Η βροχή δυνατή, ο κόσμος λιγότερος από χθες, οι μπάτσοι στην θέση τους. Τσίκνα μπερδεμένη με αισιοδοξία και οργή, φωνές, τύμπανα, χαμόγελα και γνέματα αναγνώρισης. Άνθρωποι περιφέρονται, πιτσιρίκια βγάζουν φωτογραφίες με το κινητό, ηλικιωμένοι με κατσαρολικά στα χέρια και ομπρέλες, ένα πλήθος αλλούτερο που όμως δονείται.
Το μωρό στις πλάτες του άντρα μπροστά μου ήταν δεν ήταν δύο χρονών. Το έβλεπα να χοροπηδά, να ταλαντεύεται ανάλογα το σύνθημα και τον ρυθμό του πατέρα και κόλλησαν τα μάτια μου εκεί. Σε εκείνη την φατσούλα που στα δυο του χρόνια το έφερε ο δρόμος της ζωής σε μια διαδήλωση. Το κοιτούσα και σκεφτόμουν ότι ο μόνος αθώος από όλους όσους ήμασταν συγκεντρωμένοι μπροστά στη Βουλή και μέσα σε αυτήν ήταν εκείνος ο μπόμπιρας που ενώ δεν έχει μάθει καλά-καλά να περπατάει σηκώνει στις δικές του ανύπαρκτες πλάτες ένα τεράστιο χρέος.
Ήμουν αγανακτισμένη μα δεν φώναξα «κλέφτες», ούτε μούντζωσα. Ντρεπόμουν ξαφνικά. Ντρεπόμουν εκείνα τα παιδικά μάτια. Πίστεψα ότι η φωνή μου θα χτυπήσει σαν αντανάκλαση πάνω τους και θα με κάψει. Ένοιωσα ένοχη. Δεν έκλεψα εκατομμύρια, όχι. Ούτε μίζες πήρα, ούτε μαύρο χρήμα διακίνησα. Δεν έβαλα μέσον για να μπω σε δουλειά, δεν δωροδόκησα, δεν ξεγέλασα το κράτος, μα ένοιωσα ένοχη. Για τις επιλογές μου τόσα χρόνια, για αυτούς που ψήφισα, για αυτούς που άφησα να με κυβερνούν. Ένοχη για την σιωπή μου, την συγκατάβαση μου. Για όλες τις δικαιολογίες που βρήκα για να καλύψω δικές μου αλλά και αγαπημένων ανθρώπων μικρές παραβάσεις. Εκείνες τις καθημερινές, τις απλές που δεν καταστρέφουν τον κόσμο αλλά συντηρούν την ασχήμια του βάζοντας το δικό τους λιθαράκι. Ένοχη για τα όχι που δεν είπα, για συμπεριφορές που δεν αποδοκίμασα. Για όλες τις φορές που συμβιβάστηκα με εκείνο το « ωχ μωρέ, εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο» και έκανα τα στραβά μάτια χωρίς να συνειδητοποιώ ότι ήμουν ήδη τυφλή.
Τραγούδησα τον Εθνικό ύμνο, έριξα μια τελευταία ματιά στον μπόμπιρα και έφυγα. Πήγα γιατί δεν με χώραγε το σπίτι. Έφυγα γιατί δεν με χώραγε ο εαυτός μου.
της Αρτέμιδος Καπούλα
Το μωρό στις πλάτες του άντρα μπροστά μου ήταν δεν ήταν δύο χρονών. Το έβλεπα να χοροπηδά, να ταλαντεύεται ανάλογα το σύνθημα και τον ρυθμό του πατέρα και κόλλησαν τα μάτια μου εκεί. Σε εκείνη την φατσούλα που στα δυο του χρόνια το έφερε ο δρόμος της ζωής σε μια διαδήλωση. Το κοιτούσα και σκεφτόμουν ότι ο μόνος αθώος από όλους όσους ήμασταν συγκεντρωμένοι μπροστά στη Βουλή και μέσα σε αυτήν ήταν εκείνος ο μπόμπιρας που ενώ δεν έχει μάθει καλά-καλά να περπατάει σηκώνει στις δικές του ανύπαρκτες πλάτες ένα τεράστιο χρέος.
Ήμουν αγανακτισμένη μα δεν φώναξα «κλέφτες», ούτε μούντζωσα. Ντρεπόμουν ξαφνικά. Ντρεπόμουν εκείνα τα παιδικά μάτια. Πίστεψα ότι η φωνή μου θα χτυπήσει σαν αντανάκλαση πάνω τους και θα με κάψει. Ένοιωσα ένοχη. Δεν έκλεψα εκατομμύρια, όχι. Ούτε μίζες πήρα, ούτε μαύρο χρήμα διακίνησα. Δεν έβαλα μέσον για να μπω σε δουλειά, δεν δωροδόκησα, δεν ξεγέλασα το κράτος, μα ένοιωσα ένοχη. Για τις επιλογές μου τόσα χρόνια, για αυτούς που ψήφισα, για αυτούς που άφησα να με κυβερνούν. Ένοχη για την σιωπή μου, την συγκατάβαση μου. Για όλες τις δικαιολογίες που βρήκα για να καλύψω δικές μου αλλά και αγαπημένων ανθρώπων μικρές παραβάσεις. Εκείνες τις καθημερινές, τις απλές που δεν καταστρέφουν τον κόσμο αλλά συντηρούν την ασχήμια του βάζοντας το δικό τους λιθαράκι. Ένοχη για τα όχι που δεν είπα, για συμπεριφορές που δεν αποδοκίμασα. Για όλες τις φορές που συμβιβάστηκα με εκείνο το « ωχ μωρέ, εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο» και έκανα τα στραβά μάτια χωρίς να συνειδητοποιώ ότι ήμουν ήδη τυφλή.
Τραγούδησα τον Εθνικό ύμνο, έριξα μια τελευταία ματιά στον μπόμπιρα και έφυγα. Πήγα γιατί δεν με χώραγε το σπίτι. Έφυγα γιατί δεν με χώραγε ο εαυτός μου.
της Αρτέμιδος Καπούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου