Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Σαμιζντάτ των ντελικάτων εραστών

11150744_868245396605670_463555568015237048_n

«Η βροχή μας κάρφωσε πάνω στα τζάμια
άγρια θηριοτροφεία μπροστά μας ξεκαρδίζονται
η άσεμνη πόλη.»
Μίλτος Σαχτούρης

Σκέφτηκα κάποτε πως θα ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου με αυτό το πρόσωπο. Κόντρα σ’ αυτή τη διαπίστωση, εφαρμόζω από τότε με ευλάβεια και άκρως σχολαστικά, μια ρουτίνα για να μη βαριέμαι τη φάτσα μου. Παραμένω ακούρευτος παραπάνω απ’ όσο θα ‘πρεπε ώσπου να με σιχαθώ. Γίνομαι αστείος. Ασχημαίνω κι άλλο. Έπειτα κουρεύομαι ξαφνικά, καθόλου προγραμματισμένα, δίχως ραντεβού και τηλεφωνήματα, πότε πρωί και πότε απόγευμα. Αίφνης κατακλύζομαι από χαρά τεχνητή και πρόσκαιρη, δικό μου δημιούργημα, φύσημα του ανέμου. Φτύνω τα μούτρα μου στον καθρέφτη να μη βασκαθώ,  «γεια σου αγόρι μου!» κι άλλα τέτοια. Εγώ όλα αυτά, εγώ που πάσχω από ανάστροφη παρειδωλία κι αντί να βλέπω πρόσωπα στα άψυχα αντικείμενα βλέπω αντικείμενα στα πρόσωπα των περισσότερων ανθρώπων που συναντώ … «Τούτος εδώ έχει για κεφάλι ένα βάζο» και «Αμ εκείνη; Τόσο πλακουτσωτό πρόσωπο σαν οθόνη τηλεοράσεως!». Τόσος, που λες, κόπος για ένα πρόσωπο!


Κοιτάζω την προσφάτως ανανεωμένη μούρη μου σε έναν διαφημιστικό καθρέφτη μπύρας. Το είδωλό μου διακόπτουν πράσινα καλλιγραφικά γράμματα … Est. 1821 … σκέφτομαι πως οι Αλσατοί φτιάξανε τη μπύρα τους τη χρονιά που εμείς ακόμα κινούσαμε επαναστάσεις να γίνουμε κράτος. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια εύστοχη απάντηση στη γνωστή ιστοριούλα με τα δέντρα, τα βελανίδια και τους Παρθενώνες. Αγαπώ τη μπύρα!

Γύρω μου στο μαγαζί κάθονται διάφοροι χαμένοι. Άντρες. Μόνο άντρες, βιδωμένοι με ούπα στους τοίχους και τα σκαμπώ. Άντρες με τη φάτσα του Αντώνη Αντωνίου στην «Παραγγελιά». Δάχτυλα χοντρά από χειρωνακτική εργασία, δόντια κίτρινα, κοιλιές και φαλάκρες. Πιάνουμε τις αποδείξεις που ξερνά η ταμειακή …

  ΣΥΝΟΛΟ   € 12.00
   ΜΕΤΡΗΤΑ  €12.00
  *** ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ***

Τις γυρνάμε απ’την ανάποδη και λευκή πλευρά τους. Πάνω τους γράφουμε ποίηση με βρισιές και κατάρες. Τις διακινούμε κρυφά, χέρι με χέρι, χούφτα με χούφτα, ο ένας στον άλλον, καθένας στον διπλανό του, σ’ όλη τη σειρά της ξύλινης μπάρας, σαν μια παραλλαγή γραπτού χαλασμένου τηλεφώνου. Κάποτε θα τις συγκεντρώσω όλες και θα κυκλοφορήσω το δικό μου λογοτεχνικό περιοδικό. «Το Σαμιζντάτ των ντελικάτων εραστών»*. Ή έστω θα ανοίξω το δικό μου ουζερί με το ίδιο όνομα. Πρέπει κάπως να βιοποριστώ.

Βγαίνω και κατηφορίζω τη Σαχτούρη με διαολεμένη ζέστη. Μου αρέσει η Σαχτούρη με τις ναυτιλιακές της, με τα σουβλατζίδικα και τα μαγειρεία που φτιάχνουν γεμιστά και σούπες αυγολέμονο. Τη Σαχτούρη την αγαπώ γιατί απ’ την ταμπέλα της λείπει το αρχικό γράμμα, έτσι που δεν ξέρεις ποιον απ’ όλους τους Σαχτούρηδες θέλησε να τιμήσει ο Δήμος. Κατηφορίζω λοιπόν με δρασκελιές ποιητικές, όλο χάρη.

Τραβώ για την πλάτη του λιμανιού. Στα μηχανουργεία μπήκε λουκέτο. Μονάχα οι επιγραφές χάσκουν ακόμα σε πείσμα της σκουριάς …

«ΤΟΡΝΟΣ – ΣΤΡΑΝΤΖΑ – ΨΑΛΙΔΙ»
«ΤΟΡΝΟΣ – ΣΤΡΑΝΤΖΑ – ΨΑΛΙΔΙ»

κι ανάμεσα σε αυτόν τον ερηπιώνα, ελληνάδικα κλαμπ με γύφινους κίονες και ψεύτικα αετώματα στις προσόψεις. Η συνέχεια της φυλής – η κατρακύλα της ράτσας! Μπαίνω τυχαία σε ένα απ’ αυτά.

Τα μάτια μου πέφτουν σε ένα πλάσμα παράταιρο, παρείσακτο, σχεδόν παραφυσικό. Η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι αναδυόμενη πίσω από τον πάγκο εργασίας της που’ χε σκύψει για να πιάσει λίγο πάγο και κόκα-κόλα. Θέλω να της πάρω συνέντευξη. Όχι σαν επαγγελματίας δημοσιογράφος αλλά ως ερασιτέχνης περίεργος. Η περιέργεια δεν σκότωσε τη γάτα, δεν σκότωσε κανέναν σε αντίθεση με την αδιαφορία που γέννησε εκατόμβες συνανθρώπων. Πλησιάζω και διστάζω για λίγο μπρος στην ομορφιά.
  • -Δουλεύεις καιρό εδώ;
  • -Τρία χρόνια γεμάτα.
  • -Είσαι όμορφη. Σου την πέφτουν συχνά;
  • -Κάποιες φορές ναι, μα δεν ξέρουν να προσεγγίζουν, να σαν κι εσένα ένα πράμα χαχα.
  • -Οι φασίστες σε έχουν ενοχλήσει;
  • -Ποιοι;
  • -Αυτοί που κάνανε τη φασαρία πριν με την άλλη παρέα.
  • -Μερικοί είναι απλά μαλάκες, όχι πάντα κακοί. Κάποιους τους ξέρω από μικρούς, από τη γειτονιά. Χαμένοι είναι. Εγώ δεν ασχολούμαι με όλα αυτά, με τα πολιτικά. Άλλη μια χρονιά και τέλος από δω μέσα. Κωλοχανείο. Δεν μου αρέσει αλλά μαζεύω λεφτά. Θα ανοίξω το δικό μου μαγαζί, ξέρεις.
  • -Τι μαγαζί;
  • -Νύχια και τέτοια. Τέλειωσα στο Αιγάλεω, στα ΤΕΙ.
Τέλος συνέντευξης.

Γύρισα σπίτι με μια ιστορία για το Σαμιζντάτ μου. Ένα αθώο πλάσμα με όνειρα κολοβά, απλό, αδιάφορο, μα ευτυχισμένο.

*Σαμιζντάτ : Αντιγράφω από τις Σημειώσεις του «Εμονίδη» του ποιητή George Le Nonce : «Στη Σοβιετική Ένωση, σαμιζντάτ ονομαζόταν μια διαδικασία αυτοέκδοσης και παράνομης διάδοσης απαγορευμένων κειμένων, τα οποία αντιγράφονταν συνήθως με το χέρι και κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι».
kospanti 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου