Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Τι λες βρε γελοίε, σιχαμένε μαλάκα;

Πρέπει να είναι ωραία να είσαι ψηλά. Πρέπει να είναι όμορφο, ασφαλές και αναζωογονητικό να είσαι πχ ο Τσαουσόπουλος, ή ο Ψαριανός, αυτές τις ημέρες, να είσαι εκεί, ψηλά στον παγκόσμιο αξιακό κώδικα, και κάπου χαμηλά, όταν σκύβεις το κεφάλι σου στους πληβείους, στο πρόσωπο των Σύρων μεταναστών να βλέπεις κουρέλια, ή στο τραυματισμένο πρόσωπο της Κούνεβα, και το χαρακωμένο από τις εμπειρίες πρόσωπο του Γλέζου να βλέπεις την οικογένεια Άνταμς.

Άλλωστε τι είναι οι Σύροι; Κουρέλια είναι. Με την μάνικα θέλουν καθάρισμα, όπως οι βρωμιές. Τι είναι η Κούνεβα και ο Γλέζος; Φρικιά είναι, απομεινάρια μίας πραγματικότητας και ενός σουρεαλισμού που δεν υπάρχει στην καθαρότητα του πολιτικού λόγου που πρεσβεύεις.

Δεν χρειάζεται να καταλάβεις.


Ούτε τους μεν, ούτε τους δε. Ούτε να σκεφτείς τι λες, ούτε τι αναπαραγάγεις.
Σε έναν μικρόκοσμο που σε αποθεώνει, σε μία παντελή έλλειψη σύνδεσης με την πραγματικότητα, σε έναν κόσμο που οι αγωνίστριες δεν υπάρχουν, για να δεχθούν βιτριόλι, οι αγωνιστές δεν υπάρχουν, για να διεκδικήσουν μία άλλη ζωή, σε έναν κόσμο που το επιθυμητό είναι λαμπάκια σε ένα δέντρο, αγορές σε ένα μαγαζί, τσεκιν σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο, υποταγή σε έναν πρόεδρο που δεν ξέρεις καν ακόμα το όνομά του, σε έναν μικρόκοσμο που σαν δεύτερη φωνή, άβουλη, θα πάψει όταν θα αρχίσεις τα “Εεεεεεεελα τώρα σε παρακαλώ” της διάνοιας και της μίας μοναδικής αρχής, σαν ένα μικρόφωνο που κρατάς μόνο εσύ, και φοβάσαι μην μιλήσουν άλλοι, με πιο αληθινά δράματα από ένα ..χαμένο ραντεβού, και σου κλέψουν την δόξα.
Και ξεπέφτω και γω, και σε λέω γελοίο, σιχαμένο μαλάκα, εκεί που έχω κρατήσει ένα επίπεδο σε όλα, σε χειρότερα, πολύ χειρότερα από σένα, πέφτω και γω στην “ανωτερώτητά” σου, γελοίε σιχαμένε μαλάκα, και γίνομαι ένα σαν και σένα, να λέω σε άνθρωπο τέτοια πράγματα, κόντρα σε όλα όσα πιστεύω και πρεσβεύω.

Αλλά πόση αντοχή να έχει ο άνθρωπος που σ’ ακούει;

Το ορφανό παιδάκι από την Συρία, ή το καμμένο πρόσωπο της Κούνεβα, δεν επέλεξε να είναι έτσι. Δεν είναι μία μάχη που επέλεξε να δώσει, ένας αγώνας που μπορεί να έχει και τίμημα και το ότι θα μοιραστεί την σκέψη του κάποιος σαν και σένα από τα βάθη του βόθρου σου που αποκαλείς, δήθεν, μυαλό. Όχι: Ήταν κολλημένος στον τοίχο, με μία ανύπαρκτη ζωή, ή μία μάχη με ένα αφεντικό για τις συναδέλφους της. Δεν ήθελε να γίνει ήρωας, να εκπροσωπήσει κάτι, μέσα από ένα κολλημένο από την πείνα στομάχι, ή ένα τραυματισμένο πρόσωπο – έπρεπε να επιβιώσει έναν βιασμό, της ανάγκης για ζωή και της ελευθερίας της.

Και γω, τίποτα πες να μην μπορώ να κάνω για να πάρουν οι άλλοι μιά ευκαιρία να ζήσουν άφοβα αλλού, ή να μην εκβιάζονται με βιτριόλι, ή να μην ζήσουν ξανα ναζισμό και φασισμό – τουλάχιστον, γελοίε, σιχαμένε μαλάκα, να εκτεθώ λίγο και γω, και όταν κάποιος τους σκοπεύει από ψηλά με την θρασύτητα του καλοβολεμένου, για έναν γέλωτα ηλιθίων ακολούθων του, να πετάγομαι, γελοίε, σιχαμένε μαλάκα, και να λέω:

“Τι λες βρε γελοίε, σιχαμένε μαλάκα;”

Να μην σε ανέχομαι. Να μην περάσει έτσι. Καταλαβαίνεις.

arkoudos 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου