Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Η ανέλκυση


Detail Naked man on Bed
Πήρα τους δρόμους, μόνος και διψασμένος για μια δυνατή ιστορία, όπως το αδέσποτο σκυλί τον Αύγουστο που ψάχνει με αγωνία λίγο νερό στις λακούβες της ασφάλτου και στα πιατάκια των γλαστρών που στολίζουν το καυτό πεζοδρόμιο. Μισός στη σκιά των υποστέγων και μισός απροστάτευτος στο ζεμάτισμα του ήλιου, περπάτησα στην έρημη πόλη. Είχα ξεμείνει πίσω με τους ανήμπορους, τους τρελαμένους και τους φτωχούς, εγώ στο δρόμο κι εκείνοι κλεισμένοι, σχεδόν σα σε φυλακή, μανταλωμένοι μέσα στα καλά προστατευμένα μα αποπνικτικά διαμερίσματά τους. Λίγα τετράγωνα χαμηλότερα απλωνόταν το πολύβουο λιμάνι. Ο ολοπλούμιστος Πειραιάς, ντυμένος την καλοκαιρινή, γιορτινή, πάλλευκη φορεσιά του, μόνος του και δαύτος, ένα μονήρες στολίδι, δίχως μάτια και φακούς φωτογραφικών μηχανών εκεί τριγύρω να τον δουν, να τον θαυμάσουν …
Στον Άγιο Σπυρίδωνα, απέναντι από τα μαγαζιά που πουλάν τις ναυτικές στολές, άστεγοι και τουρίστες κάθονταν στο ίδιο παγκάκι. Κάποιοι επιβιβάζονταν στα γρήγορα κι αβύθιστα σκάφη και κάποιοι άλλοι βυθίζονταν στον πυθμένα της σύγχρονης ζωής. Μπορεί να ζαλίστηκα απ’τον ήλιο, τη δίψα και την πείνα. Ίσως πάλι να ‘ταν η φαντασία μου που είχε κόψει κάβους από καιρό κι έπλεε μόνη της, ακυβέρνητη πάνω στον αφρό και στη λυσσασμένη θαλασσοταραχή ενός μυαλού, του οποίου τα πανιά της λογικής πάσχιζα να δαμάσω. Πάλευα για χρόνια στην απόγνωση, προσπαθώντας να στρέψω ξανά, τούτα τα ξεσκισμένα ιστία προς τον ούριο άνεμο ενός σωστού, καθωσπρέπει βίου, μιας ζωής σαν των πολλών ανθρώπων τις ζωές. Οραματίστηκα! Είδα τα τσίτια, τα ρετάλια, αποσπάσματα ενός κουρελιασμένου μέλλοντος, είδα ολάκερη τη χώρα, τις πόλεις, τα νησιά, ένα σωστό παραθαλάσσιο μπορντέλο.
Συνήλθα και σύρθηκα σ’ ένα μπαρ. Σκοτεινιά και δροσιά, λιγοστοί οι πελάτες. “Ωραία τρύπα!” μουρμούρισα μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια μου – παραμιλούσα συχνά – κι έκανα να πιάσω στασίδι στη μπάρα. Τα αγαπούσα αυτά τα μέρη. Όταν τίποτα δεν συνέβαινε – και το καλοκαίρι στην πόλη δεν συνέβαιναν και πολλά – έβρισκα ένα κωλοχανείο σαν κι αυτό κι έμπαινα μέσα ώσπου κάτι να συμβεί. Η τέχνη μου απαιτούσε τη δεξιότητα της παρατήρησης, το ταλέντο της υπομονής και της εγκαρτέρησης.
 Έστησα το καρτέρι μου πάνω στο ξύλο και στο μάρμαρο που σέρβιραν τα ποτά. Σε αυτό το μαγαζί απουσίαζαν οι γυναίκες, γεγονός εξαιρετικό αν θες να πιεις δίχως να σε αποσπά κάτι. Μονάχα άνδρες της θάλασσας και του λιμανιού, άνδρες του μεροκάματου κι άνδρες της ανεργίας. Σκληροτράχηλοι και θλιμμένοι, που και που κάνας αστείος, κάποιος πλακατζής, μα όλοι τους στα σίγουρα απελπισμένοι. Ένας έπινε από ανεπίδοτο έρωτα, του άλλου η γυναίκα έσβηνε λίγο-λίγο στο Μεταξά. Ένας χοντρός με φαλάκρα και παχιά, θολά πατομπούκαλα, που οι άλλοι του ‘χαν κολλήσει το παρατσούκλι “Λογιστής”, ήταν σκυμμένος πάνω σ’ ένα μικρό μπλοκάκι κι έκανε αριθμητικές πράξεις. Έγραφε, έσβηνε και ξανάγραφε, έσκιζε, τσαλάκωνε και πετούσε τις μικρές σελίδες. Κάπου κάπου έπινε μεγάλες, γενναίες γουλιές σκέτης βότκας. “Χρέη”, μου ψυθίρισε ο διπλανός μου καθώς κοιτούσα τον “Λογιστή” και συνέχισε “Οι περισσότεροι δω μέσα είμαστε πνιγμένοι μέχρι το λαιμό, ξεπεσμένοι, πρώην νεόπλουτοι, νυν φτωχαδάκια του Θεού, μα ο Λογιστής μας βάζει όλους χάμω. Ο Λογιστής πάει για φούντο, κρεμάλα, πιστόλι στον κρόταφο, σάλτο από ταράτσα! Καπούτ! Κατάλαβες φίλε;”.
Ήπια κάμποσα ποτά καθισμένος και σιωπηλός. Σε αυτά τα μαγαζιά δεν κάνεις φιλίες. Σε αυτά τα μαγαζιά πας για να ξεχάσεις ακόμα κι αυτούς που ξέρεις. Να ξεχάσεις την πρώην γυναίκα σου, τον φίλο που σε γέλασε, να ξεχάσεις τα χρέη, τους λογαριασμούς, τις αρρώστιες. Να ξεχάσεις τέλος αυτή την κανονικότητα που ‘χει θεριέψει και κυβερνά έξω από τους τοίχους και τη βιτρίνα ενός κακόφημου και ξεχασμένου απ’ το Θεό μαγαζιού. Όλη εκείνη την ελεεινή και θλιβερή πραγματικότητα που συνήθισες να αποκαλείς “επικαιρότητα”, “τα νέα της ημέρας” ή ακόμα και “ζωή”. Ένα αποτρόπαιο φονικό, μια μαζική σφαγή, μια εκατόμβη, τίποτε δεν είναι ικανό πια να ταρακουνήσει τους ανθρώπους έτσι που καταντήσαν.
Πνίγηκα από αυτές τις σκέψεις, το αλκοόλ είχε ξεκινήσει να εφορμά ύπουλα και με δόλο στον αδύναμο οργανισμό μου. Πλήρωσα και βγήκα αποφασισμένος να περπατήσω στην υγρασία της νύχτας. Η 2ας Μεραρχίας ήταν αδειανή. Βάλθηκα να ανηφορίσω αγκομαχώντας. Ερημιά η Ηρώων Πολυτεχνείου, που και που άκουγες μοναχά κάποιο σκυλί να γαβγίζει. Έφτασα στο πνιγερό μου διαμέρισμα κι άνοιξα την πόρτα. Ο ανεμιστήρας είχε μείνει ξεχασμένος στη λειτουργία κι όλο γυρνούσε χαρίζοντάς μου έτσι μια νωθρή, μονότονη, επαναληπτική συντροφιά. Η τηλεόραση, βαρετή κι αδιάφορη, ξέρναγε η οθόνη της το ράθυμο καλοκαιρινό πρόγραμμα, γεμάτο επαναλήψεις παλιών σήριαλ κι ανόητα τηλεπαιχνίδια νόμιμου τζόγου. Γλίστρησα τεμπέλικα στο ξέστρωτο κρεβάτι κι ανέλκυσα απ’ τη μνήμη μου όλες τις εικόνες της ημέρας, μένοντας έτσι εκεί ώσπου να αποκοιμηθώ.
Την ίδια ώρα περίπου, κάπου στο λιμάνι, οι πυροσβέστες θα ανέλκυαν από τον βρώμικο βυθό ένα Πόρσε Καγιέν με το άψυχο σώμα του “Λογιστή” …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου