Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΚΑΠΟΥ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ (ΚΑΙ ΒΑΛΕ...)

Δεν υπάρχει κάτι περισσότερο να πούμε για τη Κυριακή. Ο καθένας θα κάνει αυτό που πιστεύει. Εγώ σήμερα σαν προεκλογικό "κλείσιμο" θέλω να γυρίσω πολλά χρόνια πίσω. Σε μια μικρή γειτονιά της Αθήνας. Ήταν εκείνα τα χαμηλά σπίτια με την αυλή στη μέση, που τ΄απογεύματα με τέτοιο καιρό όπως σήμερα όλες οι κυράδες ήταν καθισμένες μπροστά στις πόρτες και πήγαινε το γέλιο και το τραγούδι σύννεφο.

Πιο εκεί συμμορίες από πιτσιρίκα παίζανε μέχρι τελικής πτώσης. Από κάποιο παράθυρο έσπαγαν μύτη οι μυρουδιές από τα κεφτεδάκια που τηγανιζόντουσαν και μοσχοβόλαν από το φρέσκο δυόσμο. Εγώ το έσκαγα κάθε μέρα και πήγαινα στη ταβέρνα της γειτονιάς στο κυρ Λεωνίδα που έφερνε φρέσκα αυγά από το χωριό και με περίμενε να πάω να πάρω το δικό μου.


"Ελα μόρτη" μου έλεγε .Ήμουν ο μόρτης παρόλο που η μάνα μου με γέννησε κοριτσάκι, τι να κάνουμε δε βόλευαν στο κυνηγητό και στα τρεξίματα τα φορεματάκια κι οι φιόγκοι, κι η μάνα μου είχε εγκαταλείψει τη προσπάθεια. Μου φόραγε ένα παλιοπαντέλονο και μου έπιανε τα μαλλιά κότσο με μια τραγιάσκα από πάνω για τον ήλιο και υπέκυψε στο γεγονός πως τελικά ήμουν μόρτης!

Έπαιρνα το αυγό και βουρ για τρέξιμο και πάλι. Κι ένα βράδυ που είχα τα γενέθλιά μου, μαζεύτηκαν φίλοι και συγγενείς στο σπίτι, από όλη τη γειτονιά. Έφεραν ο καθένας από ένα μεζεδάκι (τυρί, ελιές, λίγο κοκκινιστό από χτες, μια πίτα αυτοσχέδια με χόρτα κι ότι τυρί βρέθηκε) κι έγινε ένα πάρτυ αξέχαστο. Το μεγάλο γέλιο είναι πως υπήρχε μόνο ένας δίσκος 45 στροφών κι ο κόσμος ήθελε χορό. Ήθελε γλέντι. Όμως κανένα πρόβλημα. Το ίδιο τραγούδι το έβαζαν ξανά και ξανά , ξελιγωμένοι στα γέλια, και το χόρεψαν από τσιφτετέλι μέχρι ταγκό, από ζεϊμπέκικο μέχρι βαλς, μέχρι τσάμικο.

Κι ένας μπάρμπας που δεν τον έφτανε κανείς στο κέφι, όταν τέλειωσε το κρασί έψαχνε να βρει με τι να συνοδέψει το μεζεδάκι που είχε μείνει. Βούτηξε το σιρόπι μου για το βήχα και το ήπιε λέγοντας "εβίβα" με το κόσμο γύρω να γελάει και να του φωνάζει έχουμε και ένα μπουκάλι ξύδι κάτω από το νεροχύτη δεν το πίνεις κι αυτό να δούμε τι τραγούδια θα μας πεις?

Φυσικά μια παρέα έπιασε κάτι αντάρτικα, έτσι για να νευριάζει ο μπάρμπας που ήταν καραδεξιός και να πιάσουν τα πολιτικά όπου στο τέλος γινόταν χαμός (όπως πάντα) Μέχρι που οι πιο ψύχραιμοι βάζαν ξανά το τραγούδι να παίζει και σήκωναν όλους επάνω για ένα καλαματιανό κι έξω καρδιά.

Όλη μου η παιδική ηλικία ήταν γεμάτη από γρατζουνισμένα γόνατα από το τρεχαλητό, κόσμο κάθε λογής που τους έλεγα όλους θείους και θείες. Πολιτικές συζητήσεις ανάμικτες με γλέντι ή άγριους τσακωμούς, και παραμύθια που μου έλεγε η γιαγιά τα βράδια. Μυρουδιές άπειρες από τα παράθυρα και το πατέρα μου που γύριζε πτώμα από τη δουλειά αλλά περίμενε να ακούσει ποιες ήταν οι απορίες μου της μέρας και να μου τα εξηγήσει όλα. Και τη μάνα μου που έκανε διπλοβάρδια στο εργοστάσιο αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην είχε φτιάξει κάτι που το σπίτι θα μοσχοβόλαγε.

Και άπειρα παιδιά που είχαμε κάνει δικό μας κράτος με αρχηγούς και νόμους κι όλη τη γειτονιά μια απέραντη πατρίδα...

Είχε πολλά δύσκολα εκείνη η ζωή και πολλά όμορφα. Είχε τις μιζέριες και τις δόξες της. Τους δεξιούς και τους αριστερούς που τσακωνόντουσαν και το χαφιέ που τα χάλαγε όλα. Είχε τους στενοκέφαλους και τους ανοιχτόμυαλους. Τους γεμάτους μικρότητες αλλά κι εκείνους που είχαν μεγαλείο. Όλοι όμως ήταν αλλιώτικοι. Φίλοι ή εχθροί ήταν κοντά. Πρόσωπο με πρόσωπο. Πάλευαν με τη ζωή και μεταξύ τους πιάνοντας ο ένας τον άλλον, αγγίζοντας. Γνωριζόντουσαν. Γνωριζόντουσαν κι είχαν άγραφους νόμους που έπρεπε να υπακούσουν για να κερδίσουν ένα πράγμα πολύτιμο. Την εκτίμηση του δίπλα. Την αξιοπρέπεια. Και τη περηφάνια. Κι οι κριτές ήταν οι δίπλα. Η μεσοτοιχία, η διπλανή πόρτα.

Κι η κάθε επέτειος  ήταν ευκαιρία για γλέντι.  Κι η κάθε συμφορά ήταν ένα πένθος που το νοιώθανε όλοι. Ίσως αλλού γινόντουσαν άλλα πράγματα αλλά στη δική μου γειτονιά έτσι ήμασταν. Άνθρωποι με ψυχή, με συναισθήματα, με φιλότιμο, με περηφάνια. Κι ούτε μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως αυτή η μικρή κοινωνία θα μετατρεπόταν σ΄αυτό το έκτρωμα που σήμερα ζουν τα δικά μου παιδιά. Που δεν πρόλαβαν να μυρίσουν δυόσμους στα μπαλκόνια. Που δεν είχαν την ευκαιρία να χτυπάνε τη πόρτα του γείτονα ανέμελα για να πουν πως τέλειωσε η ζάχαρη.

Υπάρχει κάτι που έχουμε χάσει σημαντικότερο από τους μισθούς μας, τις συντάξεις,  ή τα καταναλωτικά μας μπιχλιμπίδια. Είναι η ταυτότητά μας. Το σημάδι μας στο κόσμο. Το όριο που αν το ξεπεράσεις η ζωή χάνει την ομορφιά της και το γούστο της. Τη δυνατότητα να γεννιούνται μόρτηδες κι όχι ρομπότ...

Δεν υπάρχει απλά θέμα αν είμαστε ή όχι πατριώτες. Το πράγμα έχει γίνει ακόμα χειρότερο. Δεν ξέρουμε καν τι είμαστε και που βρίσκονται τα όρια που η ψυχή μας λαχταρά.

Ψηφίστε όποιον σας λέει κάτι ακόμα σαν άνθρωπος . Έτσι θα αποφύγετε να ρίξετε τη ψήφο στους απάνθρωπους. Ποιοι είναι τώρα οι μεν και ποιοι οι δε... ας το κρίνει ο καθένας ανάλογα μ΄αυτό που έχει θρέψει μέσα του και τα διδάγματα που του έχει δώσει η ζωή.


vasiliskos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου