Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Το Βασίλειο της Ευτυχίας

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια καρδιά που άφησε το λίγο για το πολύ, που προσπάθησε να πετάξει ψηλά και γκρεμοτσακίστηκε, γκρεμοτσακίστηκε πριν τα φτερά της λιώσουν σαν τον Ίκαρο και πέσει με τα μούτρα στη θάλασσά της, θάλασσα βαθιά, μαύρη, σκοτεινή, απέραντη. Έχουν πνιγεί μέσα της όλα εκείνα που δεν άντεχε. Έχει πνιγεί μέσα της οτιδήποτε προσπαθούσε να ξυπνήσει το Θεριό. Ξέρεις, πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις μέχρι που φθάνουν τα όριά σου...

Μέσα στο μυαλό σου έχεις τον εαυτό σου τόσο ψηλά, που λες δεν γαμιέται, εγώ αντέχω... στα αρχίδια μου όλα! Τι είναι ο Έρωτας, η Αγάπη, τι είναι αυτή η μοναδική φορά που θα έρθει και θα ξέρεις πως είναι ΕΚΕIΝΗ(;)


Στα αρχίδια μου όλα! Δεν παίρνω χαμπάρι εγώ από αυτά. Όλες οι γυναίκες είναι ίδιες. Πουτάνες! Ένα γαμήσι για να περνά η ώρα, και κάπου εκεί γελάς και αναρωτιέσαι πότε θα είναι η επόμενη παρτούζα που θα κανονίσεις, για να περάσουν οι φίλοι σου καλά.

Όλα για τους φίλους!

Πότε θα είναι η επόμενη γκόμενα που θα γνωρίσεις γιατί τη συγκεκριμένη την έχεις πηδήξει δυο - τρεις φορές και τώρα τη βαρέθηκες. Πότε θα είναι η επόμενη, η επόμενη, η επόμενη...

Και κάπως έτσι περνούν τα χρόνια, ανέμελα, αδιάφορα, ανεπηρέαστα από τα τείχη που έχεις απλώσει ολόγυρά σου.

Έχεις δημιουργήσει ένα πελώριο τείχος που οποιαδήποτε προσπάθεια που θα κάνει κάποιος για να το περάσει πέφτει στο κενό. Ένα τείχος που μέσα σε αυτό, ζεις σαν άλλος Καλιγούλας, ικανοποιείς οτιδήποτε φτιάχνει το βρώμικο μυαλό σου. Τα χρόνια περνούν, το τείχος όλο και μεγαλώνει, και μέσα του οι αυλικοί και ο Βασιλιάς, ξοδεύουν τις μέρες τους μέσα σε ατελείωτα γαμήσια, αλκοόλ και τραγούδια.
Κάθε μέρα, κάθε χρόνο, ώσπου το τείχος αρχίζει να ψηλώνει τόσο, που ο Ήλιος που κάποτε ζέσταινε τις πέτρες του κάστρου και τα χλωμά σας πρόσωπα, με το ζόρι φθάνει πια να σας ζεστάνει...

Κάθε μέρα όλο και λιγότερες ώρες φωτίζει πάνω από τα κεφάλια σας και μένουν οι αυλικοί να κάθονται σε μια απογιούρα, μέχρι το βράδυ να έρθει ξανά και να αρχίσουν οι χοροί. Γυναίκες να παρελάσουν από τις αίθουσες του κάστρου και να σας προσφέρουν απλόχερα και λίγο βαριεστημένα, κάποιες φορές, τη γυναικεία μυρουδιά τους, τα σαρκώδη χείλη τους και το ιδρωμένο κορμί τους...

Περνούν τα χρόνια και ο Βασιλιάς μεγαλώνει, το ίδιο και οι αυλικοί του. Δεν του φθάνει να περιμένει το γλέντι κάθε βράδυ, το κρασί δεν τον πιάνει πια και οι γυναίκες όσο όμορφες και αν είναι δεν τον ενθουσιάζουν όπως έκαμαν παλιά. Κάθε χρόνο αυτό το τείχος ψηλώνει και άλλο. Αν σταθείς έξω από το κάστρο μετά βίας θα μπορέσεις να δεις τους τέσσερις χρωματιστούς πυργίσκους, σήμα κατατεθέν του αμαρτωλού Βασιλείου...

Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πως το τείχος ξαφνικά το πρωί της εβδόμης Αυγούστου, κάθε χρόνο ανελλιπώς, πρόσθετε άλλο ένα μέτρο στο ύψος του.

Φήμες έλεγαν πως ο Βασιλιάς είχε κάμει μια συμφωνία με μια νεράιδα, χρόνια δεκαπέντε πριν.

Τότε, εκείνο το βράδυ, καθώς καθόταν λίγο στενάχωρος στο μπαλκόνι του, ήρθε και τον ρώτησε τι πραγματικά θέλει από τη ζωή του...

Εκείνος στην αρχή ταράχτηκε σαν είδε εκείνη την πρόσχαρη νεράιδα να κάθεται στο μαρμάρινο περβάζι και να του χαμογελά με το ηλίθιο ραβδί της, ήταν σαν πυγολαμπίδα, ο ωραίος κώλος της είχε πάρει φωτιά και φορούσε ένα πράσινο, λίγο σέξι θα το έλεγες, κορμάκι...

- Βασιλιά μου τι θα ήθελες από τη ζωή σου; Πως θα ήσουν Ευτυχισμένος;

- Μα θέλει και ρώτημα; Φώναξε ο Βασιλιάς... Θέλω κάθε βράδυ να έχω τους φίλους μου, πανέμορφες γυναίκες να με πλαισιώνουν, δυνατές μουσικές να χαϊδεύουν τα αυτιά μου και το κρασί να ρέει τόσο άφθονο που οι βρύσες του κάστρου αντί για νερό να βγάζουν το πιο μεθυστικό κρασί...

- Μπορώ να σου πραγματοποιήσω την επιθυμία σου, αλλά θέλω να σκεφτείς ξανά... Τι θα σε έκανε πραγματικά ευτυχισμένο;

- Σου είπα ηλίθιο πλάσμα! Αυτό! Αυτό ακριβώς!

- Κάθε χρόνο Βασιλιά μου ανήμερα των γενεθλίων σου τα τείχη του κάστρου σου θα ψηλώνουν ένα μέτρο. Σε αντάλλαγμα θα έχεις όλα αυτά που μου ζήτησες. Ευτυχισμένος;

- Ευτυχισμένος!

Είπε ο Βασιλιάς μην πιστεύοντας και ο ίδιος τα λόγια της, μην πιστεύοντας καν ότι όλα αυτά που είχε δει ήταν πραγματικότητα και καταριόταν εκείνον τον Γελωτοποιό που του έδωσε να δοκιμάσει τα μανιτάρια του δάσους...

''Να θυμηθώ το πρωί να τον κρεμάσουν τον πούστη! Αυτά τα μανιτάρια μόνο ευφορία δεν μου έφεραν... ''

Με αυτά τα λόγια αποκοιμήθηκε ξημερώματα εβδόμης Αυγούστου...

Το πρωί όλο το κάστρο γιόρταζε τα γεννέθλια του Βασιλιά.
Δώρα, τραγούδια, γελωτοποιοί, γυναίκες ντυμένες με τα πιο όμορφα τους ρούχα, όλοι γιόρταζαν τα γενέθλια του Βασιλιά τους!

Εκείνος σηκώθηκε κατά το μεσημέρι, έφαγε ένα καλό πρωινό στο κρεβάτι, έκανε ένα δροσιστικό ντους, φόρεσε την επίσημη φορεσιά του και βγήκε στο μπαλκόνι να χαιρετίσει το πλήθος που τον επευφημούσε.

- ΖΗΤΩ ο Βασιλιάς μας! Ζήτω ο Βασιλιάς μας!

Του άρεσε που τον αγαπούσε τόσο ο λαός του, που πάνω του έβλεπαν τα όνειρά τους να γίνονται πραγματικότητα. Του άρεσε αυτό που έβλεπε κάθε πρωί στον καθρέπτη...

- Βασιλιά! Βασιλιά! Θαύμα! Θαύμα! Θαύμα! Κρασί στάζει από όλες τις βρύσες του κάστρου. Κρασί που όμοιό του δεν έχουν ξανακουμπήσει χείλη ανθρώπινα! Θαύμα! Θαύμα! Θαύμα!

Ένας αυλικός έτρεχε πάνω κάτω στην κάμαρα του Βασιλιά περιμένοντας πως και πως να τον ενημερώσει... πριν προλάβει να του εξηγήσει για το κρασί που βγαίνει από τις βρύσες του κάστρου η πελώρια πύλη άνοιξε και ο κόσμος άρχισε να φωνάζει σαν τρελός...

Γυναίκες.. γυναίκες κάθε λογής... ψηλές, κόντες, ξανθιές, μελαχρινές, σκουρόχρωμες και κάτασπρες σαν βγαλμένες από τα πιο όμορφα παραμύθια με μυρουδιές που κανείς άνδρας δεν είχε ξαναμυρίσει άρχισαν να μπαίνουν η μια μετά την άλλη στην σειρά στο εσωτερικό του κάστρου...

- ΘΑΥΜΑ! ΘΑΥΜΑ!

Φώναζαν οι αυλικοί που το μόνο πράμα που έβλεπαν σε γυναίκα ήταν κάτι σταφιδιασμένες εργάτριες, με χέρια σκληρά σαν πετρά, εργάτριες και μάνες, άσχημες και αδιάφορες...

Πίσω από τις γυναίκες μια τεράστια καλοκουρδισμένη μπάντα ακολουθούσε παίζοντας τα πιο όμορφα τραγούδια και κάνοντας τους αυλικούς εκστασιασμένους να φωνάζουν,

"ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ! ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ!"

Όλοι νόμισαν πως αυτό ήταν το δώρο του Βασιλιά για τον λαό του μα μόνο εκείνος πίσω από το πλατύ χαμόγελο του προσπαθούσε να καταλάβει αν το χθεσινό βραδύ ονειρεύτηκε την νεράιδα ή όχι.

Όλοι γελούσαν και φώναζαν μα μόνο το μάτι του Βασιλιά ήταν συνέχεια καρφωμένα στα τείχη...

Κανείς εκείνη την μέρα δεν παρατήρησε πως τα τείχη του κάστρου μόλις είχαν ψηλώσει ένα μέτρο.

Τα χρόνια περνούσαν και σιγά σιγά σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο απλώθηκε μια φήμη για το "Βασίλειο της Ευτυχίας" ένα Βασίλειο που όποιος έμπαινε μέσα ξεχνούσε να φύγει. Μαγευόταν από όλες τις ομορφιές του κόσμου και ξεχνούσε όλα του τα προβλήματα. Κόσμος κατέφθανε από παντού για να ζήσει, έστω και σαν επισκέπτης, λίγο τη μαγεία αυτού του Βασιλείου. Όλοι μιλούσαν για εκείνο τον ψηλό Βασιλιά με τα καστανά μαλλιά και τα διαπεραστικά πράσινα μάτια που σα νύχτωνε εμφανιζόταν στο μπαλκόνι του και έδινε το σύνθημα για να ξεκινήσει ένα ακόμα βράδυ ακολασίας, ένα ακόμα βράδυ που τα γέλια και οι φωνές κρατούσαν ξάγρυπνα τα ζώα του δάσους.

Κανείς μα κανείς δεν παρατηρούσε πως την εβδόμη μέρα του Αυγούστου τα τείχη είχαν σηκωθεί άλλο ένα μέτρο.

Πέρασαν και άλλα χρόνια ώσπου οι πρώτοι αυλικοί, εκείνοι που ασχολιόντουσαν κυρίως με την συντήρηση του κάστρου, πλησίασαν το Βασιλιά να τον ενημερώσουν για ένα περίεργο φαινόμενο που μόλις είχαν ανακαλύψει.

- Βασιλιά θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως σύμφωνα με μελέτες μας τα τείχη του κάστρου έχουν ψηλώσει εννιά μέτρα και 50 εκατοστά!

- Δέκα! Τους απάντα ο Βασιλιάς
Δέκα χρόνια έχουν περάσει, δέκα μέτρα ψηλότερα είναι τα τείχη.

- Μα τι λέτε; Τι σχέση έχουν τα χρόνια με τα τείχη;

- Ρωτήστε τη νεράιδα, εκείνη θα σας πει. Τώρα φύγετε από μπροστά μου. Δέκα ολόκληρα χρόνια σας πήρε να καταλάβετε ότι τα τείχη ψηλώνουν, άχρηστοι! Που να βρείτε χρόνο για μελέτη όταν όλη τη μέρα γυρνάτε μεθυσμένοι στα σοκάκια. Φύγετε από μπροστά μου!

Στα χρόνια που πέρασαν κανείς δεν μπορούσε πια να μη δει καθαρά πως το κάστρο χανόταν σιγά σιγά πίσω από τα τείχη... Κανείς δεν μπορούσε να μη δει καθαρά πως ο Ήλιος έφθανε να τους ζεστάνει όλο και πιο αργά. Ακόμα και τα μικρά καταστήματα δεν άνοιγαν τα πρωινά. Η ζωή ξεκινούσε κάθε χρόνο όλο και πιο αργά. Στις δώδεκα, στη μία, στις δύο... ώσπου δεν έμεναν παρά μόνο μια – δυο ώρες ήλιου πριν η νύχτα έρθει πάλι και αρχίσουν τα γλέντια και τα τραγούδια.

Οι άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα στο κάστρο, άρχισαν να αλλάζουν. Γινόντουσαν όλο και πιο λευκοί, με μάτια κουρασμένα, κυκλοφορούσαν ατημέλητοι και μεθυσμένοι. Άλλες φόρες τραγουδώντας και άλλες φόρες παραπατώντας στα βρώμικα σοκάκια. Η απουσία του Ήλιου θα μπορούσες να πεις πως έκαμε τους ανθρώπους λιγότερο χαμογελαστούς, λιγότερο ομιλητικούς και περισσότερο αδιάφορους για τον διπλανό τους.

Κάθε που πέθαινε ένας μέθυσος σε μια γωνιά, τουμπανιασμένος από το πολύ κρασί και το γαμήσι τον αφήναν εκεί ώσπου να έρθουν τα όρνια να τον φάνε ή ώσπου ο νεκροθάφτης να βρει μια νηφάλια μέρα για να τον θάψει.

Ξαφνικά το "Βασίλειο της Ευτυχίας" έγινε ένας τόπος που κανείς δεν ήθελε να πλησιάσει. Σταμάτησαν οι επισκέψεις γιατί κυκλοφορούσε πια η φήμη πως ήταν καταραμένο. Κάποιοι είχαν ακούσει την ιστορία του Βασιλιά και της Νεράιδας και από στόμα σε στόμα δεν άργησε να μαθευτεί στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου.

Όλοι μιλούσαν για ένα Βασιλιά ψηλό σαν δέντρο και βλέμμα που έβγαζε κόκκινες σπίθες σαν τολμούσες να τον κοιτάξεις στα μάτια. Έναν τύραννο που εμφανιζόταν όλο και πιο σπάνια στο μπαλκόνι του, δεν έδινε εκείνος το σύνθημα για να ξεκινήσει το γλέντι. Σπάνια κάποιος θα μπορούσε φευγαλέα να τον δει να περιφέρεται στους διαδρόμους. Όλη τη μέρα λένε πως την περνούσε στο δωμάτιο του.

Μόνος, καθόταν σε μια πολυθρόνα που κοιτούσε απέναντι στα τείχη και προσπαθούσε να δει τον ήλιο έστω για δυο ώρες... Λένε πως δεν μιλούσε σε κανέναν πια, πως ο μόνος λόγος που σηκωνόταν από το κρεβάτι του ήταν αυτές οι δυο ώρες όπου ο ήλιος περνούσε πάνω από τα κεφαλιά τους. Λένε πως δεν ζητούσε πια γυναίκες στο δωμάτιο του και το μόνο πράγμα που ζητούσε ήταν να μην τον ενοχλεί κανείς.

Ήταν ξημερώματα της εβδόμης Αυγούστου όταν στο περβάζι φάνηκε η μικροσκοπική φιγούρα της νεράιδας.

- Βασιλιά μου! Τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν είσαι κάτω στο γλέντι; Γιατί δεν είσαι στις φωνές και τα τραγούδια; Αύριο τα τείχη θα ψηλώσουν ακόμα ένα μέτρο, από αύριο μπορείς να απολαύσεις μια ζωή χωρίς ήλιο! Θα μπορείς να γλεντάς από το πρωί! Θα είναι σα να έχεις τη νύχτα όλη δίκη σου! Θα είσαι Ευτυχισμένος!

Ο Βασιλιάς με κόπο σήκωσε το βλέμμα του, τα ξερακιανά του χέρια έπιασαν το μπράτσο της πολυθρόνας και σηκώθηκε αργά, πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε δίχως ντροπή τον πιο θλιμμένο αναστεναγμό...

- Τι έχεις Βασιλιά μου; Αυτό δεν μου ζήτησες; Δεν είσαι ευτυχισμένος;

Ο Βασιλιάς γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος της, ένα βλέμμα κενό που ό,τι και αν έλεγαν οι φήμες σε τίποτα δεν έμοιαζαν τούτα τα μάτια με σπίθες κόκκινες.

- Η Ευτυχία μικρή μου νεράιδα είναι όλα αυτά που εγώ απέφευγα να δω τόσα χρόνια... Ευτυχία είναι ο ήλιος, ο ήχος των πουλιών σαν κελαηδούν το πρωί χαρούμενα, το νερό που τρέχει δροσερό και ξεδιψά τα χείλη, οι μάνες εργάτριες και τα γεμάτα ρόζους χέρια τους.
Ευτυχία είναι εκείνο το χάδι που ποτέ δεν ένιωσα, εκείνη η αγκαλιά που ΠΟΤΕ δεν ζήτησα, εκείνη η μυρουδιά που δεν μπερδεύεται με άλλες... εκείνη η μυρουδιά η ΜΟΝΑΔΙΚΗ που ποτέ δεν μύρισα.
Ευτυχία μικρή μου νεράιδα είναι τα βλέμματα των ερωτευμένων ανθρώπων, είναι οι ατέλειες στο πρόσωπο της που τόσο όμορφα τις φωτίζει ο ήλιος.
Ευτυχία είναι να χάνεσαι μέσα στην αγκαλιά της, σαν εκείνη τη μοναδική στιγμή που τα δυο σας σώματα γίνονται ένα και όλος ο κόσμος γύρω σου εξαφανίζεται...
Ευτυχία μικρή μου νεράιδα είναι όλα αυτά που εγώ δεν έζησα...

Η νεράιδα πέταξε πάνω από το κεφάλι του δυο – τρεις φόρες και έκατσε στον ώμο του απαλά. Πλησίασε στο αυτί του και του ψιθύρισε,

"Η Ευτυχία καλέ μου Βασιλιά πάντα θα βρίσκεται στο ΦΩΣ, ποτέ στο ΣΚΟΤΑΔΙ."

'Ηταν η τελευταία φορά που ειδώθηκαν.

Μετά από λίγα χρόνια κανείς δεν είχε διάθεση να πλησιάσει το "Βασίλειο της Ευτυχίας". Οι βρύσες συνέχισαν να βγάζουν κρασί, μόνο που πια όλοι είχαν συνηθίσει τη γεύση του και το είχαν σιχαθεί. Παρακαλούσαν για λίγο νερό άλλα μάταια...
Οι όμορφες γυναίκες είχαν πια γεράσει και τα υπέροχα όργανα της καλοκουρδισμένης μπάντας είχαν σκουριάσει. Κανείς δεν γλεντούσε παρά υπομονετικά περίμεναν τον θάνατο να τους βρει...

Ο μύθος λέει πως αν σταθείς έξω από το κάστρο ξημερώματα της εβδόμης Αυγούστου μπορεί να μην μπορείς να δεις πίσω από αυτά τα πελώρια τείχη, μα κάπου εκεί πριν το ξημέρωμα, θα ακούσεις τον πιο θλιμμένο αναστεναγμό...

στο "Βασίλειο της Ευτυχίας".

www.degaminiotis.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου