Πολλές φορές ακούμε το “φταίμε κι εμείς για…” (συμπληρώστε το κενό κατά το δοκούν) προκειμένου να ερμηνευτεί η κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει. Η ρευστότητα της ελληνικής κοινωνίας αποτυπώνεται από την μη συμμετοχή μεγάλων μερίδων του πληθυσμού σε διαδηλώσεις, σε δράσεις που έχουν σχέση με την ζωή τους, ή ακόμη και η μη ένταξή τους σε σχήματα και ομάδες που θεωρητικά εκφράζουν τα πιστεύω τους.
Αυτό εξηγείται ως σύμπτωμα της χρόνιας έκθεσης στις επιταγές του life style, δηλαδή την υπερκατανάλωση, τα εύκολα χρήματα, στην κλειδαρότρυπα, την μετατροπή της πολιτικής σε θέαμα και του θεάματος σε πολιτική. Η κοινωνία έγινε πιο ατομοκεντρική και ο μέσος άνθρωπος πιο απομονωμένος από τους γύρω του. Η συμμετοχή στα κοινά εξέπεσε στην αντίληψη του “στείλε sms για το ποιος θ’ αποχωρήσει….” και η κατευθυνόμενη ενημέρωση υπέδειξε τα “σημαντικά θέματα” αλλά και τον τρόπο σκέψης γύρω από αυτά.
Με το media-κό κατεστημένο να σιγοντάρει, η ελληνική πραγματικότητα έμοιαζε με παραίσθηση που επικεντρωνόταν σε ακριβά αυτοκίνητα, ρούχα που αξίζει να φοράς μόνο αν είναι μάρκες, εγχειρίδια καλής ζωής και σε αστραφτερές συσκευασίες που όμως περιείχαν περιεχόμενο σε προχωρημένη σήψη. Ο υπερκαταναλωτισμός ως τρόπος ζωής έγινε το πιο ισχυρό ναρκωτικό που διατηρούσε αυτή την στρεβλή αίσθηση για “πετυχημένη ζωή”.
Τα δεκάδες περιοδικά που φιλοξενούσαν στις σελίδες τους μοντέλα, σιλικονούχα στήθη και άντρες που φορούσαν χρυσά ρολόγια ανέθρεψαν γενιές και λειτούργησαν ως “χαλαρωτικά” στην καταπιεσμένη συνείδηση των παλαιότερων. Η Μύκονος έγινε ο επίγειος παράδεισος για να εφαρμόσει ο “καλός μαθητής” τις αξίες του life style, ενώ το Κολωνάκι λειτουργεί ως ξεχωριστό… οικοσύστημα.
Η θεοποίηση του υλισμού και η προβολή των ειδώλων του ως ο μόνος τρόπος ύπαρξης, έπνιξε κάθε εναλλακτική έκφραση και πρόταση περί “υπάρχειν”. Έτσι, οδηγηθήκαμε στην αποκτήνωση.
Η “απονεύρωση” των πολιτικών ανησυχιών έφτασε τόσο βαθιά, που οι περισσότεροι πολίτες έγιναν είτε απολίτικα όντα, είτε κομματικοποιημένα για επίτευξη δικών τους επιδιώξεων. Σαν επέκταση αυτής της κατάστασης, όσοι συμμετείχαν σε διαδηλώσεις, είτε αντιμετώπιζαν κρατική\αστυνομική βία, στα μάτια των Nitro-αναθρεμμένων φάνταζαν (και ακόμα φαντάζουν) ως περιθωριακοί.
Οι “πουλημένοι πολιτικοί”, η διαφθορά και η ατιμωρησία, στα μάτια του απολίτικου όντος γίνονται μια γενίκευση, η οποία δικαιολογεί την πλήρη απαξίωση της πολιτικής και την αμφισβήτησή της ως μέθοδο αλλαγής. Έτσι, η μόνη “ασφαλής” ταυτότητα είναι η εθνική, με αφελείς προσεγγίσεις τύπου “είμαστε όλοι Έλληνες” να έρχονται για να τονίσουν το καταρρακωμένο ηθικό και την αίσθηση του “ανήκειν” στον κυνικό και αλλοτριωμένο άνθρωπο. Εξάλλου το “ζήσε κι άσε τους άλλους να ψοφήσουν” (όχι δεν είναι τίτλος ταινίας του Bond) έγινε λάβαρο για τον ελληναρά που επειδή οι πρόγονοί του δούλεψαν και πολέμησαν πολύ, εκείνος πρέπει ν’ αράξει πάνω στα μαξιλάρια της σάπιας καλοπέρασης.
Ειδικά με το ξεσάλωμα της ιδιωτικής τηλεόρασης, ο Έλληνας συνήθισε στο κιτς, το trash και την κακογουστιά, ενώ τα ανδρείκελα των πολυεθνικών τα έκανε πνευματικούς καθοδηγητές του. Η πλήρης απομάκρυνση από κάθε ενδιαφέρον για την πολιτική ήρθε με την κατασκευή φαντασιώσεων που σχετίζονταν και πάλι με την ταυτότητα. Στην Ελλάδα ο καπιταλισμός δεν εφαρμόστηκε -όπως μπορεί να λέμε- με τον τρόπο που επικρατεί σε άλλα δυτικά κράτη, αλλά περισσότερο μεταλλάχθηκε η σχέση των ελίτ με το πολιτικό σύστημα. Δηλαδή μια χρόνια ιστορία αγάπης.
Ο ρόλος του life style στην μετατροπή του σώματος πολιτών σε μάζες ήταν καίριος. Έτοιμα σενάρια και ρόλοι τα οποία ουσιαστικά χώριζαν τους ανθρώπους σε καταναλωτικές ομάδες, υποκατέστησαν την δημιουργία υπεύθυνων και συνειδητοποιημένων ανθρώπων.
Η πτώση του life style πύργου από τραπουλόχαρτα, λόγω κρίσης μπορεί να είναι πρόσκαιρη, αφού σίγουρα θα βρεθούν άλλοι τρόποι για να χτιστεί. Ως τότε, κάποιοι αποζητώντας την ασφάλεια που τους έδινε το ναρκωτικό του life style, θα αναζητούν καταφύγιο σε αντίστοιχες καταστάσεις που δεν τους προβληματίζουν, τους αφήνουν μόνους με τον ναρκισσισμό και την ευκολία να μην αναλάβουν προσωπική ευθύνη.
Η απολιτικοποίηση οδηγεί ευκολότερα στις αγκάλες του φασισμού, απ’ ότι σε πιο ριζοσπαστικές\προοδευτικές ιδέες κι αυτό γιατί ο φασισμός δεν απαιτεί από σένα να σκέφτεσαι, αλλά να ακολουθείς και να εκτελείς σκέψεις και επιθυμίες άλλων, σαν να ήταν δικές σου. Το πιο εύκολο είναι να αναζητήσεις κάτι που θα σε κάνει να νιώσεις ανώτερος από τους άλλους, είτε πρόκειται για ένα προιόν, είτε για μια διαχωριστική ιδέα. Και στις δύο περιπτώσεις επικρατεί το “εμείς κι αυτοί”.
Το life style χωρίς να στο επιβάλει άμεσα, δημιουργούσε την εντύπωση πως η κοινωνικοποίηση έρχεται μόνο μέσα από τις “σοφές επιταγές” του. Πως είσαι αποκλεισμένος αν δεν πας στο Χ μαγαζί, ή δεν υιοθετήσεις (στην ουσία μιμηθείς) συμπεριφορές και αξίες που περικλείουν ως μαγικά αντικείμενα, καταναλωτικά αγαθά που κοσμούσαν illustration σελίδες. Ο φετιχισμός διέβρωσε την σημασία των συμβολισμών. Και οι “ιερείς” αυτού του συφερτού, εύκολα έβρισκαν σύμμαχο στην βλακεία και στα καρναβάλια των τηλεοπτικών σκουπιδιών που εξευτέλισαν κάθε έννοια αισθητικής. Οτιδήποτε εναλλακτικό, καννιβαλίστηκε στα πλαίσια της ποικιλίας του θεάματος.
To life style έβλαψε περισσότερο απ’ όλα την κριτική σκέψη, σε μια χώρα που πάντα η παιδεία ήταν πειραματόζωο στο κομματικό εργαστήρι κάθε κυβέρνησης, τον ψυχισμό, σε ένα κράτος όπου η θρησκεία ασκεί επιρροή ανάλογη αυτής στα μουσουλμανικά κράτη και έκανε ακόμη πιο απρόσωπες τις σχέσεις, κάτι πολύ σημαντικό αν θέλουμε να συγκολλήσουμε την πλειοψηφία με οράματα και συλλογικότητες.
Αυτό εξηγείται ως σύμπτωμα της χρόνιας έκθεσης στις επιταγές του life style, δηλαδή την υπερκατανάλωση, τα εύκολα χρήματα, στην κλειδαρότρυπα, την μετατροπή της πολιτικής σε θέαμα και του θεάματος σε πολιτική. Η κοινωνία έγινε πιο ατομοκεντρική και ο μέσος άνθρωπος πιο απομονωμένος από τους γύρω του. Η συμμετοχή στα κοινά εξέπεσε στην αντίληψη του “στείλε sms για το ποιος θ’ αποχωρήσει….” και η κατευθυνόμενη ενημέρωση υπέδειξε τα “σημαντικά θέματα” αλλά και τον τρόπο σκέψης γύρω από αυτά.
Με το media-κό κατεστημένο να σιγοντάρει, η ελληνική πραγματικότητα έμοιαζε με παραίσθηση που επικεντρωνόταν σε ακριβά αυτοκίνητα, ρούχα που αξίζει να φοράς μόνο αν είναι μάρκες, εγχειρίδια καλής ζωής και σε αστραφτερές συσκευασίες που όμως περιείχαν περιεχόμενο σε προχωρημένη σήψη. Ο υπερκαταναλωτισμός ως τρόπος ζωής έγινε το πιο ισχυρό ναρκωτικό που διατηρούσε αυτή την στρεβλή αίσθηση για “πετυχημένη ζωή”.
Τα δεκάδες περιοδικά που φιλοξενούσαν στις σελίδες τους μοντέλα, σιλικονούχα στήθη και άντρες που φορούσαν χρυσά ρολόγια ανέθρεψαν γενιές και λειτούργησαν ως “χαλαρωτικά” στην καταπιεσμένη συνείδηση των παλαιότερων. Η Μύκονος έγινε ο επίγειος παράδεισος για να εφαρμόσει ο “καλός μαθητής” τις αξίες του life style, ενώ το Κολωνάκι λειτουργεί ως ξεχωριστό… οικοσύστημα.
Η θεοποίηση του υλισμού και η προβολή των ειδώλων του ως ο μόνος τρόπος ύπαρξης, έπνιξε κάθε εναλλακτική έκφραση και πρόταση περί “υπάρχειν”. Έτσι, οδηγηθήκαμε στην αποκτήνωση.
Η “απονεύρωση” των πολιτικών ανησυχιών έφτασε τόσο βαθιά, που οι περισσότεροι πολίτες έγιναν είτε απολίτικα όντα, είτε κομματικοποιημένα για επίτευξη δικών τους επιδιώξεων. Σαν επέκταση αυτής της κατάστασης, όσοι συμμετείχαν σε διαδηλώσεις, είτε αντιμετώπιζαν κρατική\αστυνομική βία, στα μάτια των Nitro-αναθρεμμένων φάνταζαν (και ακόμα φαντάζουν) ως περιθωριακοί.
Οι “πουλημένοι πολιτικοί”, η διαφθορά και η ατιμωρησία, στα μάτια του απολίτικου όντος γίνονται μια γενίκευση, η οποία δικαιολογεί την πλήρη απαξίωση της πολιτικής και την αμφισβήτησή της ως μέθοδο αλλαγής. Έτσι, η μόνη “ασφαλής” ταυτότητα είναι η εθνική, με αφελείς προσεγγίσεις τύπου “είμαστε όλοι Έλληνες” να έρχονται για να τονίσουν το καταρρακωμένο ηθικό και την αίσθηση του “ανήκειν” στον κυνικό και αλλοτριωμένο άνθρωπο. Εξάλλου το “ζήσε κι άσε τους άλλους να ψοφήσουν” (όχι δεν είναι τίτλος ταινίας του Bond) έγινε λάβαρο για τον ελληναρά που επειδή οι πρόγονοί του δούλεψαν και πολέμησαν πολύ, εκείνος πρέπει ν’ αράξει πάνω στα μαξιλάρια της σάπιας καλοπέρασης.
Ειδικά με το ξεσάλωμα της ιδιωτικής τηλεόρασης, ο Έλληνας συνήθισε στο κιτς, το trash και την κακογουστιά, ενώ τα ανδρείκελα των πολυεθνικών τα έκανε πνευματικούς καθοδηγητές του. Η πλήρης απομάκρυνση από κάθε ενδιαφέρον για την πολιτική ήρθε με την κατασκευή φαντασιώσεων που σχετίζονταν και πάλι με την ταυτότητα. Στην Ελλάδα ο καπιταλισμός δεν εφαρμόστηκε -όπως μπορεί να λέμε- με τον τρόπο που επικρατεί σε άλλα δυτικά κράτη, αλλά περισσότερο μεταλλάχθηκε η σχέση των ελίτ με το πολιτικό σύστημα. Δηλαδή μια χρόνια ιστορία αγάπης.
Ο ρόλος του life style στην μετατροπή του σώματος πολιτών σε μάζες ήταν καίριος. Έτοιμα σενάρια και ρόλοι τα οποία ουσιαστικά χώριζαν τους ανθρώπους σε καταναλωτικές ομάδες, υποκατέστησαν την δημιουργία υπεύθυνων και συνειδητοποιημένων ανθρώπων.
Η πτώση του life style πύργου από τραπουλόχαρτα, λόγω κρίσης μπορεί να είναι πρόσκαιρη, αφού σίγουρα θα βρεθούν άλλοι τρόποι για να χτιστεί. Ως τότε, κάποιοι αποζητώντας την ασφάλεια που τους έδινε το ναρκωτικό του life style, θα αναζητούν καταφύγιο σε αντίστοιχες καταστάσεις που δεν τους προβληματίζουν, τους αφήνουν μόνους με τον ναρκισσισμό και την ευκολία να μην αναλάβουν προσωπική ευθύνη.
Η απολιτικοποίηση οδηγεί ευκολότερα στις αγκάλες του φασισμού, απ’ ότι σε πιο ριζοσπαστικές\προοδευτικές ιδέες κι αυτό γιατί ο φασισμός δεν απαιτεί από σένα να σκέφτεσαι, αλλά να ακολουθείς και να εκτελείς σκέψεις και επιθυμίες άλλων, σαν να ήταν δικές σου. Το πιο εύκολο είναι να αναζητήσεις κάτι που θα σε κάνει να νιώσεις ανώτερος από τους άλλους, είτε πρόκειται για ένα προιόν, είτε για μια διαχωριστική ιδέα. Και στις δύο περιπτώσεις επικρατεί το “εμείς κι αυτοί”.
Το life style χωρίς να στο επιβάλει άμεσα, δημιουργούσε την εντύπωση πως η κοινωνικοποίηση έρχεται μόνο μέσα από τις “σοφές επιταγές” του. Πως είσαι αποκλεισμένος αν δεν πας στο Χ μαγαζί, ή δεν υιοθετήσεις (στην ουσία μιμηθείς) συμπεριφορές και αξίες που περικλείουν ως μαγικά αντικείμενα, καταναλωτικά αγαθά που κοσμούσαν illustration σελίδες. Ο φετιχισμός διέβρωσε την σημασία των συμβολισμών. Και οι “ιερείς” αυτού του συφερτού, εύκολα έβρισκαν σύμμαχο στην βλακεία και στα καρναβάλια των τηλεοπτικών σκουπιδιών που εξευτέλισαν κάθε έννοια αισθητικής. Οτιδήποτε εναλλακτικό, καννιβαλίστηκε στα πλαίσια της ποικιλίας του θεάματος.
To life style έβλαψε περισσότερο απ’ όλα την κριτική σκέψη, σε μια χώρα που πάντα η παιδεία ήταν πειραματόζωο στο κομματικό εργαστήρι κάθε κυβέρνησης, τον ψυχισμό, σε ένα κράτος όπου η θρησκεία ασκεί επιρροή ανάλογη αυτής στα μουσουλμανικά κράτη και έκανε ακόμη πιο απρόσωπες τις σχέσεις, κάτι πολύ σημαντικό αν θέλουμε να συγκολλήσουμε την πλειοψηφία με οράματα και συλλογικότητες.
Πηγή:
Strange Journal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου