Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Της εξορίας

Εικόνα
Ήρθαν κείνο το βράδυ να με πάρουν. Τους περίμενα. Φήμες και πληροφορίες είχαν διατρέξει την πόλη από το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Ξυρίστηκα και φόρεσα το καλό μου πουκάμισο,  άνοιξα το πιο καλό κρασί που φυλούσα καιρό για κάποια στιγμή ξεχωριστή, κάποια στιγμή σαν κι αυτή. Σκέφτηκα να βάλω να παίξει το αγαπημένο μου τραγούδι καθώς τους περίμενα, μα τότε κατάλαβα πως δεν είχα αγαπημένο τραγούδι. Σαν να λυπήθηκα με αυτή μου τη διαπίστωση.


Η πόρτα σπρώχτηκε βίαια, ίσως κάποιος απ’ αυτούς να την κλώτσησε. Κείνος ο ψηλός ξερακιανός με τα λαδωμένα μαλλιά σε χωρίστρα και την ελιά στο πηγούνι πρέπει να ήταν υψηλόβαθμος. Στεκόταν δυο βήματα πίσω κρατώντας μια στοίβα χαρτιά κι έδινε στους υπόλοιπους οδηγίες και παραγγέλματα. Οι νεαροί που τον περιστοίχιζαν με χτύπησαν στα σαγόνια με τα κοντάκια των όπλων τους. Κρίμα το καλό πουκάμισο.

Σύρθηκα στη σκάλα, σύντομα βρέθηκα στο δρόμο. Οι γύρω πολυκατοικίες άδειαζαν με ανθρώπους σαν κι εμένα. Μας ξεπροβόδιζε ένα πλήθος αμέτοχων που θρηνούσε μαζί μας. Ένας χορός τραγωδίας που τον απάρτιζαν σύγχρονοι δηλωσίες, άνθρωποι του δόξα τω Θεώ, τζογαδόροι και πόρνες, τοξικομανείς γεμάτοι στίγματα, ίδια κι όμοια με αυτά του Εσταυρωμένου. Έψελνε τον κομμό του, μελάνιαζε τα στήθια του από τα απανωτά χτυπήματα του θρήνου, έτσι … σαν προοικονομία του δράματος που θα ακολουθούσε. Οι γυναίκες που αγαπήσαμε κυριεύτηκαν από τριχοττιλομανία. Έβγαζαν με τα νύχια τους τις τούφες των μαλλιών τους ώσπου κατάντησαν άσχημες και καραφλές σαν τις γυναίκες των Σπαρτιατών, έτσι ώστε να μην της ποθήσει κανένας άλλος άνδρας για όσο καιρό εμείς θα λείπαμε.

Μας χώρισαν σε ομάδες των χιλίων και κατεβήκαμε ο ένας γερμένος πάνω στην πλάτη του άλλου, τις κυλιόμενες σκάλες του μετρό. Πατήσαμε με τις γυμνές φτέρνες της ελευθερίας πάνω στην κρύα αποβάθρα. Τα μεγάφωνα του σταθμού παιάνιζαν το “People are Strange” και πράγματι αυτό ήμασταν στ’ αλήθεια. Παράξενοι και διαφορετικοί, ένα μωσαϊκό ανυπότακτης ανομοιογένειας. Άνδρες και γυναίκες, άλλο το μπόι του καθενός … άλλο το χρώμα και το ρούχο. Άσχημοι και όμορφοι, όλοι μαζί μέσα την ασχήμια του καιρού που μας έλαχε, μέσα στην ομορφιά του αγώνα που επιλέξαμε.

Συνεχίσαμε με τα πόδια, πορεία βραδινή μέσα απ’ τα βουνά. Μια φάλαγγα κάτω από έναν ουρανό χωρίς φεγγάρι. Σκόνταψα κι έπεσα στο πιο βαθύ σκοτάδι. Ένας απ’ τους διώκτες μου με τράβηξε να σηκωθώ. Τότε βίωσα το σατόρι  μου : Η νύχτα που ‘δωσα χειραψία με φασίστα. Κι ήταν το χέρι του ζεστό. Κι ήταν το χέρι του κρύο. Κι ήταν το χέρι του ροζιασμένο. Κι ήταν το χέρι του από δέρμα και φλέβες και οστά σαν τα χέρια όλων των υπόλοιπων ανθρώπων. Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν είκοσι χρονών. Είδα το βλέμμα του, δεν ήξερε σχεδόν τίποτα. Ήξερε μονάχα πως η δουλειά έπρεπε να γίνει.

Το ξημέρωμα οι πρώτοι της φάλαγγας ξέσπασαν σε ιαχές … «θάλαττα θάλαττα» κι όρμησαν, σπάζοντας τον κλοιό, να πέσουν στο νερό. Έπειτα απ’το ξύλο μας φόρτωσαν σε βαπόρια. Στη μέση του πουθενά μας πέταξαν στο πέλαγο. Πατώναμε όλοι οριακά, με τη μύτη μας λίγα χιλιοστά έξω απ’ το αλμυρό νερό, να παίρνουμε ανάσα κι ας ήταν η άβυσσος από κάτω μας, χιλιάδες μέτρα βάθος. Κάποιοι μαστόροι που ‘χαν έρθει ειδικά για εμάς ξεκίνησαν την ταπεινή δουλειά τους. Στρώσανε τις πατούσες μας στον πυθμένα αμμοχάλικο κι οπλισμένο σκυρόδεμα. Γινήκαμε νησιά. Ένα αρχιπέλαγος ανεπιθύμητων.  Έπρεπε να είναι προσεκτικοί. Σεισμογενής περιοχή η Ελλάδα. Κάθε τόσο περνούσαν να μας δουν οι μηχανικοί.

Πραγματοποιούσαν ελέγχους, κοιτούσαν την αντοχή των υλικών μας. Που να ‘ξεραν οι καημένοι ότι είμαστε φτιαγμένοι από το πιο ευγενές υλικό!
Τη δεύτερη βδομάδα ξέσπασαν στις πόλεις βίαιες ταραχές - αυτό το μάθαμε αργότερα – αυτοί που ‘χαν μείνει πίσω συγκρούονταν για εμάς.

«8 ώρες δουλειά. 8 ώρες ύπνο. 8 ώρες να πηγαίνουμε στους ανθρώπους-νησιά!».

 Νικήσανε. Μας φέρνανε κούτες τσιγάρα και μας φιλεύανε σπιτικά γλυκά στο επισκεπτήριο, αφού πρώτα περνούσαν τον αυστηρό έλεγχο του δεσμοφύλακα-φαροφύλακα. Τις νύχτες φωτίζαμε από ελπίδα. Τις νύχτες φωτίζαμε για προειδοποίηση στους ξένους ταξιδιώτες του Αιγαίου … πως εδώ είναι Ελλάδα δύο χιλιάδες και δεκατέσσερα, «δεν είναι παίξε γέλασε».

kospanti 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου