Και τώρα; Θα σωπάσουμε για άλλη μία φορά, μην τυχόν και μας πουν «ρατσιστές»; Μην τυχόν και πλήξουμε το «προοδευτικό» προσωπείο που αρέσκεται να φορά τα τελευταία τριάντα χρόνια η ελληνική κοινωνία;
Διάβασα και ξαναδιάβασα το χτεσινό μου σχόλιο για τους λαθρομετανάστες. Είναι αλήθεια ότι γράφτηκε εν βρασμώ ψυχής. Μήπως είμαι ρατσιστής; Αναρωτήθηκα. Δεν είναι πιο όμορφο να γράψω για τους κακόμοιρους τους ανθρώπους που ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες; Μήπως έγινα ακροδεξιός τώρα στα γεράματα και ντρέπομαι να το ομολογήσω;
Μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον που οι Έλληνες πολίτες έκαναν πορείες για τους πεινασμένους στην Αιθιοπία. Σε μία κοινωνία που ένιωθε ένοχη αν δεν βοηθούσε τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα να μαζέψουν τον καφέ τους και που η μη αποδοκιμασία στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ήταν θανάσιμο αμάρτημα.
Ζήσαμε «επαναστατικές ημέρες». Σήμερα με μία απόσταση από τα γεγονότα μπορούμε να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να πούμε ότι συμβάλλαμε κι εμείς, στο μέτρο των δυνατοτήτων του ο καθένας, στην αποδόμηση αυτής της χώρας. Με την ενεργό συμμετοχή μας ή έστω με την ανοχή μας, βοηθήσαμε να διαλυθούν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Επειδή ακριβώς δεν τολμήσαμε να αντιδράσουμε, το επιχειρηματικό κέρδος θεωρείται ακόμη και σήμερα συνώνυμο της δράσης της μαφίας. Επειδή δεν τολμήσαμε να ορθώσουμε λόγο, επιτρέψαμε στα πάσης φύσεως τρωκτικά να πάρουν στα χέρια τους τις τύχες των κομμάτων και της εξουσίας.
Και τώρα; Θα σωπάσουμε για άλλη μία φορά, μην τυχόν και μας πουν «ρατσιστές»; Μην τυχόν και πλήξουμε το «προοδευτικό» προσωπείο που αρέσκεται να φορά τα τελευταία τριάντα χρόνια η ελληνική κοινωνία; Αν το κάνουμε και τώρα, που ο κόμπος με τους λαθρομετανάστες έχει φτάσει στο χτένι, αν κλείσουμε για άλλη μία φορά τα μάτια, θα έρθει η ώρα που η «αυτοκριτική» θα είναι πλέον πιο σκληρή. Θα έχουν χαθεί πολλά περισσότερα πράγματα απ’ όσα έχουμε ήδη χάσει ασπαζόμενοι επί σειρά ετών ιδέες καταστροφικές για τη χώρα και το έθνος.
Να ξεκαθαρίσουμε, ευθύς εξαρχής, ότι αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν σε άλλη χώρα του κόσμου. Αν αύριο το πρωί υπήρχε ένα ανάλογο πρόβλημα στη Γερμανία, για παράδειγμα, θα είχαν ξεσηκωθεί ακόμη και οι πέτρες. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι ανεκτικές απέναντι στους ξένους (όσο είναι ανεκτικές), επειδή το πρόβλημα μπορούν να το διαχειριστούν. Αν δεν μπορούσαν θα ήταν ιδιαίτερα σκληρές, επειδή θα κινδύνευε η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας τους.
Το πρόβλημα, όμως, στην Ελλάδα έχει ξεφύγει εδώ και καιρό. Δυστυχώς, τα πολιτικά κόμματα αρνήθηκαν να το αντιμετωπίσουν, επειδή φοβήθηκαν ότι η επιλογή τους αυτή θα είχε πολιτικό κόστος, λόγω των ιδεοληψιών που υπάρχουν στην Ελλάδα. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι τα πράγματα εξελίχτηκαν με τόση μεγάλη ταχύτητα που τα κόμματα δεν αντιλήφθηκαν ότι οι μέχρι χτες «προοδευτικοί» ψηφοφόροι τους έφτασαν στο σημείο της αγανάκτησης και πέρα απ’ αυτό. Η αδράνεια των δύο μεγάλων κομμάτων έδωσε έδαφος σε ακραία στοιχεία να γίνουν οι αποκλειστικοί εκφραστές της πραγματικής πλέον λαϊκής αγανάκτησης.
Ο καθένας από εμάς μπορεί να λέει ωραία λόγια. Ας πάει, όμως, να ζήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Πλατεία Αμερικής και να μας πει έπειτα αν διατηρεί τις απόψεις του περί ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών.
Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο κι αν δεν αποφασίσουμε ως κοινωνία να συζητήσουμε ανοικτά και δίχως προκαταλήψεις αυτό το θέμα, πολύ σύντομα ο εξελίξεις θα μας ξεπεράσουν και είναι πιθανόν να γίνουμε θεατές απίστευτων καταστάσεων.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι μετανάστες πρέπει να τύχουν ίσων δικαιωμάτων με τους γηγενείς. Προσωπικά είμαι αρνητικός κάθετα σε μία τέτοια προοπτική. Θέλω να πιστεύω ότι και όσοι το έλεγαν για τους δικούς τους λόγους πριν από τις εκλογές και βρίσκονται στην κυβέρνηση, θα έχουν αλλάξει άποψη.
Δεν είναι δυνατόν να αποδεχτούμε ότι όποιος περνάει με το έτσι θέλω τα σύνορα της χώρας θα αποκτά πλήρη δικαιώματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και στέγη. Δική του ήταν η επιλογή να έρθει εδώ, δεν τον καλέσαμε εμείς. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τον αποδεχτούμε. Όχι γιατί το χρώμα του δέρματός του ίσως είναι σκούρο, αλλά διότι δεν αντέχει η χώρα ένα τέτοιο βάρος.
Και τι κάνουμε με αυτούς που είναι εδώ; Για όσους βρίσκονται εδώ νόμιμα, έχουν εργασία και χαρτιά, δεν τίθεται θέμα. Όσοι όμως είναι παράνομοι, πρέπει να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Είναι πολύ μεγαλύτερο το κόστος της παραμονής τους στη χώρα μας από εκείνο της επαναπροώθησή τους. Μέχρι σήμερα έχουμε περάσει το μήνυμα προς τους υποψήφιους μετανάστες «ελάτε στην Ελλάδα να ζήσετε τον μύθο σας». Από εδώ και πέρα θα πρέπει να περάσουμε ένα άλλο μήνυμα: «Η Ελλάδα δεν είναι φιλική στους απρόσκλητους επισκέπτες».
Να δούμε μαζί το μέλλον, αν και εφόσον δεν αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι τώρα. Ποιος είναι εκείνος που μας διαβεβαιώνει ότι σε λίγο καιρό οι οικονομικοί μετανάστες δεν θα είναι περισσότεροι από τους Έλληνες σε αυτή την χώρα; Τι πρέπει να κάνουμε τότε; Να τους δώσουμε πλήρη πολιτικά δικαιώματα και να εκλέξουν τη δική τους κυβέρνηση; Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα του ΔΝΤ, η Ελλάδα της κρίσης να συντηρήσει τόσους πολλούς πεινασμένους;
Στα γεγονότα του Δεκεμβρίου όλοι θυμόμαστε τους αλλοδαπούς που λεηλατούσαν μαγαζιά. Ήταν φυσικό και μας έκανε εντύπωση ότι κάποιοι το βρήκανε αξιοσημείωτο. Ο πεινασμένος, ο εξαθλιωμένος δεν έχει πολλές επιλογές, πέρα από εκείνες που ορίζει το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του.
Κάποιοι λένε ότι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους ανθρώπους αυτούς για τη μοίρα τους. Κάνουν λάθος. Δεν βρέθηκαν τυχαία σε αυτή τη χώρα, ήταν δική τους επιλογή. Γιατί λοιπόν, αυτοί να έχουν το δικαίωμα της επιλογής και να έρχονται με το έτσι θέλω στη χώρα μας και εμείς να μην έχουμε το δικαίωμα να τους αρνηθούμε την είσοδο;
Θανάσης Μαυρίδης
Μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον που οι Έλληνες πολίτες έκαναν πορείες για τους πεινασμένους στην Αιθιοπία. Σε μία κοινωνία που ένιωθε ένοχη αν δεν βοηθούσε τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα να μαζέψουν τον καφέ τους και που η μη αποδοκιμασία στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ήταν θανάσιμο αμάρτημα.
Ζήσαμε «επαναστατικές ημέρες». Σήμερα με μία απόσταση από τα γεγονότα μπορούμε να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να πούμε ότι συμβάλλαμε κι εμείς, στο μέτρο των δυνατοτήτων του ο καθένας, στην αποδόμηση αυτής της χώρας. Με την ενεργό συμμετοχή μας ή έστω με την ανοχή μας, βοηθήσαμε να διαλυθούν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Επειδή ακριβώς δεν τολμήσαμε να αντιδράσουμε, το επιχειρηματικό κέρδος θεωρείται ακόμη και σήμερα συνώνυμο της δράσης της μαφίας. Επειδή δεν τολμήσαμε να ορθώσουμε λόγο, επιτρέψαμε στα πάσης φύσεως τρωκτικά να πάρουν στα χέρια τους τις τύχες των κομμάτων και της εξουσίας.
Και τώρα; Θα σωπάσουμε για άλλη μία φορά, μην τυχόν και μας πουν «ρατσιστές»; Μην τυχόν και πλήξουμε το «προοδευτικό» προσωπείο που αρέσκεται να φορά τα τελευταία τριάντα χρόνια η ελληνική κοινωνία; Αν το κάνουμε και τώρα, που ο κόμπος με τους λαθρομετανάστες έχει φτάσει στο χτένι, αν κλείσουμε για άλλη μία φορά τα μάτια, θα έρθει η ώρα που η «αυτοκριτική» θα είναι πλέον πιο σκληρή. Θα έχουν χαθεί πολλά περισσότερα πράγματα απ’ όσα έχουμε ήδη χάσει ασπαζόμενοι επί σειρά ετών ιδέες καταστροφικές για τη χώρα και το έθνος.
Να ξεκαθαρίσουμε, ευθύς εξαρχής, ότι αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν σε άλλη χώρα του κόσμου. Αν αύριο το πρωί υπήρχε ένα ανάλογο πρόβλημα στη Γερμανία, για παράδειγμα, θα είχαν ξεσηκωθεί ακόμη και οι πέτρες. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι ανεκτικές απέναντι στους ξένους (όσο είναι ανεκτικές), επειδή το πρόβλημα μπορούν να το διαχειριστούν. Αν δεν μπορούσαν θα ήταν ιδιαίτερα σκληρές, επειδή θα κινδύνευε η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας τους.
Το πρόβλημα, όμως, στην Ελλάδα έχει ξεφύγει εδώ και καιρό. Δυστυχώς, τα πολιτικά κόμματα αρνήθηκαν να το αντιμετωπίσουν, επειδή φοβήθηκαν ότι η επιλογή τους αυτή θα είχε πολιτικό κόστος, λόγω των ιδεοληψιών που υπάρχουν στην Ελλάδα. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι τα πράγματα εξελίχτηκαν με τόση μεγάλη ταχύτητα που τα κόμματα δεν αντιλήφθηκαν ότι οι μέχρι χτες «προοδευτικοί» ψηφοφόροι τους έφτασαν στο σημείο της αγανάκτησης και πέρα απ’ αυτό. Η αδράνεια των δύο μεγάλων κομμάτων έδωσε έδαφος σε ακραία στοιχεία να γίνουν οι αποκλειστικοί εκφραστές της πραγματικής πλέον λαϊκής αγανάκτησης.
Ο καθένας από εμάς μπορεί να λέει ωραία λόγια. Ας πάει, όμως, να ζήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Πλατεία Αμερικής και να μας πει έπειτα αν διατηρεί τις απόψεις του περί ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών.
Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο κι αν δεν αποφασίσουμε ως κοινωνία να συζητήσουμε ανοικτά και δίχως προκαταλήψεις αυτό το θέμα, πολύ σύντομα ο εξελίξεις θα μας ξεπεράσουν και είναι πιθανόν να γίνουμε θεατές απίστευτων καταστάσεων.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι μετανάστες πρέπει να τύχουν ίσων δικαιωμάτων με τους γηγενείς. Προσωπικά είμαι αρνητικός κάθετα σε μία τέτοια προοπτική. Θέλω να πιστεύω ότι και όσοι το έλεγαν για τους δικούς τους λόγους πριν από τις εκλογές και βρίσκονται στην κυβέρνηση, θα έχουν αλλάξει άποψη.
Δεν είναι δυνατόν να αποδεχτούμε ότι όποιος περνάει με το έτσι θέλω τα σύνορα της χώρας θα αποκτά πλήρη δικαιώματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και στέγη. Δική του ήταν η επιλογή να έρθει εδώ, δεν τον καλέσαμε εμείς. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τον αποδεχτούμε. Όχι γιατί το χρώμα του δέρματός του ίσως είναι σκούρο, αλλά διότι δεν αντέχει η χώρα ένα τέτοιο βάρος.
Και τι κάνουμε με αυτούς που είναι εδώ; Για όσους βρίσκονται εδώ νόμιμα, έχουν εργασία και χαρτιά, δεν τίθεται θέμα. Όσοι όμως είναι παράνομοι, πρέπει να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Είναι πολύ μεγαλύτερο το κόστος της παραμονής τους στη χώρα μας από εκείνο της επαναπροώθησή τους. Μέχρι σήμερα έχουμε περάσει το μήνυμα προς τους υποψήφιους μετανάστες «ελάτε στην Ελλάδα να ζήσετε τον μύθο σας». Από εδώ και πέρα θα πρέπει να περάσουμε ένα άλλο μήνυμα: «Η Ελλάδα δεν είναι φιλική στους απρόσκλητους επισκέπτες».
Να δούμε μαζί το μέλλον, αν και εφόσον δεν αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι τώρα. Ποιος είναι εκείνος που μας διαβεβαιώνει ότι σε λίγο καιρό οι οικονομικοί μετανάστες δεν θα είναι περισσότεροι από τους Έλληνες σε αυτή την χώρα; Τι πρέπει να κάνουμε τότε; Να τους δώσουμε πλήρη πολιτικά δικαιώματα και να εκλέξουν τη δική τους κυβέρνηση; Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα του ΔΝΤ, η Ελλάδα της κρίσης να συντηρήσει τόσους πολλούς πεινασμένους;
Στα γεγονότα του Δεκεμβρίου όλοι θυμόμαστε τους αλλοδαπούς που λεηλατούσαν μαγαζιά. Ήταν φυσικό και μας έκανε εντύπωση ότι κάποιοι το βρήκανε αξιοσημείωτο. Ο πεινασμένος, ο εξαθλιωμένος δεν έχει πολλές επιλογές, πέρα από εκείνες που ορίζει το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του.
Κάποιοι λένε ότι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους ανθρώπους αυτούς για τη μοίρα τους. Κάνουν λάθος. Δεν βρέθηκαν τυχαία σε αυτή τη χώρα, ήταν δική τους επιλογή. Γιατί λοιπόν, αυτοί να έχουν το δικαίωμα της επιλογής και να έρχονται με το έτσι θέλω στη χώρα μας και εμείς να μην έχουμε το δικαίωμα να τους αρνηθούμε την είσοδο;
Θανάσης Μαυρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου