του Θωμά Σίδερη
Όλα ξεκίνησαν εκείνο το πρωινό. Η συνονόματη γιαγιά της, χωρίς καμιά ελπίδα από πουθενά, έβγαλε στην αυλή μια παλιά ψάθινη καρέκλα. Φορούσε μια μακριά μαύρη ρόμπα και είχε τα μαλλιά της πιασμένα με φουρκέτες. Κάθισε
στην καρέκλα, έβγαλε από την τσέπη της ένα σχοινί κι ένα μπουκαλάκι του νερού που το απόθεσε στην ποδιά της. Ύστερα, με αργές κινήσεις δέθηκε όσο πιο σφιχτά μπορούσε στην καρέκλα. Τα μόνα που άφησε ελεύθερα ήταν τα χέρια της. Έβγαλε το καπάκι από το πλαστικό μπουκάλι. Ήτανε γεμάτο μέχρι πάνω με βενζίνη, σαν κι αυτή που ρίχνουμε στα ρούχα για να βγάλουμε τους λεκέδες. Οι λεκέδες όμως της ζωής δε φεύγουν τόσο εύκολα. Άρχισε να περιλούζεται το εύφλεκτο υγρό. Από την κορφή ως τα νύχια. Πέταξε το μπουκάλι μακριά, έχωσε το χέρι της όπως όπως στην τσέπη και τράβηξε έξω το σπιρτόκουτο. Χωρίς να το ξανασκεφτεί άναψε το τελευταίο σπίρτο που 'χε απομείνει και το ‘ριξε πάνω της.
Η γιαγιά Ελπίδα λογαριάστηκε με τη ζωή της και με τον θάνατο στα ίσια. Η σιωπή της ήταν μια σπαραχτική κραυγή. Αλλά εκείνη την ώρα δεν ήταν κανείς κοντά της για να την ακούσει.
Μέρες μετά, η μικρή Ελπίδα βρήκε σε μια γλάστρα ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Το ξεδίπλωσε και σχεδόν συλλαβίζοντας διάβασε: “Φεύγω γιατί δεν μπορώ να είμαι βάρος στα παιδιά μου”. Το κορίτσι δεν κατάλαβε τίποτα. Ούτε ότι η γιαγιά το είχε αφήσει εξεπίτηδες να πέσει από την τσέπη της.
Όχι, δεν ήταν μια γερασμένη Ελπίδα. Ήταν μια ταπεινωμένη Ελπίδα.
Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά τα παχύδερμα της εξουσίας που μας κυκλώνουν, επαναλαμβάνουν τη σκηνή της ταπεινωμένης Ελπίδας καθημερινά με θεατές (;) έναν ολόκληρο λαό.
Υ.Γ. Το περιστατικό με την αυτοπυρπόληση της ηλικιωμένης συνέβη σ' ένα νησί του Ιονίου και πέρασε –ως συνήθως- στα ψιλά των εφημερίδων.
Όχι, δεν μπορεί να είναι όλα τα σπίρτα μας καμένα. Δεν μπορεί να μην υπάρχει ελπίδα.
Η μικρή Ελπίδα, κοριτσάκι δευτέρας δημοτικού, ήταν εκείνη που αντίκρισε πρώτη το φρικιαστικό θέαμα. Έκρυψε τα μάτια της με τα χέρια της και άρχισε να τρέχει μακριά. Ο εφιάλτης όμως δύσκολα θα σβηστεί από το παιδικό μυαλό της. Όπως και όλοι εκείνοι οι εφιάλτες που μας κυκλώνουν διαρκώς στον ξύπνιο μας.Όλα ξεκίνησαν εκείνο το πρωινό. Η συνονόματη γιαγιά της, χωρίς καμιά ελπίδα από πουθενά, έβγαλε στην αυλή μια παλιά ψάθινη καρέκλα. Φορούσε μια μακριά μαύρη ρόμπα και είχε τα μαλλιά της πιασμένα με φουρκέτες. Κάθισε
στην καρέκλα, έβγαλε από την τσέπη της ένα σχοινί κι ένα μπουκαλάκι του νερού που το απόθεσε στην ποδιά της. Ύστερα, με αργές κινήσεις δέθηκε όσο πιο σφιχτά μπορούσε στην καρέκλα. Τα μόνα που άφησε ελεύθερα ήταν τα χέρια της. Έβγαλε το καπάκι από το πλαστικό μπουκάλι. Ήτανε γεμάτο μέχρι πάνω με βενζίνη, σαν κι αυτή που ρίχνουμε στα ρούχα για να βγάλουμε τους λεκέδες. Οι λεκέδες όμως της ζωής δε φεύγουν τόσο εύκολα. Άρχισε να περιλούζεται το εύφλεκτο υγρό. Από την κορφή ως τα νύχια. Πέταξε το μπουκάλι μακριά, έχωσε το χέρι της όπως όπως στην τσέπη και τράβηξε έξω το σπιρτόκουτο. Χωρίς να το ξανασκεφτεί άναψε το τελευταίο σπίρτο που 'χε απομείνει και το ‘ριξε πάνω της.
Η γιαγιά Ελπίδα λογαριάστηκε με τη ζωή της και με τον θάνατο στα ίσια. Η σιωπή της ήταν μια σπαραχτική κραυγή. Αλλά εκείνη την ώρα δεν ήταν κανείς κοντά της για να την ακούσει.
Μέρες μετά, η μικρή Ελπίδα βρήκε σε μια γλάστρα ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Το ξεδίπλωσε και σχεδόν συλλαβίζοντας διάβασε: “Φεύγω γιατί δεν μπορώ να είμαι βάρος στα παιδιά μου”. Το κορίτσι δεν κατάλαβε τίποτα. Ούτε ότι η γιαγιά το είχε αφήσει εξεπίτηδες να πέσει από την τσέπη της.
Όχι, δεν ήταν μια γερασμένη Ελπίδα. Ήταν μια ταπεινωμένη Ελπίδα.
Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά τα παχύδερμα της εξουσίας που μας κυκλώνουν, επαναλαμβάνουν τη σκηνή της ταπεινωμένης Ελπίδας καθημερινά με θεατές (;) έναν ολόκληρο λαό.
Υ.Γ. Το περιστατικό με την αυτοπυρπόληση της ηλικιωμένης συνέβη σ' ένα νησί του Ιονίου και πέρασε –ως συνήθως- στα ψιλά των εφημερίδων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου