Ολοι, όσους ξέρω, χάνουν κάθε μέρα κι από κάτι. Την δουλειά τους, το σπίτι τους, το χαμόγελό τους, την όρεξή τους για ζωή. Τη ζωή τους την ίδια. Οπου κοιτάξεις θα δεις έλληνες να φθίνουν. Να λιώνουν. Να τσακίζονται και να διπλώνουν.
Οργή και απελπισία. Και μια πίκρα. Πίκρα ότι κανείς δεν τους υπερασπίζεται. Οτι κανείς δεν στάθηκε δίπλα τους. Οτι κανείς δεν παίρνει το μέρος τους. Οτι είναι ολομόναχοι να τα βγάλουν πέρα σε αυτή την κατοχή και την λεηλασία. Σε αυτή την επίθεση χωρίς τέλος και χωρίς έλεος.
Ενας λαός απροστάτευτος. Ενας λαός προδομένος. Που τον πρόδωσαν οι αρχηγοί και οι οδηγοί του. Οι ίδιοι οι μπροστάρηδές του τον πρόδωσαν. Εκείνοι οι ίδιοι που τον αποκοίμιζαν με υποσχέσεις ιλουστρασιόν και λόγους καλογραμμένους πως θα τον οδηγήσουν στην προκοπή. Και που στα κρυφά ξεκοκκάλιζαν τις σάρκες του και έπιναν το αίμα του σε ανόσια γεύματα. Και που καλούσαν και τους εχθρούς του στο βρωμερό τους τραπέζι.
Τον προδίνουν ακόμα. Κάθε μέρα τον προδίνουν. Τον σταυρώνουν. Τον πουλάνε χοντρική και λιανική. Τον φτύνουν στα κρυφά και τον γλείφουν στα φανερά. Κι έχουν, εδώ και χρόνια, προσλάβει σαν βοηθούς και εκτελεστές των άνομων σχεδίων τους, έναν ολόκληρο στρατό. Εναν φρικτό και θορυβώδη στρατό με τους πιο υψηλά αμοιβόμενους υπηρέτες του απόλυτου τίποτε.
Τελάληδες με ακριβά κουστούμια που, σε μια παρωδία ενημέρωσης, εμφανίζουν το ψέμμα τους για αλήθεια και την σκλαβιά για σωτηρία. Τζουτζέδες γυαλιστερούς, και των τριών φύλων, που σε συφοριασμένα σώου πουλάνε τα περιττώματα των ψυχών τους για τροφή. Πρόθυμες και πεινασμένες για παχυλά πορτοφόλια φαινομηρίδες που προτείνουν την φτηνή προστυχιά τους για υψηλής ποιότητας ερωτισμό. Σε γιγαντιαία πλατώ με εναέριες κάμερες, με φωτορυθμικά και σηματοδότες αυθορμήτου χειροκροτήματος.
Και πίσω από αυτόν τον φανταχτερο στρατό της κολάσεως, αυτό το εργοτάξιο της παρακμής, πίσω ακόμη και από τους εφιάλτες που υποδύονται τον μπροστάρη και τον ηγέτη του λαού, πίσω εκεί στις σκιές, κρυμμένοι οι λίγοι εκείνοι που κινούν όλα τα νήματα της καταστροφής μας. Οι λίγοι εκείνοι που κρατάνε στα άπληστα χέρια τους, στα φρικτά τους χέρια, την τύχη και τον πλούτο αυτής της πατρίδας. Από τις πρώτες κιόλας μέρες που λευτερώθηκε. Και από πιο παλιά ακόμη.
Εκείνοι που θέλουν να βγάλουν το πιο υπέρμετρο κέρδος από τον κάθε δρόμο που πατάει ο έλληνας. Από την κάθε θάλασσα και ουρανό που διασχίζει. Από την αρρώστεια και τα φάρμακα του πατέρα του. Από το σχολειό και τη μόρφωση του παιδιού του. Από τη λάμπα που ανάβει το βράδυ σπίτι του. Από το νερό που πίνει. Μέχρι κι απ’ τα σκουπίδια του.
Το πιο υπέρμετρο κέρδος. Το πιο υπερβολικό. Οσο υπερβολική είναι και εκείνη η αρχαία νόσος από την οποία πάσχουν οι ψυχές τους. Της απληστίας και του πλουτισμού πέρα από κάθε μέτρο. Πλουτισμού από κάθε ανθρώπινη ανάγκη, από κάθε ανάγκη της κοινωνίας. Χωρίς μέτρο και τέλος. Χωρίς έλεος.
Ολοι, όσους ξέρω, χάνουν κάθε μέρα κι από κάτι. Μα πιο πολύ χάνουν την πίστη τους. Δεν πιστεύουν πια σε τίποτε και σε κανέναν. Δεν εμπιστεύονται κανέναν και τίποτε. Δεν έχουν σε κανέναν πια εμπιστοσύνη. Ούτε αρχηγούς, ούτε ήρωες και ηγέτες. Ούτε ιερείς, ούτε ταγούς πνευματικούς και οδηγούς.
Μόνο την οργή τους εμπιστεύονται. Κι μέχρι αυτή η οργή να βρει ξέσπασμα και δικαίωση για την προδοσία, την αρπαγή, την ατιμωρησία και την ανομία, δεν πρόκειται να εμπιστευθούν κανέναν.
Κι όσο η λεηλασία, η αδικία και η ατιμωρησία συνεχίζεται αμετανόητα, τόσο θα φουντώνει και η οργή. Η οργή του κάθε έλληνα. Κι αυτό, το ξέρει καλά αυτό, “δεν θα τελειώσει καλά όλο αυτό”. Ολο αυτό μας οδηγάει στην άβυσσο. Που μας κοιτάζει πια με το στόμα ορθάνοιχτο και γυρεύει με μια χαψιά να μας καταπιεί.
Ισως πέρα από την άβυσσο να βρίσκεται η ελευθερία. Η ελευθερία που τόσο αγάπησε ο έλληνας.
Ισως πέρα από την άβυσσο να βρίσκεται η πίστη. Η πίστη ξανά στον ίδιο του τον εαυτό και στον συνέλληνά του. Η πίστη πως δεν χρειάζεται πια ηγέτες και οδηγούς. Η πίστη πως μπορεί να πάρει την μοίρα του στα χέρια του μαζί με τους συμπατριώτες του και να κυβερνηθεί μόνος του.
Η πίστη στην ελευθερία του. Στην ελευθερία και στην δημοκρατία. Στη δημοκρατία των πατέρων του.
Μα η άβυσσος ζυγώνει. Μας ζυγώνει. Και για να περάσουμε στην απέναντι πλευρά πρέπει να κάνουμε την τελευταία στιγμή ένα Αχίλλειο άλμα πάνω από το φοβερό της χάσμα.
Ενα άλμα στην ελευθερία και την δημοκρατία.
Θραξ Αναρμόδιος
Οργή και απελπισία. Και μια πίκρα. Πίκρα ότι κανείς δεν τους υπερασπίζεται. Οτι κανείς δεν στάθηκε δίπλα τους. Οτι κανείς δεν παίρνει το μέρος τους. Οτι είναι ολομόναχοι να τα βγάλουν πέρα σε αυτή την κατοχή και την λεηλασία. Σε αυτή την επίθεση χωρίς τέλος και χωρίς έλεος.
Ενας λαός απροστάτευτος. Ενας λαός προδομένος. Που τον πρόδωσαν οι αρχηγοί και οι οδηγοί του. Οι ίδιοι οι μπροστάρηδές του τον πρόδωσαν. Εκείνοι οι ίδιοι που τον αποκοίμιζαν με υποσχέσεις ιλουστρασιόν και λόγους καλογραμμένους πως θα τον οδηγήσουν στην προκοπή. Και που στα κρυφά ξεκοκκάλιζαν τις σάρκες του και έπιναν το αίμα του σε ανόσια γεύματα. Και που καλούσαν και τους εχθρούς του στο βρωμερό τους τραπέζι.
Τον προδίνουν ακόμα. Κάθε μέρα τον προδίνουν. Τον σταυρώνουν. Τον πουλάνε χοντρική και λιανική. Τον φτύνουν στα κρυφά και τον γλείφουν στα φανερά. Κι έχουν, εδώ και χρόνια, προσλάβει σαν βοηθούς και εκτελεστές των άνομων σχεδίων τους, έναν ολόκληρο στρατό. Εναν φρικτό και θορυβώδη στρατό με τους πιο υψηλά αμοιβόμενους υπηρέτες του απόλυτου τίποτε.
Τελάληδες με ακριβά κουστούμια που, σε μια παρωδία ενημέρωσης, εμφανίζουν το ψέμμα τους για αλήθεια και την σκλαβιά για σωτηρία. Τζουτζέδες γυαλιστερούς, και των τριών φύλων, που σε συφοριασμένα σώου πουλάνε τα περιττώματα των ψυχών τους για τροφή. Πρόθυμες και πεινασμένες για παχυλά πορτοφόλια φαινομηρίδες που προτείνουν την φτηνή προστυχιά τους για υψηλής ποιότητας ερωτισμό. Σε γιγαντιαία πλατώ με εναέριες κάμερες, με φωτορυθμικά και σηματοδότες αυθορμήτου χειροκροτήματος.
Και πίσω από αυτόν τον φανταχτερο στρατό της κολάσεως, αυτό το εργοτάξιο της παρακμής, πίσω ακόμη και από τους εφιάλτες που υποδύονται τον μπροστάρη και τον ηγέτη του λαού, πίσω εκεί στις σκιές, κρυμμένοι οι λίγοι εκείνοι που κινούν όλα τα νήματα της καταστροφής μας. Οι λίγοι εκείνοι που κρατάνε στα άπληστα χέρια τους, στα φρικτά τους χέρια, την τύχη και τον πλούτο αυτής της πατρίδας. Από τις πρώτες κιόλας μέρες που λευτερώθηκε. Και από πιο παλιά ακόμη.
Εκείνοι που θέλουν να βγάλουν το πιο υπέρμετρο κέρδος από τον κάθε δρόμο που πατάει ο έλληνας. Από την κάθε θάλασσα και ουρανό που διασχίζει. Από την αρρώστεια και τα φάρμακα του πατέρα του. Από το σχολειό και τη μόρφωση του παιδιού του. Από τη λάμπα που ανάβει το βράδυ σπίτι του. Από το νερό που πίνει. Μέχρι κι απ’ τα σκουπίδια του.
Το πιο υπέρμετρο κέρδος. Το πιο υπερβολικό. Οσο υπερβολική είναι και εκείνη η αρχαία νόσος από την οποία πάσχουν οι ψυχές τους. Της απληστίας και του πλουτισμού πέρα από κάθε μέτρο. Πλουτισμού από κάθε ανθρώπινη ανάγκη, από κάθε ανάγκη της κοινωνίας. Χωρίς μέτρο και τέλος. Χωρίς έλεος.
Ολοι, όσους ξέρω, χάνουν κάθε μέρα κι από κάτι. Μα πιο πολύ χάνουν την πίστη τους. Δεν πιστεύουν πια σε τίποτε και σε κανέναν. Δεν εμπιστεύονται κανέναν και τίποτε. Δεν έχουν σε κανέναν πια εμπιστοσύνη. Ούτε αρχηγούς, ούτε ήρωες και ηγέτες. Ούτε ιερείς, ούτε ταγούς πνευματικούς και οδηγούς.
Μόνο την οργή τους εμπιστεύονται. Κι μέχρι αυτή η οργή να βρει ξέσπασμα και δικαίωση για την προδοσία, την αρπαγή, την ατιμωρησία και την ανομία, δεν πρόκειται να εμπιστευθούν κανέναν.
Κι όσο η λεηλασία, η αδικία και η ατιμωρησία συνεχίζεται αμετανόητα, τόσο θα φουντώνει και η οργή. Η οργή του κάθε έλληνα. Κι αυτό, το ξέρει καλά αυτό, “δεν θα τελειώσει καλά όλο αυτό”. Ολο αυτό μας οδηγάει στην άβυσσο. Που μας κοιτάζει πια με το στόμα ορθάνοιχτο και γυρεύει με μια χαψιά να μας καταπιεί.
Ισως πέρα από την άβυσσο να βρίσκεται η ελευθερία. Η ελευθερία που τόσο αγάπησε ο έλληνας.
Ισως πέρα από την άβυσσο να βρίσκεται η πίστη. Η πίστη ξανά στον ίδιο του τον εαυτό και στον συνέλληνά του. Η πίστη πως δεν χρειάζεται πια ηγέτες και οδηγούς. Η πίστη πως μπορεί να πάρει την μοίρα του στα χέρια του μαζί με τους συμπατριώτες του και να κυβερνηθεί μόνος του.
Η πίστη στην ελευθερία του. Στην ελευθερία και στην δημοκρατία. Στη δημοκρατία των πατέρων του.
Μα η άβυσσος ζυγώνει. Μας ζυγώνει. Και για να περάσουμε στην απέναντι πλευρά πρέπει να κάνουμε την τελευταία στιγμή ένα Αχίλλειο άλμα πάνω από το φοβερό της χάσμα.
Ενα άλμα στην ελευθερία και την δημοκρατία.
Θραξ Αναρμόδιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου