«Σε ένα αεροπλάνο που πέφτει κανείς δεν είναι άθεος.»
«Ο μόνος τρόπος να μιλήσεις για το Θεό είναι η σιωπή»
«Αντίο, κι ευχαριστώ για τα ψάρια».
                                                                            ~~{}~~

Το πρώτο πρόσωπο

Πλέω ανάσκελα στη θάλασσα.

Το μόνο που ακούω είναι η ανάσα μου και ο ήχος που κάνει το νερό όταν ανατριχιάζει. Από πάνω μου αιωρούνται, σχεδόν ακίνητα, γκρίζα σύννεφα, σαν φάλαινες που μαζεύτηκαν στον ουρανό για να πεθάνουν.

Με την άκρη του ματιού μου αντιλαμβάνομαι ότι επιπλέω σε κάτι τόσο επίπεδο όσο η ηθική των πολιτικών

Δεν υπάρχει χρόνος. Ή -μάλλον- το κέντρο του εγκεφάλου μου που είναι συντονισμένο με τα ρολόγια και τον πολιτισμό έχει τεθεί σε παύση. Pause ||

Πλέω ανάσκελα στο χρόνο.


Δεν με νοιάζει ποιος είμαι, δε θυμάμαι ποιος είμαι, δεν είμαι καν κάτι συγκεκριμένο, κάτι με όνομα και βάρος και γονείς και με οδοντόβουρτσα στο ντουλαπάκι του μπάνιου.

Οι γκρίζες φάλαινες του ουρανού είναι η μόνη πραγματικότητα. Και η θάλασσα.
~
Με όλο μου το σώμα καταλαβαίνω ότι κάποιο θαύμα θα συμβεί. Κάτι από εκείνα που οι άνθρωποι θυμούνται και μνημονεύουν ακόμα κι όταν πρόκειται να πεθάνουν.

Περιμένω για το θαύμα, έχοντας τα μάτια μου ανοιχτά. Περιμένω να δω το πρόσωπο του Θεού.

Και το βλέπω. Σαν να πέφτει το έβδομο πέπλο της ψευδαίσθησης αντικρίζω, αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι ότι το θαύμα, το πρόσωπο του θεού, είναι αυτό που ζω.

Δεν είναι οι νεφελώδεις φάλαινες ούτε το επίπεδο νερό ούτε η απώλεια του χρόνου, αυτή η κατάσταση που μοιάζει με προθάλαμο της νιρβάνας ή -για να είμαστε ρεαλιστές- με μια μικρή εσοχή στο τοίχο του προθάλαμου της νιρβάνας.

Το θαύμα, το ύψιστο θαύμα, είναι ότι βρίσκομαι εκεί, είναι ότι ζω, μέσα σε αυτή τ
ξξ
(Κάνω μια μουτζούρα από μελάνι στο χαρτί, καθώς προσπαθώ να γράψω για αυτό το θαύμα. Είναι αδύνατον να περιγράψεις, να μεταδώσεις τα θαύματα, τα θαύματα τα βιώνεις, μόνος, προσωπικά, όπως κι όλη τη ζωή σου)
~
Κουνάω τα χείλη μου για να μιλήσω. Είναι ο μόνος μυς του σώματος μου που κινείται -πέρα από την καρδιά μου που συνεχίζει να με ταΐζει αίμα και θαύματα.

«Ευχαριστώ, Θεέ», λέω, κοιτώντας ψηλά, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι από τότε που πάτησαν στα δυο τους πόδια. «Ευχαριστώ που έζησα», και αισθάνομαι έτοιμος να πεθάνω.
~
Δεν ξέρω σε ποιον θεό απευθύνομαι. Δεν είναι ο Γιαχβέ ή ο Αλλάχ ή ο Χριστός ή ο Κρίσνα ή ο Βούδας ή ο Θεός-Μανιτάρι. Όλα αυτά είναι ονόματα που σκαρφίστηκαν οι άνθρωποι για να οικειοποιηθούν το Μέγα Ανείπωτο.

Δεν είναι καν η Γαία που ευνόησε τη δημιουργία όντων που μπορούν να επινοούν ονόματα θεών και να αλληλοεξοντώνονται για μικρές διαφορές στον τονισμό της λέξης.

Ο Θεός είναι αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί -αλλά είμαστε μέρος του.
~

Ο Θεός είναι όλα όσα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε καθώς και όλα όσα ξέρουμε καλά, μαζί με όλα όσα κάναμε και είδαμε, μαζί με…

Κάθε φορά που προσπαθείς να εξηγήσεις τον Θεό τον χάνεις. Κι όσο περισσότερο προσπαθείς τόσο απομακρύνεσαι.

Όταν σταματάς να μιλάς γι” αυτόν, όταν σταματάς να τον σκέφτεσαι, όταν ξεχνάς και τον εαυτό σου, τότε ίσως να αγγίζεις μια άκρη από τις καινούριες του παντόφλες.
                                                                       ~~{}~~

Το δεύτερο πρόσωπο

Είναι νύχτα και ένας μικρός κυκλώνας, μωρό σχεδόν, παίζει με τα λούτρινα του στην αυλή σας.

Ο άνεμος φέρνει τη βροχή απ” όλες τις πλευρές. Οι κεραυνοί, τα ηλεκτροφόρα έντερα του ουρανού, εκκενώνουν ενέργεια πιο καθαρή και από τα κακάκια του μωρού που θηλάζει.

Οι άνθρωποι τρέχουν να κρυφτούν, κλείνουν παντζούρια, ασφαλίζουν πόρτες, σβήνουν τους υπολογιστές.

Μένεις να βρέχεσαι, με το στυλό στο χέρι, σημειώνοντας βιαστικά λέξεις πάνω στο νοτισμένο χαρτί. Ο ουρανός φωτίζεται ολόκληρος κάθε τόσο, κάτι που ο άνθρωπος ούτε στην έσχατη μανία της καταστροφικότητας του δεν κατάφερε να κάνει.

Τα επουράνια ντραμς έχουν στήσει ένα εκκωφαντικό κοντσέρτο κρουστών. Δεν υπάρχει μελωδία, αρμονία, ρυθμός, λες και κρατάει τις μπαγκέτες ένας ημιπαράφρων ντράμερ.
~
Κεραυνοί και αστραπές, κυκλώνες και τυφώνες, ουραγκάν και τσουνάμι, σεισμοί και ηφαίστεια, αρκεί το Μέγιστο Θηρίο να κουνηθεί λιγάκι ή να ξυστεί και τα υπερφίαλα παράσιτα που κάθονται στη ράχη του τα τελευταία 100.000 χρόνια εκμηδενίζονται, έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με την αδυναμία τους.

Ο άνθρωπος ο σοφός είναι πιο μικρός και από ένα έντομο που αναμένει την πατούσα του τυχαίου για να το λιώσει.
~
Αντικρίζεις και αυτό το πρόσωπο του Θεού με ανοικτά μάτια. Είναι εξίσου μεγαλειώδες με το άλλο του πρόσωπο, το πράο, το καλοσυνάτο, εκείνο που σου υπόσχεται την νιρβάνα.
Ίσως το ίδιο σου υπόσχεται κι αυτό, ενώ σου θυμίζει πόσο ασήμαντος είσαι: Κάτι περισσότερο από το μηδέν. Τίποτα άλλο από μια τυχαία διακύμανση σε χρόνο απειροελάχιστο.
~
Βρεγμένος πια και αδυνατώντας να μείνεις, να γράψεις, αποχωρείς με την ουρά στα σκέλια, υποχωρείς στη φαινομενική ασφάλεια ττης τσιμεντένιας σπηλιάς μου.

Είμαι ασφαλής, προσωρινά, όσο το Μέγιστο Θηρίο σε ανέχεται. Αλλά γνωρίζεις ότι αρκεί ένα του φτέρνισμα και όλα όσα με τόσο μόχθο κατέκτησες (εσύ, ο σοφός) θα καταρρεύσουν μέσα στη λάσπη, μέσα στη λάβα, μέσα στη θάλασσα.
                                                                            ~~{}~~
Ο καταποντισμός της Ατλαντίδας δεν είναι μύθος. Είναι μια αλληγορία που επινόησαν άνθρωποι αρχαίοι και σοφοί, τότε, προτού ανταλλάξουμε τη σοφία με τη γνώση, προτού ανταλλάξουμε τη γνώση με την πληροφορία.

Ο Πλάτωνας την έμαθε από τους απόγονους εκείνων που έχτισαν τις Πυραμίδες κι εκείνοι με τη σειρά τους από ανθρώπους ακόμα πιο αρχαίους, ίσως και γίγαντες ή τιτάνες.
~
 Ήτανε, λέει, μια σπουδαία Πολιτεία, η σπουδαιότερη που έχτισαν ποτέ οι Άνθρωποι, λαμπρή σε επιτεύγματα, τρανή σε κατορθώματα.

Εκείνοι, οι Ατλάντιοι, νόμιζαν ότι έφτιαξαν την Αιώνια Πολιτεία και καυχιόντουσαν ότι είχαν καταφέρει να τιθασέψουν τον ίδιο τον Θεό.

Ώσπου μια νύχτα το Μέγιστο Θηρίο ανακίνησε τη ράχη του και η Ατλαντίδα έγινε μύθος.

«Αντίο, κι ευχαριστώ για τις φάλαινες», ήταν τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν λίγο πριν καταποντιστούν.