Η μεγαλύτερη οργή κρύβεται στην σιωπή. Κάθεται σε μία πολυθρόνα έχοντας κλείσει τις βαριές κουρτίνες αφήνοντας έξω το καλοκαίρι. Σηκώνεται κάθε πρωί και καθώς χτενίζει με βία τα μαλλιά της βλέπει στην βούρτσα τις λευκές τρίχες, απόδειξη ότι χρόνο πολύ ακόμα δεν έχει να ορθωθεί ως πρέπει. Φτιάχνει καφέ χτυπώντας καλά το καφεκούτι υπολογίζοντας την αυριανή δόση και ανάβει τσιγάρο κοιτώντας τον απέναντι τοίχο που πάνω του χιλιάδες φορές έχει οργανώσει την Τελευταία της Έξοδο. Διαβάζει εφημερίδες σφίγγοντας κάθε φορά το στόμα στις φασιστικές δηλώσεις των καταδικαστών της και κλείνει την χούφτα της σε γροθιά κάθε φορά που βλέπει σε φωτογραφίες τα γελαστά γλοιώδη πρόσωπα των δημίων της.
Βγαίνει στον δρόμο με τα προπέρσινα ρούχα της και σκύβει το κεφάλι κάθε φορά που βλέπει το είδωλό της στο τζάμι των βιτρινών μην αντέχοντας να αντικρίζει αυτή την κατάντια να περπατά σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Αποφεύγει τους δρόμους που μπορεί να δει παλιούς γνωστούς αναγκάζοντάς την να τους πει κάτι αισιόδοξο για ό,τι συμβαίνει, αλλά και να τους ομολογήσει τι έχει βαθιά κρυμμένο μέσα της . Επιστρέφει στο σπίτι κόβοντας μία ντομάτα με τόση λύσσα που την πολτοποιεί, βγάζοντας ένα γραμμάριο από Αυτό που κουβαλά, πάνω στο γεύμα της .
Τα βράδια ανοίγει τα παράθυρα παρακαλώντας να έχει φεγγάρι και στριφογυρνά σαν δαιμονισμένη σε ένα σπίτι ξυπόλυτη κάνοντας ακόμα ένα δικαστήριο με τον εαυτό της. Κατήγορος, κατηγορούμενος, πρόεδρος και ένορκοι μόνο αυτή. Μία οργή στο πιο σκληρό δικαστήριο του κόσμου. Και την ώρα της καταδικαστικής ετυμηγορίας βαδίζει προς την ντουλάπα ξετρυπώνοντας το κρυμμένο σκουριασμένο κουτί . Μάρτυρες υπεράσπισης μια διμοιρία ανδρείες αναμνήσεις. Και καθώς απλώνει φωτογραφίες στο τραπέζι της κουζίνας και παρατάσσει πρόσωπα και σκέψεις άλλων εποχών γραμμένες πάνω σε μικρά χαρτάκια- τότε που σιωπή δεν γνώριζε τι θα πει- θυμάται ποια είναι. Είναι αυτή που από ιερά κόκαλα γεννήθηκε και κάθε μέρα μέσα στην σιωπή της δεν αγανακτεί αλλά περιμένει. Βασανιστικά και αργά αναμένει την ημέρα που τα σκοτεινά θα γεμίσουν φως καθώς θα τραβήξει τις κουρτίνες και το σπαθί της θα κατέβει από την φινετσάτη βιτρίνα του σαλονιού και θα ξαναμπεί στο χέρι της.
Βγαίνει στον δρόμο με τα προπέρσινα ρούχα της και σκύβει το κεφάλι κάθε φορά που βλέπει το είδωλό της στο τζάμι των βιτρινών μην αντέχοντας να αντικρίζει αυτή την κατάντια να περπατά σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Αποφεύγει τους δρόμους που μπορεί να δει παλιούς γνωστούς αναγκάζοντάς την να τους πει κάτι αισιόδοξο για ό,τι συμβαίνει, αλλά και να τους ομολογήσει τι έχει βαθιά κρυμμένο μέσα της . Επιστρέφει στο σπίτι κόβοντας μία ντομάτα με τόση λύσσα που την πολτοποιεί, βγάζοντας ένα γραμμάριο από Αυτό που κουβαλά, πάνω στο γεύμα της .
Τα βράδια ανοίγει τα παράθυρα παρακαλώντας να έχει φεγγάρι και στριφογυρνά σαν δαιμονισμένη σε ένα σπίτι ξυπόλυτη κάνοντας ακόμα ένα δικαστήριο με τον εαυτό της. Κατήγορος, κατηγορούμενος, πρόεδρος και ένορκοι μόνο αυτή. Μία οργή στο πιο σκληρό δικαστήριο του κόσμου. Και την ώρα της καταδικαστικής ετυμηγορίας βαδίζει προς την ντουλάπα ξετρυπώνοντας το κρυμμένο σκουριασμένο κουτί . Μάρτυρες υπεράσπισης μια διμοιρία ανδρείες αναμνήσεις. Και καθώς απλώνει φωτογραφίες στο τραπέζι της κουζίνας και παρατάσσει πρόσωπα και σκέψεις άλλων εποχών γραμμένες πάνω σε μικρά χαρτάκια- τότε που σιωπή δεν γνώριζε τι θα πει- θυμάται ποια είναι. Είναι αυτή που από ιερά κόκαλα γεννήθηκε και κάθε μέρα μέσα στην σιωπή της δεν αγανακτεί αλλά περιμένει. Βασανιστικά και αργά αναμένει την ημέρα που τα σκοτεινά θα γεμίσουν φως καθώς θα τραβήξει τις κουρτίνες και το σπαθί της θα κατέβει από την φινετσάτη βιτρίνα του σαλονιού και θα ξαναμπεί στο χέρι της.
simpleman
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου