψαν οι Ναζί. Πιο εύκολο είναι να βρεις λίρες παρά δουλειά. Δεν ξέρεις πως είναι εκεί έξω; Γης Μαδιάμ μας έκανε ο Πατσάς και η Υψηλή Πύλη από πάνω… Τρεις κλείνουν και ένας… κλείνει. Και οι νεκροθάφτες ακόμα στις προσφορές το ρίξανε: Με κάθε τέσσερις κηδείες δώρο ένας γάμος –με κόλλυβα για μπουφέ.»
«Άστα αυτά. Περιμένεις να έρθουν να σου χτυπήσουν την πόρτα και να σε φωνάξουν για δουλειά;»
«Ο Θεός είναι μεγάλος, Αγλαΐα. Μη χάνεις την πίστη σου», της λέω και κάνω το σταυρό μου. Αυτό πάντα πιάνει, γιατί τότε η Αγλαΐα πάει ν’ ανάψει το καντήλι και να προσευχηθεί.
Αλλά, λες και μ’ άκουσε ο Θεός, βαράνε τότε την πόρτα και ακούγεται απέξω:
«Καραγκιόζη, Καραγκιόζη, έλα. Σου ‘χω δουλειά.»
«Μη βαράς, ρε, την πόρτα μας και πέσει. Και είναι και ασφαλείας», φωνάζω και πάω να δω ποιος διάολος είναι.
Ήταν ο Χατζατζάρης, ο μέγας γλείφτης, που όταν βλέπει τον Πατσά, ακόμα και σε διαφήμιση, πέφτει και του φιλάει τα πόδια.
«Τι έπαθες, ρε Χατζατζάρη;» τον ρωτάω, «και μας διακόπτεις το συζυγικό ειδύλλιο;»
«Τρέχα, Καραγκιόζη, ο Πασάς ζητάει έμπιστα άτομα για δουλειά.»
«Τι λες, ρε Χατζατζάρη; Τι έγινε; Ήρθαν οι Κινέζοι και φτιάχνουν σινικό τοίχο στον Έβρο;»
«Άσε τα αστεία, βρε. Μιλάμε για καλή δουλειά, καλοπληρωμένη», μου λέει αυτός χαμογελώντας.
«Τι δουλειά; Δύσκολη; Γιατί δεν τις μπορώ τις δύσκολες δουλειές, έχω αλλεργία.»
«Η πιο εύκολη που έχεις κάνει. Ένα κουμπί θα πατάς. Και μετά θα κάθεσαι.»
«Τι λες τώρα; Πάντα μια τέτοια δουλειά ονειρευόμουνα… Θα ‘χει και φαΐ;»
«Φαΐ, επιδόματα, γυναίκες, απ’ όλα.»
«Τι λες, ρε Χατζατζάρη; Αυτό σαν τον Παράδεισο του Αλλάχ ακούγεται. Βουνά από πιλάφι και ουρί να μου χαϊδεύουν την ουρά…»
Έκλεισα για λίγο τα μάτια, για να ονειρευτώ έναν κόσμο γεμάτο πιλάφι και ουρί. Αλλά –τι ήθελα να το κάνω;- βγήκε η Αγλαΐα στο κατώφλι και μ’ έπιασε στα πράσα, στα ονειρικά πράσα.
«Και τι προσόντα χρειάζονται;» ρώτησε, αφού είχε ακούσει όλη την κουβέντα –σιγά μην έχανε.
«Γυναίκα, μπες μέσα!» της είπα αυστηρά. «Τώρα μιλάνε οι άντρες.»
«Κανόνισε να μην πάρεις τη δουλειά και το βράδυ θα τηγανίσω τα αμελέτητα σου για να φάνε τα παιδιά… Άντρα μου», είπε η Αγλαΐα και μπήκε μέσα.
«Τι προσόντα απαιτούνται, Χατζατζάρη;» ρώτησα με αγωνία, γιατί όταν λέει κάτι η Αγλαΐα το εννοεί.
«Τίποτα», είπε ο Χατζατζάρης.
«Τίποτα;» ρώτησα εγώ. «Ούτε μια ξένη γλώσσα, ένα πτυχίο, μια προϋπηρεσία;
Τίποτα;»
«Τίποτα», ξαναείπε ο Χατζατζάρης. «Μόνο…»
«Α, για πες κι αυτό το μόνο, γιατί είχα αρχίσει να πιστεύω στα θαύματα.»
«Μόνο να υπογράψεις ένα χαρτί, Καραγκιόζη μου.»
«Αυτό είναι όλο; Φέρε μου χαρτιά να υπογράψω, φέρε μου… Αλλά, για περίμενε, ρε Χατζατζάρη. Γιατί δεν την παίρνεις εσύ αυτή τη δουλειά και ήρθες σε μένα;»
«Εγώ δουλεύω ήδη, Καραγκιόζη. Είμαι…» Κορδώθηκε για να το πει. «Είμαι διευθυντής ανθρώπινου δυναμικού.»
«Τι λες, ρε Χατζατζάρη; Έγινες διευθυντής; Που να το ‘ξερα, όταν σου έριχνα καρπαζιές, ότι μια μέρα θα γινόσουν διευθυντής… Κι εγώ τι θα είμαι;»
«Διευθυντής προγράμματος», είπε ο Χατζατζάρης και –για να μη λέω ψέματα- μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
Όταν ήμουν παιδί, μου έλεγε ο πατέρας μου ότι ούτε κλητήρας δεν θα γινόμουν στη ζωή μου. Και να που τώρα θα γινόμουν διευθυντής…
Καλά λένε οι παπάδες: Ο ταπεινωθήσας υπερηψωθήσας –και τούμπαλιν.
«Φεύγω τώρα για το Σαράι, Χατζατζάρη», του είπα. «Μήπως πρέπει να μου δώσεις καμιά συστηματική επιστολή;»
«Όχι, δεν χρειάζεται. Έχω μιλήσει ήδη στον Πασά για το ποιόν σου.»
«Σε ευχαριστώ, ρε Χατζατζάρη. Αλλά δεν έπρεπε να πεις σε ξένο άνθρωπο για το πυόν μου. Ντροπή… Αλλά, δεδομένων των συνθηκών, στο συγχωρώ. Πάω!»
«Τρέχα!»
Έφτασα έξω από το Σαράι, σκούπισα τα πόδια μου, φύσηξα τη μύτη μου και μετά βάρεσα το κουδούνι. Νόμιζα ότι θα βγει ο μπαρμπα-Τζουρβέναγας, αυτός ο σαδίσταρος ο Βεληγκέκας, να με αρχίσει στις κατραπακιές, λες και στεκόμουν στο πάρκο του Γκεζί, αλλά βγήκε ο ίδιος ο Πατσάς.
«Είσαι ο Καραγκιόζης Καραγκιοζόπουλος;» με ρώτησε.
«Που είσαι, πατέρα, να δεις μεγαλεία», σκέφτηκα. Μέχρι και ο Πατσάς με ήξερε με το όνομα μου.
«Παρών, παρούσα και παρόν», απάντησα, βαρώντας και μια προσοχή –για καλό και για κακό.
«Σε πρότεινε ο Χατζηαβάτης ως έμπιστο άτομο», συνέχισε ο Πατσάς.
«Πιο έμπιστος από εμένα δεν γίνεται, Πατσά μου. Μια μέρα βρήκα δυο λίρες κάτω και δεν το είπα σε κανέναν. Ούτε στη γυναίκα μου.»
«Και μου είπε ότι θέλεις να δουλέψεις», είπε ο Πατσάς με τη σοβαρή φωνή του.
«Για να μη σας λέω και ψέματα, εγώ δε θέλω να δουλέψω. Η γυναίκα μου θέλει. Αλλά ξέρετε τι λέει ο λαουτζίκος: Σύντροφος είναι αυτή που σου συμπαραστέκεται σε όλα τα προβλήματα, που ποτέ δεν θα είχες αν δεν ήσουν παντρεμένος… Οπότε, ναι! Θέλω να δουλέψω.»
«Ξέρεις τι θα κάνεις;» με ρώτησε ο Πατσάς, που δεν φαινόταν να ακούει τίποτα απ’ όσα του έλεγα.
«Ξέρω, ξέρω… Θα πατάω ένα κουμπί και μετά θα τρώω πιλάφια και θα με χαϊδεύουν τα ουρί.»
«Ωραία! Χαίρομαι που είσαι ενήμερος.»
«Κι εγώ χαίρομαι, Πατσά μου, που είσαι εφήμερος.»
«Αρκεί μόνο, να υπογράψεις αυτή τη βεβαίωση φρονημάτων και θα ανήκεις πλέον στην οικογένεια της ΝΕΡΙΤ.»
«Τι είναι αυτή η ΝΕΡΙΤ; Πιτσαρία;» ρώτησα ψάχνοντας για στιλό στις τσέπες του Πατσά.
«Όχι», είπε εκείνος, «είναι ο νέος φορέας που θα αντικαταστήσει την ΕΡΤ.»
«Ποια ΕΡΤ;» είπα εγώ. «Εκείνη που έδειχνε τον Σπαθάρη και τον Σπυρόπουλο;»
«Ναι, αυτό το άντρο διαφθοράς.»
«Η ΝΕΡΙΤ θα αντικαταστήσει τη Βουλή;» ρώτησα, χωρίς καθόλου να αστειεύομαι, αφού όταν ακούω για διαφθορά το μυαλό μου πρώτα πάει στους υπούργους, τους κακούργους και τους ραδιούργους.
Ο Πατσάς με αγριοκοίταξε.
«Πολεμάμε ενάντια στη διαπλοκή, τους βολεμένους και τους φοροφυγάδες», είπε.
«Καλά κάνετε», του είπα εγώ. «Καιρός ήταν να τα βάλει κάποιος με τους καναλάρχες και τους δημοσιογράφους τους.»
«Τους κρατικοδίαιτους υπαλλήλους της ΕΡΤ, εννοούσα», είπε ο Πατσάς και μου έφερε το χαρτί μπρος στα μούτρα μου. «Υπόγραψε!»
Σκέφτηκα τα Κολλητήρια που λιποθυμούσαν από την πείνα, σκέφτηκα και την Αγλαΐα που ήθελε μπάνια στη θάλασσα. Σκέφτηκα και τα πιλάφια, τα ουρί… Αλλά… Δεν σηκωνόταν η χερούκλα μου να υπογράψει.
«Δηλαδή, Πατσά μου, θέλεις να έρθω να δουλέψω εγώ, να πατάω ένα κουμπί και να φύγουνε εκατό άνθρωποι; Και μετά να το ξαναπατήσω και να μείνουνε χωρίς δουλειά άλλοι εκατό άνθρωποι; Και μετά να το ξαναπατήσω και να μείνουν χωρίς δουλειά άλλες εκατό οικογένειες; Και κάθε φορά που θα πατάω εγώ το κουμπί να σκέφτομαι εκατό και άλλους εκατό και άλλους εκατό ανθρώπους χωρίς δουλειά;»
«Αν δεν το κάνεις εσύ, κάποιος άλλος θα το κάνει», απάντησε ο Πατσάς. «Ξέρεις πόσοι άνεργοι περιμένουν εκεί έξω;»
«Εγώ ξέρω πόσοι είναι, εσύ δεν το έχεις καταλάβει. Ούτε πρόκειται ούτε σε νοιάζει.»
Ο Πατσάς μου ξανάδωσε το χαρτί.
«Τελευταία ευκαιρία», μου είπε. «Υπόγραψε και δούλεψε για να σωθείς.»
Αναστέναξα και του ‘δωσα πίσω.
«Πατσά μου», του είπα. «Το ξέρω ότι δεν πιστεύεις στο Θεό. Ούτε κι εγώ πολυπιστεύω, γιατί βαρέθηκα να είμαι πεινασμένος μια ζωή και πάντα να τρώω ξύλο… Αλλά θέλω πρώτα απ’ όλα να σώσω την ψυχή μου. Φτωχή, κουρελιασμένη και πεινασμένη, αλλά είναι δική μου. Δεν έχω τίποτα άλλο δικό μου… Γι’ αυτό… Δεν υπογράφω τίποτα.»
«Δεν σώζεις κανέναν έτσι», είπε ο Πατσάς και έφυγε.
«Μόνο την ψυχή μου», είπα και γύρισα στο σπίτι.
Περίμενα ότι η Αγλαΐα θα με άρχιζε στις παντοφλιές. Αλλά σαν άκουσε τι είχε γίνει με φίλησε στο κούτελο, σαν να ‘μουνα παιδί της.
«Θα πουλήσω ένα κέντημα της γιαγιάς», μου είπε. «Κάτι θα φάμε και σήμερα.»
Μετά ξυπνήσανε τα Κολλητήρια. Πεινούσανε πάλι, τα άτιμα…
Αλλά δεν ντρεπόμουν να τα κοιτάξω στα μάτια.
Αβάντι, μανέστρο της ΕΡΤ, έναν καλαματιανό, να χορέψουμε να ξεχάσουμε την πείνα μας.
Γεια σου, ξυπόλητη οικογένεια!
Γεια σου, καμμένη μου Ελλάδα!
sanejoker
Α, παπα, το πήρα απόφαση. Θεέ μου, τη δεύτερη φορά, που θα ‘ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά… Να παντρευτώ μη σώσω.
Ήρθε το καλοκαίρι, τελειώσανε τα σχολεία και έχω τα Κολλητήρια να λιποθυμούν από την πείνα στο σπίτι. Τουλάχιστον πριν λιποθυμούσαν στο σχολείο –και είχα βρει την ησυχία μου.
«Μπαμπάκο, πεινάμε», μου λένε όταν συνέρχονται.
«Δεν ντρέπεστε», τους λέω για να κερδίσω χρόνο, «να σπιλώνετε την εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό; Τι είστε; Αφρικανάκια είστε, να πεινάτε; Οι Έλληνες δεν πεινάνε ρε, είναι παλικάρια… Δείτε τον Λεωνίδα. Δύο ψωμιά και τρία ψάρια σε τριακόσια κομμάτια τα έκοψε.»
Τονώνεται το ηθικό τους, σφίγγουν το ζωνάρι –που κοντεύει να φτάσει στη ραχοκοκαλιά- και υπομένουν.
Μετά, πάραυτα, μ’ αρχίζει η Αγλαΐα:
«Τα παιδιά σου πεινάνε κι εγώ δεν έχω ούτε πατάτες να τους βράσω και πως μας κατάντησες έτσι…»
«Εγώ σας κατάντησα, ρε Αγλαΐα;» της λέω. «Στον Πατσά πήγαινε πες ‘τα που όλο λέει για ανάπτυξη και όλο λέει για σαχλές στόρι και όλο νηστικοί μένουμε.»
Αλλά εκείνη δεν είναι τόσο εύπιστη όσο τα παιδιά. Συνεχίζει το μίρι-μίρι:
«Και δεν μας πας λίγο στη θάλασσα να χαρούμε κι εμείς. Δεν δικαιούμαστε ένα μπάνιο κι εμείς;»
«Μην είσαι αχάριστη, Αγλαΐα», την κόβω. «Προχθές δεν σας πήγα στην πλατεία και πλατσουρίζατε στο σιντριβάνι; Τι άλλο θες από μένα;»
«Θέλω να βρεις μια δουλειά, ανεπρόκοπε», λέει η Αγλαΐα -το συνηθισμένο τροπάριο της.
«Ποια δουλειά μου λες, ρε Αγλαΐα; Που νομίζεις ότι ζούμε; Στην Νορβηγία του Νότου; Καλά, παλιά ίσως να είχες και δίκιο να με λες τεμπέλη, αλλά τώρα δε βλέπεις τι γίνεται; Αν έκαναν κόμμα οι άνεργοι θα έπαιρναν πλειοψηφία με 170 έδρες.»
«Να πας έξω να ψάξεις!» φωνάζει αυτή.
«Καλύτερα να πάω να ψάξω για κάνα σεντούκι που έκρυψαν οι Ναζί. Πιο εύκολο είναι να βρεις λίρες παρά δουλειά. Δεν ξέρεις πως είναι εκεί έξω; Γης Μαδιάμ μας έκανε ο Πατσάς και η Υψηλή Πύλη από πάνω… Τρεις κλείνουν και ένας… κλείνει. Και οι νεκροθάφτες ακόμα στις προσφορές το ρίξανε: Με κάθε τέσσερις κηδείες δώρο ένας γάμος –με κόλλυβα για μπουφέ.»
«Άστα αυτά. Περιμένεις να έρθουν να σου χτυπήσουν την πόρτα και να σε φωνάξουν για δουλειά;»
«Ο Θεός είναι μεγάλος, Αγλαΐα. Μη χάνεις την πίστη σου», της λέω και κάνω το σταυρό μου. Αυτό πάντα πιάνει, γιατί τότε η Αγλαΐα πάει ν’ ανάψει το καντήλι και να προσευχηθεί.
Αλλά, λες και μ’ άκουσε ο Θεός, βαράνε τότε την πόρτα και ακούγεται απέξω:
«Καραγκιόζη, Καραγκιόζη, έλα. Σου ‘χω δουλειά.»
«Μη βαράς, ρε, την πόρτα μας και πέσει. Και είναι και ασφαλείας», φωνάζω και πάω να δω ποιος διάολος είναι.
Ήταν ο Χατζατζάρης, ο μέγας γλείφτης, που όταν βλέπει τον Πατσά, ακόμα και σε διαφήμιση, πέφτει και του φιλάει τα πόδια.
«Τι έπαθες, ρε Χατζατζάρη;» τον ρωτάω, «και μας διακόπτεις το συζυγικό ειδύλλιο;»
«Τρέχα, Καραγκιόζη, ο Πασάς ζητάει έμπιστα άτομα για δουλειά.»
«Τι λες, ρε Χατζατζάρη; Τι έγινε; Ήρθαν οι Κινέζοι και φτιάχνουν σινικό τοίχο στον Έβρο;»
«Άσε τα αστεία, βρε. Μιλάμε για καλή δουλειά, καλοπληρωμένη», μου λέει αυτός χαμογελώντας.
«Τι δουλειά; Δύσκολη; Γιατί δεν τις μπορώ τις δύσκολες δουλειές, έχω αλλεργία.»
«Η πιο εύκολη που έχεις κάνει. Ένα κουμπί θα πατάς. Και μετά θα κάθεσαι.»
«Τι λες τώρα; Πάντα μια τέτοια δουλειά ονειρευόμουνα… Θα ‘χει και φαΐ;»
«Φαΐ, επιδόματα, γυναίκες, απ’ όλα.»
«Τι λες, ρε Χατζατζάρη; Αυτό σαν τον Παράδεισο του Αλλάχ ακούγεται. Βουνά από πιλάφι και ουρί να μου χαϊδεύουν την ουρά…»
Έκλεισα για λίγο τα μάτια, για να ονειρευτώ έναν κόσμο γεμάτο πιλάφι και ουρί. Αλλά –τι ήθελα να το κάνω;- βγήκε η Αγλαΐα στο κατώφλι και μ’ έπιασε στα πράσα, στα ονειρικά πράσα.
«Και τι προσόντα χρειάζονται;» ρώτησε, αφού είχε ακούσει όλη την κουβέντα –σιγά μην έχανε.
«Γυναίκα, μπες μέσα!» της είπα αυστηρά. «Τώρα μιλάνε οι άντρες.»
«Κανόνισε να μην πάρεις τη δουλειά και το βράδυ θα τηγανίσω τα αμελέτητα σου για να φάνε τα παιδιά… Άντρα μου», είπε η Αγλαΐα και μπήκε μέσα.
«Τι προσόντα απαιτούνται, Χατζατζάρη;» ρώτησα με αγωνία, γιατί όταν λέει κάτι η Αγλαΐα το εννοεί.
«Τίποτα», είπε ο Χατζατζάρης.
«Τίποτα;» ρώτησα εγώ. «Ούτε μια ξένη γλώσσα, ένα πτυχίο, μια προϋπηρεσία;
Τίποτα;»
«Τίποτα», ξαναείπε ο Χατζατζάρης. «Μόνο…»
«Α, για πες κι αυτό το μόνο, γιατί είχα αρχίσει να πιστεύω στα θαύματα.»
«Μόνο να υπογράψεις ένα χαρτί, Καραγκιόζη μου.»
«Αυτό είναι όλο; Φέρε μου χαρτιά να υπογράψω, φέρε μου… Αλλά, για περίμενε, ρε Χατζατζάρη. Γιατί δεν την παίρνεις εσύ αυτή τη δουλειά και ήρθες σε μένα;»
«Εγώ δουλεύω ήδη, Καραγκιόζη. Είμαι…» Κορδώθηκε για να το πει. «Είμαι διευθυντής ανθρώπινου δυναμικού.»
«Τι λες, ρε Χατζατζάρη; Έγινες διευθυντής; Που να το ‘ξερα, όταν σου έριχνα καρπαζιές, ότι μια μέρα θα γινόσουν διευθυντής… Κι εγώ τι θα είμαι;»
«Διευθυντής προγράμματος», είπε ο Χατζατζάρης και –για να μη λέω ψέματα- μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
Όταν ήμουν παιδί, μου έλεγε ο πατέρας μου ότι ούτε κλητήρας δεν θα γινόμουν στη ζωή μου. Και να που τώρα θα γινόμουν διευθυντής…
Καλά λένε οι παπάδες: Ο ταπεινωθήσας υπερηψωθήσας –και τούμπαλιν.
«Φεύγω τώρα για το Σαράι, Χατζατζάρη», του είπα. «Μήπως πρέπει να μου δώσεις καμιά συστηματική επιστολή;»
«Όχι, δεν χρειάζεται. Έχω μιλήσει ήδη στον Πασά για το ποιόν σου.»
«Σε ευχαριστώ, ρε Χατζατζάρη. Αλλά δεν έπρεπε να πεις σε ξένο άνθρωπο για το πυόν μου. Ντροπή… Αλλά, δεδομένων των συνθηκών, στο συγχωρώ. Πάω!»
«Τρέχα!»
Έφτασα έξω από το Σαράι, σκούπισα τα πόδια μου, φύσηξα τη μύτη μου και μετά βάρεσα το κουδούνι. Νόμιζα ότι θα βγει ο μπαρμπα-Τζουρβέναγας, αυτός ο σαδίσταρος ο Βεληγκέκας, να με αρχίσει στις κατραπακιές, λες και στεκόμουν στο πάρκο του Γκεζί, αλλά βγήκε ο ίδιος ο Πατσάς.
«Είσαι ο Καραγκιόζης Καραγκιοζόπουλος;» με ρώτησε.
«Που είσαι, πατέρα, να δεις μεγαλεία», σκέφτηκα. Μέχρι και ο Πατσάς με ήξερε με το όνομα μου.
«Παρών, παρούσα και παρόν», απάντησα, βαρώντας και μια προσοχή –για καλό και για κακό.
«Σε πρότεινε ο Χατζηαβάτης ως έμπιστο άτομο», συνέχισε ο Πατσάς.
«Πιο έμπιστος από εμένα δεν γίνεται, Πατσά μου. Μια μέρα βρήκα δυο λίρες κάτω και δεν το είπα σε κανέναν. Ούτε στη γυναίκα μου.»
«Και μου είπε ότι θέλεις να δουλέψεις», είπε ο Πατσάς με τη σοβαρή φωνή του.
«Για να μη σας λέω και ψέματα, εγώ δε θέλω να δουλέψω. Η γυναίκα μου θέλει. Αλλά ξέρετε τι λέει ο λαουτζίκος: Σύντροφος είναι αυτή που σου συμπαραστέκεται σε όλα τα προβλήματα, που ποτέ δεν θα είχες αν δεν ήσουν παντρεμένος… Οπότε, ναι! Θέλω να δουλέψω.»
«Ξέρεις τι θα κάνεις;» με ρώτησε ο Πατσάς, που δεν φαινόταν να ακούει τίποτα απ’ όσα του έλεγα.
«Ξέρω, ξέρω… Θα πατάω ένα κουμπί και μετά θα τρώω πιλάφια και θα με χαϊδεύουν τα ουρί.»
«Ωραία! Χαίρομαι που είσαι ενήμερος.»
«Κι εγώ χαίρομαι, Πατσά μου, που είσαι εφήμερος.»
«Αρκεί μόνο, να υπογράψεις αυτή τη βεβαίωση φρονημάτων και θα ανήκεις πλέον στην οικογένεια της ΝΕΡΙΤ.»
«Τι είναι αυτή η ΝΕΡΙΤ; Πιτσαρία;» ρώτησα ψάχνοντας για στιλό στις τσέπες του Πατσά.
«Όχι», είπε εκείνος, «είναι ο νέος φορέας που θα αντικαταστήσει την ΕΡΤ.»
«Ποια ΕΡΤ;» είπα εγώ. «Εκείνη που έδειχνε τον Σπαθάρη και τον Σπυρόπουλο;»
«Ναι, αυτό το άντρο διαφθοράς.»
«Η ΝΕΡΙΤ θα αντικαταστήσει τη Βουλή;» ρώτησα, χωρίς καθόλου να αστειεύομαι, αφού όταν ακούω για διαφθορά το μυαλό μου πρώτα πάει στους υπούργους, τους κακούργους και τους ραδιούργους.
Ο Πατσάς με αγριοκοίταξε.
«Πολεμάμε ενάντια στη διαπλοκή, τους βολεμένους και τους φοροφυγάδες», είπε.
«Καλά κάνετε», του είπα εγώ. «Καιρός ήταν να τα βάλει κάποιος με τους καναλάρχες και τους δημοσιογράφους τους.»
«Τους κρατικοδίαιτους υπαλλήλους της ΕΡΤ, εννοούσα», είπε ο Πατσάς και μου έφερε το χαρτί μπρος στα μούτρα μου. «Υπόγραψε!»
Σκέφτηκα τα Κολλητήρια που λιποθυμούσαν από την πείνα, σκέφτηκα και την Αγλαΐα που ήθελε μπάνια στη θάλασσα. Σκέφτηκα και τα πιλάφια, τα ουρί… Αλλά… Δεν σηκωνόταν η χερούκλα μου να υπογράψει.
«Δηλαδή, Πατσά μου, θέλεις να έρθω να δουλέψω εγώ, να πατάω ένα κουμπί και να φύγουνε εκατό άνθρωποι; Και μετά να το ξαναπατήσω και να μείνουνε χωρίς δουλειά άλλοι εκατό άνθρωποι; Και μετά να το ξαναπατήσω και να μείνουν χωρίς δουλειά άλλες εκατό οικογένειες; Και κάθε φορά που θα πατάω εγώ το κουμπί να σκέφτομαι εκατό και άλλους εκατό και άλλους εκατό ανθρώπους χωρίς δουλειά;»
«Αν δεν το κάνεις εσύ, κάποιος άλλος θα το κάνει», απάντησε ο Πατσάς. «Ξέρεις πόσοι άνεργοι περιμένουν εκεί έξω;»
«Εγώ ξέρω πόσοι είναι, εσύ δεν το έχεις καταλάβει. Ούτε πρόκειται ούτε σε νοιάζει.»
Ο Πατσάς μου ξανάδωσε το χαρτί.
«Τελευταία ευκαιρία», μου είπε. «Υπόγραψε και δούλεψε για να σωθείς.»
Αναστέναξα και του ‘δωσα πίσω.
«Πατσά μου», του είπα. «Το ξέρω ότι δεν πιστεύεις στο Θεό. Ούτε κι εγώ πολυπιστεύω, γιατί βαρέθηκα να είμαι πεινασμένος μια ζωή και πάντα να τρώω ξύλο… Αλλά θέλω πρώτα απ’ όλα να σώσω την ψυχή μου. Φτωχή, κουρελιασμένη και πεινασμένη, αλλά είναι δική μου. Δεν έχω τίποτα άλλο δικό μου… Γι’ αυτό… Δεν υπογράφω τίποτα.»
«Δεν σώζεις κανέναν έτσι», είπε ο Πατσάς και έφυγε.
«Μόνο την ψυχή μου», είπα και γύρισα στο σπίτι.
Περίμενα ότι η Αγλαΐα θα με άρχιζε στις παντοφλιές. Αλλά σαν άκουσε τι είχε γίνει με φίλησε στο κούτελο, σαν να ‘μουνα παιδί της.
«Θα πουλήσω ένα κέντημα της γιαγιάς», μου είπε. «Κάτι θα φάμε και σήμερα.»
Μετά ξυπνήσανε τα Κολλητήρια. Πεινούσανε πάλι, τα άτιμα…
Αλλά δεν ντρεπόμουν να τα κοιτάξω στα μάτια.
Αβάντι, μανέστρο της ΕΡΤ, έναν καλαματιανό, να χορέψουμε να ξεχάσουμε την πείνα μας.
Γεια σου, ξυπόλητη οικογένεια!
Γεια σου, καμμένη μου Ελλάδα!
sanejoker
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου