Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Τα κρίνα είναι διάφανα

Κοιτάζω τους πίνακες του. Καμαρώνω! Φτερά στους ώμους, βαρίδια στα πόδια, κιθάρα με μορφή γυναίκας. Σκέφτομαι τις «σιωπές που ευωδιάζουν αγριοκέρασα». Πώς είναι άραγε τα αγριοκέρασα; Εγώ στις σιωπές μου δίνω μόνο εικόνες. Εκείνος πως τα καταφέρνει; Κι ύστερα είναι «όλα τα χρόνια που ναυάγησαν σε ξέρες και η μοναξιά που θα πληρώνει σαν αντίτιμο για όλα τα χάδια που ζήτησε».

Θυμάμαι τη συναυλία. Επιβλητικός πάνω στη σκηνή. Σκοτεινός τύπος. Ανταριασμένο βλέμμα, θυμωμένη όψη. «Εδώ είμαστε», σκέφτηκα. Κι όλο το βράδυ παρατηρούσα τα χρώματα που εναλλάσσονταν στο πρόσωπο του. Ρουφούσα κάθε λέξη που έλεγε, κάθε στίχο. Κοιτούσα τα δάχτυλα του που χάιδευαν άλλοτε βίαια και άλλοτε απαλά τα τάστα της κιθάρας.


Διαβάζω την είδηση. Τι θέλω και ανοίγω τον υπολογιστή! Αρρωσταίνουν οι εφηβικοί μας ήρωες; Οι ήρωες με τα μαύρα ρούχα, τις βαριές μπότες και τα μελαγχολικά μάτια; Δεν αρρωσταίνουν. «Ξεσκονίζουν τη χαρά, λούζονται με βιβλικές σιωπές, σκοτεινιάζουν μα δεν προκαλούν φόβο, κι ύστερα σε παροτρύνουν να βάλεις να πιούμε όλοι μαζί». «Είναι νερό η αγάπη, πιες»!

Στεναχωρήθηκα σα να ήταν αδερφός, πατέρας, σύντροφος, φίλος. Είδα όλα τα μηνύματα συμπαράστασης και αγάπης. Διάβασα  το παράπονο του για όλους εκείνους που τον εγκατέλειψαν και για τους άλλους, τους άγνωστους, που έτρεξαν να ελαφρύνουν το βάρος. Παράξενα πλάσματα είμαστε! Οι πιο δικοί σου, ξένοι και οι πιο ξένοι δικοί σου. Κι ύστερα σκεφτόμουν πως πρέπει να έχεις μεγάλη δύναμη για να μιλήσεις ανοιχτά για όλα τα βάρη που κουβαλάς. Τα παράπονα, τις αγωνίες, τις ανησυχίες, τις ξέρες. Να προτρέπεις τους ανθρώπους να ζουν την κάθε μέρα σα να είναι η τελευταία, να ερωτεύονται, να δημιουργούν, να ονειρεύονται.

Κοιτάζω τους πίνακες. Σκοτεινοί σαν κι εκείνον. Αγορασμένοι με το τελευταίο χαρτονόμισμα που είχα στην τσέπη. Ήμουν με το Λευτέρη και την Πηνειώ. Καθόμασταν στο τραπεζάκι. Εκείνος πήγαινε συχνά μέχρι το μπαρ. Περνούσε από δίπλα μας κι εγώ παρατηρούσα πάλι κάθε του κίνηση. Είχε μια θλίψη ακόμα και στον τρόπο που περπατούσε. «Εδώ είμαστε», σκεφτόμουν. Φωτεινές επιγραφές πάνω από το κεφάλι του φανέρωναν τις αγωνίες του για τη ζωή, τον έρωτα, τη φιλία, το θάνατο. «Άλλο ένα ανικανοποίητο πλάσμα κρυμμένο μέσα στα μαύρα ρούχα, τις βαριές μπότες και το μακρύ παλτό. Άλλος ένας καταραμένος ποιητής

Όταν τέλειωσε η συναυλία προχώρησα μέχρι το μπαρ, έσπρωξα τον κόσμο που έκλεινε το δρόμο μου και τον πλησίασα. Του έδωσα το χέρι και του είπα: «Ευχαριστώ για όλα μα πιο πολύ για τα ποιήματα». Με κοιτούσε σα να ήμουν εξωγήινος κι ύστερα με εκείνη τη μπάσα φωνή μου είπε: «Κι εγώ». «Είναι νερό η αγάπη. Πιες».

Διάβασα την είδηση. Οι εφηβικοί μας ήρωες δεν αρρωσταίνουν. Κάνουν διάλειμμα κι επανέρχονται φορτωμένοι με νέες ιδέες και στίχους και εικόνες ζωγραφισμένες με κάρβουνο. Το φεγγάρι είναι όμορφο ακόμα κι αν είναι ντυμένο με κουρέλια…

«Παραδομένος σε μια μοίρα σκοτεινή έτσι αφημένος σ' ένα απόκοσμο παζάρι να υποφέρω από μια δύναμη κρυφή με τα κουρέλια μου να ντύνω το φεγγάρι».

Κλειώ Βλαχάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου