Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Ο καναπές της Καλής Εποχής

Γραφει ο αρισταρχος
Τα μέτρησες έξη φορές απ’ το πρωί. Αυτά είναι. Όσο και να τα μετρήσεις τόσα θα μείνουν, εξήντα τρία ευρώ και κάτι πεντάρες. Κάθε φορά ψυχοπλακώνεσαι, βρίζεις, αγανακτείς και ύστερα θολούρα, κενό. Όλα γίνονται κουβάρι αθέατο. Κι όμως ξέρεις πως είναι εκεί. Το νιώθεις που σε πιέζει το στομάχι κι ανεβαίνει προς τα πάνω για να σε πνίξει.
Τι να πρωτοπληρώσω μ’ αυτά ρε γαμώτο. Σήμερα μούρθε και το εξώδικο από την τράπεζα για κείνα τα διακόσια εβδομήντα ευρώ, υπόλοιπο από μεγάλο δάνειο. Δεν αξιώθηκα να το ξοφλήσω και τώρα ξευτιλίζομαι γι πενταροδεκάρες. Άει σιχτήρ, παλιοκερατάδες. Παλιοκλεφτρόνια.

Και το μυαλό σου αγκαλιάζει όλο το σκηνικό χωρίς να διακρίνεις κάτι καθαρά. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, κλέφτες μέχρι κι ο γείτονάς σου ο κοντοστούπης με τις πολιτικές άκρες. Αυτόν τώρα που τον θυμήθηκες. Βλέπεις τον γιό του τακτοποιημένο, έ; Σκατά! Όλη η ζωή σου, η κοινωνία, η χώρα σου έγινε σκατά. Με εξήντα τρία ευρώ τι να κάνεις, που να τα κολλήσεις!.
Το πιάνεις το ρημαδοκέφαλό σου με τα δυό σου χέρια γιατί ξέρεις πως οι σκαληνοί μυς θα ατονίσουν και το ξερό σου θα κρεμαστεί. Πάλι κενό. Δεν κατεβάζεις τίποτε. Τότε σούρχεται η έμπνευση, το χαζοκούτι!. Το ανοίγεις μήπως και άλλαξε κάτι. Ακούς τον παππού να σε κοιτάει χαμογελώντας κάπως με σαδισμό «… ο γιατρός μας, το ραντεβού μας» Πατάς γρήγορα το κουμπί κλείνεις την τηλεόραση και πετάς το τηλεχειριστήριο. Τι διάολο, γέμισε διαφημίσεις με γερόντια και τηλέφωνα για ραντεβού. Τόσα πολλά βγάζουν οι άνθρωποι με ένα τηλέφωνο και έναν υπολογιστή. Και συ, με τα δυό πτυχία και το μετά το πτυχίο τίποτα; Αδικία.
Ανοίγεις πάλι την τηλεόραση. Πέφτεις πάνω σε μια δημοσιογραφική φάτσα ολόϊδια παπαγάλου. Κι απέναντι ένας λιμοκοντόρος με περίεργη φωνή. Στον αέρα πηγαινοέρχεται ένα μνημόνιο που δεν το βλέπεις αλλά το ψυχανεμίζεσαι. Σκέτη αποχαύνωση. Πατάς Off.
Κάτι πρέπει να κάνεις, ξύπνα. Με τις ξάπλες στους καναπέδες και 63ευρώ στην τσέπη ούτε κλέφτης θα σε λυπηθεί. Ανοίγεις το ένα μάτι και το στροφογυρίζεις. Μπα, τίποτε δεν άλλαξε. Ξαναπατάς τηλεχειριστήριο, είναι ώρα για joker. Που; με του Φερεντίνου την γκαντεμιά, ούτε δύο θα πιάσεις. Άστο.
Το τηλέφωνο γεμίζει τον χώρο με νότες,‘Far from love’. Το κοιτάς που φωτίζεται. Ρίτσα! Ζυγίζεις την συναισθηματική κατάσταση και αποφαίνεσαι όχι. Το κλείνεις ενώ ξέρεις πως για το επόμενο τέταρτο με μισή ώρα θα χτυπάει. Δεν έχεις όρεξη, τώρα το μυαλό σου πλημμύρησε από την ανεργία σου, την απόλυσή σου, τις υποχρεώσεις σου, την πλαδαρή και ιδρωμένη φάτσα του ιδιοκτήτη της δουλειάς να σου λέει χάσατε. Μείον, μείον  ίσον 63ευρώ. Πάρτα και δίνε του. Το τηλέφωνο ξαναρχίζει “Far from love”. Μπα, πρέπει ν’ αλλάξεις κλήση αυτό έγινε πολύ κοινότυπο. Το κλείνεις και το πετάς κάτω από ένα μαξιλάρι.
Δεν έχεις και κανέναν έξω από την Ελλάδα να την κάνεις. Συρία! Ναι ρε, πως και δεν το σκέφτηκες, όρμα για μισθοφόρος. Καλά λεφτά, αντρίκια δουλειά κατάλληλη για τα γερά σου μπράτσα. Τι διάολο 31 χρονών είσαι. Κανένα πρόβλημα.
Άστο, δεν είσαι εκπαιδευμένος και πρέπει να εγκαταλείψεις  τον καναπέ. Θες να φας και καμιά αδέσποτη;.
Κλείνεις πάλι τα μάτια και στροβιλίζεσαι σ’ ένα ατέρμονο πηγάδι σαν κι αυτό της οικονομίας. Τώρα τι την θυμήθηκες αυτή την λέξη. Από πίσω της κουβαλάει την μιζέρια σου, το χάλι σου, πολιτικο-οικονομικά ονόματα γεμάτα αντιπάθεια. Το κατάντημα.
Δεν σηκώνεσαι λέω εγώ ρε τεμπέλη να πας για κανένα καφέ. Άντε ξεκόλλα απ’ αυτόν τον ρημαδο-καναπέ που τον έκανες λακούβα. Ναι ρε γαμώ, άντε σήκω γιατί δεν την βγάζεις εδώ καθαρή.
Το πνεύμα πρόθυμο αλλά δεν δίνει εντολή εγρήγορσης. Το μυαλό πάλι γέμισε μ’ εκείνα τα 63ευρώ. Που διάολο θα τα κολλήσεις. Χρωστάς και στον Κωστή ένα εικοσάρικο, έμειναν αμέσως αμέσως 43ευρούλια και τρία ο καφές σαράντα . Άραξε και μην κουνιέσαι γιατί κάθε κίνηση κοστίζει. Άσε που αν πέσεις σε καμιά διαδήλωση θα σε πνίξουν στα χημικά και τις μολότωφ.
Ρε τους κερατάδες πως μας δουλεύουν ψιλό γαζί. Αυτοί δεν δίνουν μία για την δήθεν σωτηρία της χώρας κι απ’ την άλλη είναι και κάτι λίστες με τα λεφτά που έβγαλαν έξω. Ποιοι; Αυτοί που θα μας σώσουν. Και που τα βρήκαν; Ο άλλος γυρνάει ανενόχλητος και το παίζει καθηγητής. Ουδείς μωρότερος των καθηγητών αν δεν υπήρχαν οι …πολιτικοί. Αυτό πως σούρθε πάλι. Έχεις, κάτι εκλάμψεις. Δες και ποια ώρα σούρχονται, που ξέρεις.
Τι θα γίνει με την Ρίτσα; Επιμένει. Θα το σηκώσεις ή θα το κλείσεις. Άρχισα να το μισώ αυτό το τραγούδι.
Έρμε! Μπερδεύτηκε το ξεράδι σου και μην μπορώντας ν’ αντέξει σε πήρε ο ύπνος πάνω στον καναπέ. Καινούργιος! Τρία χρόνια έχει που τον πήρε η μάννα σου τότε στον καλή εποχή, που σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Reset, αυτό να κάνεις. Θάθελες έ; Μ’ ένα delete να σβηστούν όλα τα κακώς κείμενα. Μπούρδες! Στην εικονική τόριξες τώρα; Όταν ξυπνήσεις όλα θα είναι πάλι εκεί. Κι εσύ και τα προβλήματά σου και τα 63ευρώ στην τσέπη σου. Όχι, νόμιζες θα ξεφύγεις. Μόνο αν γίνεις φυτό.
Είπες φυτό; Άαα, θυμήθηκες τα ανέμελα φοιτητικά σου χρόνια. Τότε στην καλή εποχή, που διάβαζες και γλεντούσες. Τα κοινωνικά προβλήματα έτρεχαν στους δρόμους κυνηγημένα από χημικά, σφήνες και πολιτικούς και συ ούτε που γύριζες το κεφάλι. Απλά δεν σ’ αφορούσαν. Τώρα ρε φίλε; Κόλλησες στην λάσπη της βλακείας σου. Στην λάσπη της αδιαφορίας σου. Άντε να δούμε. Μπορεί και να βγείς και να σου πούνε μπράβο, σαν τα γαϊδούρια.
Ξύπνα, ξύπνα ρε! Πάμε κάτω στην πόλη, γίνεται της πουτάνας. Διαδηλώσεις, χαμός. Φοιτητές, εργάτες, επιστήμονες, νέοι, γέροι ξεσηκώθηκαν, φωνάζουν. Πάμε να φωνάξουμε και μεις, μπας και ξεκουμπιστεί το σύστημα που μας ξεσκίζει την ζωή. Μήπως και μαζέψουμε λίγα από κείνα τα ρημάδια τα όνειρα που μας τα σκόρπισαν στους δρόμους κάποιοι σαν-πολιτικοί, κάποιοι ψευτοέλληνες, κάποιοι ψυχρο-τροϊκανοί, κάποιες άθλιο-Μέρκελ, κάποιοι απανθρωπο-Σόϊμπλε. Κάποια κακιά μας μοίρα κι’ εαυτός, κάποιος κακός διάβολος και Αυγουστιάτικος τρίβολος. Ξύπνα ρεεεεεε!
Σ’ έχει πιάσει η Ρίτσα απ’ τα πέτα και σε τραντάζει. Κι όσο τραντάζεσαι, τόσο θολώνεις. Κι όσο θολώνεις τόσο πέφτεις σε λήθαργο! Το μόνο που κατάφερες να βγάλεις από μέσα σου είναι ένα σβησμένο
Άσε με, είμαι κουρασμένος και νυστάζω. Θέλω να κοιμηθώ.
Και κοιμάσαι σαν αγγελούδι, πάνω στον καινούριο καναπέ της καλής εποχής. Με τα 63ευρώ στην τσέπη, κατάλοιπο της πάλαι ποτέ εργασίας σου  και την ελπίδα στο μαξιλάρι για ένα καλό Format στο εγκεφαλικό κουβάρι.
 Από  το βάθος ακούγεται η γλυκιά φωνή της Missquerada  ‘far from love’ και στο φωτεινό καντράν του τηλεφώνου δυό λέξεις ‘καληνύχτα Ελλάδα’ .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου