Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Ποια ελευθερία;


Ποια ελευθερία;

Ποια είναι η απαρχή των περισσότερων πολιτικών ερωτημάτων, αν όχι η προαιώνια διαμάχη ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό; Αν όχι η αναζήτηση του μέγιστου βαθμού ελευθερίας για κάθε άτομο, ώστε παράλληλα να διατηρείται και η εύρυθμη λειτουργία της ομάδας; Συχνά οι άνθρωποι χωρίζονται σε αισιόδοξους και απαισιόδοξους, προοδευτικούς και συντηρητικούς, σύμφωνα με την αναλογία ατομικής ελευθερίας και κοινωνικού/πολιτικού ελέγχου που θεωρούν βέλτιστη για το «κοινό καλό». Το συλλογικό και το ατομικό γίνονται αντιληπτά ως συμπληρωματικές δυνάμεις, που το πεδίο της μίας ορίζει τα σύνορα της άλλης, γεγονός που οδηγεί στη διατύπωση αρνητικών, ατομικιστικών αφορισμών, όπως το κλισέ «Η ελευθερία μου σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου».


Αποκυήματα όμως, αυτής της κυρίαρχης νοοτροπίας, η οποία αναπαράγεται άκριτα, και μάλιστα από άτομα που θεωρούν τον εαυτό τους «δημοκράτη» και «ορθολογιστή», είναι παθογόνες καταστάσεις όπως η κοινωνική αδιαφορία, η μη συμμετοχικότητα, η απαξίωση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε άτομο - είναι ελεύθερος να μιλά, αφού η φωνή του δεν εισακούεται· είναι ελεύθερος να ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια αυτούς που θα τον κυβερνήσουν, και κάθε πέντε αυτούς που θα περιορίσουν, από ακόμη ψηλότερα, την εξουσία των πρώτων· είναι ελεύθερος να αγοράζει ό,τι επιθυμεί, ή μάλλον ό,τι ο μειωμένος του μισθός του επιτρέπει και ο εκάστοτε διαφημιστής του υπαγορεύει. Η συμφιλίωση ατομικού και συλλογικού έχει βρει τη λύση της στην πλήρη απομάκρυνση των δύο εννοιών. Ο άνθρωπος-άτομο είναι ελεύθερος να πράττει, ακριβώς επειδή οι ατομικές του πράξεις δεν έχουν πολιτικό αντίκτυπο.

Θυμάμαι μία συζήτηση που είχα κάποτε με ένα μεσήλικα κύριο, υποστηρικτή του ΠΑΣΟΚ, σχετικά με την ελευθερία. Η άποψή του συνοψιζόταν σε δύο προτάσεις: «Η ελευθερία είναι η απουσία κάθε μη αναγκαίου καταναγκασμού» και «Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ασχολούνται με τα κοινά, που δεν είναι γεννημένοι ρήτορες. Ο νόμος πρέπει να εξασφαλίζει και εκείνων τα δικαιώματα. Στο κάτω-κάτω, ποιος είσαι εσύ που θα τους υποχρεώσεις να συμμετέχουν;» Έχουν τόσο απομακρυνθεί τα «κοινά» από την κοινωνία, ώστε η αποχή, η περιχαράκωση του ατόμου στο μικρόκοσμό του, θεωρείται δικαίωμα, το οποίο διαφυλάσσεται από το νόμο. Η εξουσία έχει το ρόλο του χωροφύλακα, επιβάλλει τους «αναγκαίους» καταναγκασμούς, ώστε να είναι ο καθείς «ελεύθερος» να χαρεί την ατομικότητά του. Τα «κοινά» αφορούν μόνο ανθρώπους που έχουν κάποιου είδους γενετική προδιάθεση στην εκφορά δημοσίων λόγων, στη διπλωματία, στις δημόσιες σχέσεις · οι κυβερνώμενοι απλώς επιβαρύνονται με μία προαιρετική κατ’ επίφαση συμμετοχή μέσω των εκλογών.

Η ατομική ελευθερία είναι μια ψευδαίσθηση, μέσα στην οποία η κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου φυτοζωεί. Το πρόβλημα, λοιπόν, έχει τεθεί σε λάθος βάση εξ’ αρχής. Η ελευθερία του ανθρώπου, ενός πολιτικού όντος, δεν ορίζεται από εκείνη του διπλανού του, ούτε και από «αναγκαίους καταναγκασμούς» που κάποιος «φυσικός ρήτορας» θέτει (και προπαγανδίζει) ως δεδομένους προκειμένου να διαφυλάξει την ειρήνη. Ορίζεται συλλογικά. Δεν είναι «ελευθερία να μιλάς», «να ψηφίζεις», «να αγοράζεις». Είναι ελευθερία να συνδιαλέγεσαι, να συναποφασίζεις, να συνδιαμορφώνεις μια πραγματικότητα που δεν είναι μόνο δική σου ή δική μου, αλλά ανήκει σε όλους και στον καθένα χωριστά, γιατί τη δημιουργούμε όλοι μαζί, κάθε στιγμή. Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, όχι ποιοι είναι εκείνοι οι «αναγκαίοι κανόνες» ώστε ο διπλανός μας να μην καταπατά την ψευδαίσθηση της ατομικής μας πραγματικότητας, αλλά από ποιον τίθενται και ποιον εξυπηρετούν.

Ας συσπειρωθούμε για να διεκδικήσουμε έναν κόσμο πραγματικής συμμετοχικότητας, μιας συλλογικής δηλαδή ελευθερίας που θα επιτρέπει στον κάθε άνθρωπο να βιώνει την κοινωνία όχι ως περιορισμό αλλά ως πεδίο αυτοπραγμάτωσης.

Ξωτικό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου