Το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο από τις οθόνες. Παρακολουθούσε ώρες τον ασύρματο. Αμέτρητοι άνθρωποι συνομιλούσαν, ο άνεμος έμπαινε σε δεκάδες εκατοντάδες συχνότητες, μέσα στην ατελείωτη νύχτα. Πολλοί επικοινωνούσαν μέσα από υπολογιστές, αγωνιώντας για να κρατήσουν ζωντανή μια σχέση εξ’ αποστάσεως.
Άλλοι απομονωμένοι, μονάχοι μέσα σε καλώδια που μεταφέρουν μηνύματα στην γλώσσα του δυαδικού συστήματος. Χαιδεύουν πλήκτρα, χαμένα βλέμματα στο φως των οπτικών ινών, μέσα σε μοναχικά δωμάτια. Αποστάσεις που καλύπτονται από απέραντα δίκτυα, μεταξύ ανθρώπων που υποδύονται κάτι άλλο από αυτό που είναι, πίσω από avatars και nicknames. Αν είσαι άσχημος γίνεσαι όμορφος, αν είσαι αδύναμος γίνεσαι δυνατός, αν είσαι αμόρφωτος το παίζεις σπουδαίος. Άπειρα κλικς που μαρτυρούν ανάγκη, επιθυμία βαθιά για οικειότητα, για συντροφιά. Αντιθέτως, η αποξένωση αναζητά λέξεις-κλειδιά σε μηχανές αναζήτησης. Ο εγωισμός ζητά επιβεβαίωση. Επιδεικνύεται, αναπαράγεται.
Εκατομμύρια φωτογραφίες, βίντεος, λέξεις, κώδικες κτλ βρίσκουν τον δόμο τους μέσα από terrabytes και servers. Μοναξιά σε άτομα που αναζητούν άλλα άτομα μέσα σε άτομα, σε ένα απέραντο πλήθος αγνώστων…Και τα τεράστια πλήθη είναι μια μεγάλη μοναξιά, ίσως πιο τραγική από αυτή του ενός.
Σταμάτησε λίγο τις σκέψεις του, κοίταξε το κινητό του. Δεν υπήρχε για 14 ώρες καμία κλήση ή μήνυμα. Αφουγκράστηκε την σιωπή του. Χιλιάδες φωνές καθημερινά, φωνές όλων των χρωμάτων εκπέμπουν ζητώντας κάτι ή κάποιον. Μουρμουρητά, ψίθυροι και κραυγές. Μικρά κείμενα, sms, σαν μπουκάλια ναυαγών πηγαίνουν με ελπίδα καλής απάντησης.
Πόσοι δορυφόροι εκεί ψηλά, κουβαλούν όλο αυτό το βάρος, της ανθρώπινης ανάγκης για επικοινωνία. Μόνοι τους κι αυτοί, επιπλέοντας στο απέραντο άπειρο του διαστήματος. Δεν έχουν όμως συναίσθηση ότι βρίσκονται εκεί χωρίς κανέναν. Άνθρωπος μόνος είναι θηρίο ή θεός έλεγε ο Αριστοτέλης.
Ξανακοίταξε την κεντρική οθόνη, έβλεπε χιλιάδες κουκκίδες να αναβοσβήνουν σε όλα τα μήκη και πλάτη του χάρτη. Κάθε κουκκίδα είχε κι ένα χρώμα που αντιστοιχούσε σε τηλεφωνική κλήση, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, γραπτό κείμενο σε κινητό κοκ. Άραγε τι χρώμα να είχε η μοναξιά; Μέσα στον καμβά της, οι σκέψεις έπαιρναν τις πραγματικές τους διαστάσεις. Πώς θα έμπαινε τέλος σε όλο αυτό;
Και τότε κατάλαβε. Δεν χρειαζόταν να τελειώσει η βάρδιά του για να πάει σπίτι. Αρκεί που έμενε εκεί κι αφουγκραζόταν, μέσα σ’ αυτή την τεράστια αίθουσα με οθόνες και ασυρμάτους. Ή καλύτερα, περίμενε μόνο. Μάλλον ούτε να περιμένει χρειαζόταν. Αρκεί που καθόταν ήσυχος και μόνος. Γιατί τότε ήταν που ο κόσμος προσφέρθηκε να αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια του, βγάζοντας τον μανδύα του. Και σαν υπάκουο ζώο, κουλουριάστηκε στα πόδια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου