Η είδηση της δολοφονίας ενός 44χρονου άνδρα από τρεις άγνωστους στο κέντρο της Αθήνας, την ώρα που πήγαινε να πάρει το αυτοκίνητό του για να μεταφέρει την ετοιμόγεννη σύζυγό του στο μαιευτήριο, συγκλόνισε τους πάντες.
Αυτός ο άνδρας που δολοφονήθηκε χτες στην Αθήνα ήταν ένας από εμάς. Δεν ήταν αστυνομικός που κυνηγούσε κακοποιούς, δεν οπλοφορούσε, δεν δολοφονήθηκε για ξεκαθάρισμα λογαριασμών – στη θέση του θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε πολίτης αυτής της χώρας.
Ίσως, αυτός είναι ο λόγος που τα στομάχια όλων σφίχτηκαν στο άκουσμα αυτής της δολοφονίας. Ο καθένας μπορεί να σκεφτεί τον εαυτό του να ετοιμάζεται να μεταφέρει γεμάτος χαρά τη γυναίκα του στο μαιευτήριο για να φέρει στον κόσμο το παιδί του. Αυτό που δεν μπορεί να διανοηθεί είναι πως –αντί για τη νέα ζωή- θα συναντήσει τον δικό του θάνατο. Είναι τρελό αυτό.
Τη φράση «θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση του» δεν την ακούς πολύ εύκολα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Υπάρχει μια γενική πεποίθηση πως τα κακά συμβαίνουν μόνο στους άλλους – ποτέ σε εμάς.
Φίλοι και γνωστοί χάνουν τις δουλειές τους, χρεοκοπούν, κάποιοι οδηγούνται στην αυτοκτονία, πολλοί περισσότεροι στην εξαθλίωση αλλά κανείς δεν θέλει να πιστέψει πως θα βρεθεί στη θέση αυτών των ανθρώπων.
Αυτό που δεν πέτυχαν οι ζωές των ανθρώπων που καταστρέφονται, μάλλον το πέτυχε η δολοφονία του άτυχου 44χρονου. Αν και δυσκολευόμαστε να αισθανθούμε πως θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στη θέση όσων έχασαν τα πάντα, συνειδητοποιήσαμε πως θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στη θέση αυτού του άνδρα που δολοφονήθηκε.
Εκατομμύρια Έλληνες μπήκαν χτες στη θέση αυτού του άνδρα. Τελικά, δεν κατάφερε να μας κάνει κοινωνία η αλληλεγγύη αλλά ίσως μας αναγκάσει να γίνουμε πάλι κοινωνία η βία.
Βέβαια, θα πρέπει πρώτα να την κατανοήσουμε – τη βία, την εγκληματικότητα και τα αίτιά τους. Οι κραυγές, τα ουρλιαχτά και οι κατάρες δεν βοηθούν καθόλου. Επίσης, η απάντηση στη βία δεν μπορεί να είναι η βία. Ούτε, βέβαια, αρκεί να καταδικάζεις τη βία – εκτός αν είσαι χαζοχαρούμενος και μικρονοϊκός.
Γεννήθηκα στην Αθήνα και έχω ζήσει σχεδόν όλη τη ζωή μου εδώ. Η Αθήνα ήταν μια από τις πιο ασφαλείς πόλεις του κόσμου και η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με τη χαμηλότερη εγκληματικότητα.
Κάνοντας για χρόνια μια δουλειά που είχε σχέση με τον τουρισμό, ερχόμουν καθημερινά σε επαφή με πολλούς τουρίστες. Σχεδόν όλοι εντυπωσιάζονταν με το πόσο ασφαλές ήταν να κυκλοφορείς στην Αθήνα.
Δεν θα ξεχάσω πόσες φορές άκουσα από κάποιον Αμερικανό να λέει με έκπληξη «είδα μια γυναίκα να κυκλοφορεί μόνη της στο δρόμο στις 3 το πρωί». «Ε και;» του έλεγα αδιάφορα και μέσα μου χαιρόμουν γιατί καταλάβαινα πως μπορεί εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες να μην χτίσαμε Παρθενώνες αλλά η δική μας Ακρόπολη ήταν η κοινωνική γαλήνη.
Δεν είναι λίγο πράγμα η γαλήνη – «Η πολυτέλεια των φτωχών είναι λίγη γαλήνη» (Νομίζω πως η φράση είναι από το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς.)
Αυτή η Αθήνα, όμως, δεν υπάρχει πια – αυτή η Ελλάδα δεν υπάρχει πια. Και τώρα;
Ταπεινή μου γνώμη είναι –και το έχω γράψει αρκετές φορές στο παρελθόν- πως θα πρέπει να ακούσουμε επιτέλους τους εγκληματολόγους και τους κοινωνιολόγους. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, υπάρχουν επιστήμες σε αυτόν τον κόσμο και οι επιστήμονες ξέρουν πολύ καλύτερα από εμένα και από εσάς το αντικείμενό τους. Αυτοί ξέρουν τα αίτια και τους τρόπους για τη λύση του προβλήματος. Θέλει κάποιος να ακούσει;
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί η βία και η εγκληματικότητα να αντιμετωπίζονται με όρους καφενείου ή τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων – αν και μάλλον αυτά τα δυο είναι πια το ίδιο.
Δεν είναι δυνατόν να μιλάνε για την εγκληματικότητα άνθρωποι οι οποίοι έχουν σωματοφύλακες και δεν κυκλοφορούν ποτέ χωρίς φρουρά στους δρόμους της Αθήνας.
Οι τηλεδημοσιογράφοι παίζουν εδώ και χρόνια τους φτωχούληδες που πλήττονται από τα μέτρα της κυβέρνησης και δεν έχουν χρήματα να βάλουν πετρέλαιο – πάει πολύ να παίζουν και τους ανυπεράσπιστους πολίτες που κινδυνεύουν σε δρόμους στους οποίους δεν έχουν περπατήσει ποτέ. Οι πανεπιστήμονες τηλεδημοσιογράφοι είναι επικίνδυνοι για την κοινωνία.
Θα κλείσω το κείμενο με τον ίδιο τρόπο που είχα κλείσει ένα άλλο κείμενο ένα χρόνο πριν, αμέσως μετά την επίθεση στο υποκατάστημα της Marfin: «…αυτή η χώρα έχει καλούς κοινωνιολόγους και εγκληματολόγους – ας καθίσουν ένα βράδυ οι καλύτεροι απ’ αυτούς σε ένα στούντιο (μόνοι τους), κι ας μας πουν πού οφείλεται όλο αυτό το μίσος που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Αν είναι να σκοτωθούμε μεταξύ μας, να ξέρουμε τουλάχιστον το γιατί».
(Ο τίτλος του κειμένου -«Στην Αθήνα πια δεν έχουμε ζωή»- είναι μια φράση που είπα χτες το απόγευμα σε μια φίλη μου, ενώ περπατούσαμε στο κέντρο της Αθήνας. Δεν βγήκε από το μυαλό μου αλλά από το στομάχι μου – και το στομάχι μου δεν πέφτει ποτέ έξω.)
pitsirikos
Αυτός ο άνδρας που δολοφονήθηκε χτες στην Αθήνα ήταν ένας από εμάς. Δεν ήταν αστυνομικός που κυνηγούσε κακοποιούς, δεν οπλοφορούσε, δεν δολοφονήθηκε για ξεκαθάρισμα λογαριασμών – στη θέση του θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε πολίτης αυτής της χώρας.
Ίσως, αυτός είναι ο λόγος που τα στομάχια όλων σφίχτηκαν στο άκουσμα αυτής της δολοφονίας. Ο καθένας μπορεί να σκεφτεί τον εαυτό του να ετοιμάζεται να μεταφέρει γεμάτος χαρά τη γυναίκα του στο μαιευτήριο για να φέρει στον κόσμο το παιδί του. Αυτό που δεν μπορεί να διανοηθεί είναι πως –αντί για τη νέα ζωή- θα συναντήσει τον δικό του θάνατο. Είναι τρελό αυτό.
Τη φράση «θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση του» δεν την ακούς πολύ εύκολα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Υπάρχει μια γενική πεποίθηση πως τα κακά συμβαίνουν μόνο στους άλλους – ποτέ σε εμάς.
Φίλοι και γνωστοί χάνουν τις δουλειές τους, χρεοκοπούν, κάποιοι οδηγούνται στην αυτοκτονία, πολλοί περισσότεροι στην εξαθλίωση αλλά κανείς δεν θέλει να πιστέψει πως θα βρεθεί στη θέση αυτών των ανθρώπων.
Αυτό που δεν πέτυχαν οι ζωές των ανθρώπων που καταστρέφονται, μάλλον το πέτυχε η δολοφονία του άτυχου 44χρονου. Αν και δυσκολευόμαστε να αισθανθούμε πως θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στη θέση όσων έχασαν τα πάντα, συνειδητοποιήσαμε πως θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στη θέση αυτού του άνδρα που δολοφονήθηκε.
Εκατομμύρια Έλληνες μπήκαν χτες στη θέση αυτού του άνδρα. Τελικά, δεν κατάφερε να μας κάνει κοινωνία η αλληλεγγύη αλλά ίσως μας αναγκάσει να γίνουμε πάλι κοινωνία η βία.
Βέβαια, θα πρέπει πρώτα να την κατανοήσουμε – τη βία, την εγκληματικότητα και τα αίτιά τους. Οι κραυγές, τα ουρλιαχτά και οι κατάρες δεν βοηθούν καθόλου. Επίσης, η απάντηση στη βία δεν μπορεί να είναι η βία. Ούτε, βέβαια, αρκεί να καταδικάζεις τη βία – εκτός αν είσαι χαζοχαρούμενος και μικρονοϊκός.
Γεννήθηκα στην Αθήνα και έχω ζήσει σχεδόν όλη τη ζωή μου εδώ. Η Αθήνα ήταν μια από τις πιο ασφαλείς πόλεις του κόσμου και η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με τη χαμηλότερη εγκληματικότητα.
Κάνοντας για χρόνια μια δουλειά που είχε σχέση με τον τουρισμό, ερχόμουν καθημερινά σε επαφή με πολλούς τουρίστες. Σχεδόν όλοι εντυπωσιάζονταν με το πόσο ασφαλές ήταν να κυκλοφορείς στην Αθήνα.
Δεν θα ξεχάσω πόσες φορές άκουσα από κάποιον Αμερικανό να λέει με έκπληξη «είδα μια γυναίκα να κυκλοφορεί μόνη της στο δρόμο στις 3 το πρωί». «Ε και;» του έλεγα αδιάφορα και μέσα μου χαιρόμουν γιατί καταλάβαινα πως μπορεί εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες να μην χτίσαμε Παρθενώνες αλλά η δική μας Ακρόπολη ήταν η κοινωνική γαλήνη.
Δεν είναι λίγο πράγμα η γαλήνη – «Η πολυτέλεια των φτωχών είναι λίγη γαλήνη» (Νομίζω πως η φράση είναι από το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς.)
Αυτή η Αθήνα, όμως, δεν υπάρχει πια – αυτή η Ελλάδα δεν υπάρχει πια. Και τώρα;
Ταπεινή μου γνώμη είναι –και το έχω γράψει αρκετές φορές στο παρελθόν- πως θα πρέπει να ακούσουμε επιτέλους τους εγκληματολόγους και τους κοινωνιολόγους. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, υπάρχουν επιστήμες σε αυτόν τον κόσμο και οι επιστήμονες ξέρουν πολύ καλύτερα από εμένα και από εσάς το αντικείμενό τους. Αυτοί ξέρουν τα αίτια και τους τρόπους για τη λύση του προβλήματος. Θέλει κάποιος να ακούσει;
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί η βία και η εγκληματικότητα να αντιμετωπίζονται με όρους καφενείου ή τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων – αν και μάλλον αυτά τα δυο είναι πια το ίδιο.
Δεν είναι δυνατόν να μιλάνε για την εγκληματικότητα άνθρωποι οι οποίοι έχουν σωματοφύλακες και δεν κυκλοφορούν ποτέ χωρίς φρουρά στους δρόμους της Αθήνας.
Οι τηλεδημοσιογράφοι παίζουν εδώ και χρόνια τους φτωχούληδες που πλήττονται από τα μέτρα της κυβέρνησης και δεν έχουν χρήματα να βάλουν πετρέλαιο – πάει πολύ να παίζουν και τους ανυπεράσπιστους πολίτες που κινδυνεύουν σε δρόμους στους οποίους δεν έχουν περπατήσει ποτέ. Οι πανεπιστήμονες τηλεδημοσιογράφοι είναι επικίνδυνοι για την κοινωνία.
Θα κλείσω το κείμενο με τον ίδιο τρόπο που είχα κλείσει ένα άλλο κείμενο ένα χρόνο πριν, αμέσως μετά την επίθεση στο υποκατάστημα της Marfin: «…αυτή η χώρα έχει καλούς κοινωνιολόγους και εγκληματολόγους – ας καθίσουν ένα βράδυ οι καλύτεροι απ’ αυτούς σε ένα στούντιο (μόνοι τους), κι ας μας πουν πού οφείλεται όλο αυτό το μίσος που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Αν είναι να σκοτωθούμε μεταξύ μας, να ξέρουμε τουλάχιστον το γιατί».
(Ο τίτλος του κειμένου -«Στην Αθήνα πια δεν έχουμε ζωή»- είναι μια φράση που είπα χτες το απόγευμα σε μια φίλη μου, ενώ περπατούσαμε στο κέντρο της Αθήνας. Δεν βγήκε από το μυαλό μου αλλά από το στομάχι μου – και το στομάχι μου δεν πέφτει ποτέ έξω.)
pitsirikos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου