Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Διαδηλώσεις και "διαδηλώσεις"

«Και τώρα με συγχωρείτε, πρέπει να ετοιμαστούμε για την μεγαλειώδη διαδήλωση σήμερα το απόγευμα», ανεφώνησε μεγαλοπαράγοντας μειοψηφικής αντιπολίτευσης τέως μεγάλου κυβερνώντος κόμματος και πρώην Υπουργός της Κυβέρνησης του Μνημονίου σε δημοσιογράφους προ της συγκέντρωσης της 30ης Ιουνίου 2015. «Μεγαλειώδη» …

Λοιπόν, άκου για να μαθαίνεις, καραγκιοζάκο, μεγαλειώδης ήταν η διαδήλωση της 15ης Ιουνίου 2011 – ναι, την εποχή που ήσουν Υπουργός - την οποία εσύ και τα καρντάσια σου φροντίσατε να πνιγεί στο χημικό. Μεγαλειώδης ήταν εκείνη η διαδήλωση, διότι όσο μας ρίχνατε και διαλυόμασταν στα στενά δρομάκια του κέντρου, τόσο επιστρέφαμε πιο σίγουροι πως κάναμε το σωστό.


Μεγαλειώδης ήταν η διαδήλωση της 15ης Ιουνίου 2011, διότι κάποια στιγμή το απόγευμα είχαμε μαζευτεί για μιαν ανάσα, ένα νερό και έναν καφέ στο παλιό μαγαζί του Αντώνη – εκεί, Νίκης και Νικοδήμου γωνία - καμιά εικοσαριά συνοδοιπόροι με ρούχα πασπαλισμένα με τα ληγμένα χημικά που μας ρίχνατε και πρόσωπα κάτασπρα από το υγρό Μaalox και κοιτούσαμε από την ανοικτή του τηλεόραση τα ψέματα που μετέδιδαν τα παπαγαλάκια σας πριν ξαναπάμε προς το κέντρο.

Εκεί, σε αυτό το γωνιακό μαγαζάκι όπου άκουσα από το διπλανό τραπέζι μια νεαρή κοπέλα να μιλάει στο κινητό και να λέει «εγώ είμαι στη Νίκης με τη μαμά, ο Νίκος είναι από την άλλη πλευρά με τον μπαμπά» κι ένιωσα τόσο υπερήφανη όσο δεν με έκαναν να νιώσω ούτε τα χρυσά ρεκόρ των Ολυμπιακών του 1992. Και πόσο πιο περήφανη ένιωσα μετά που επιστρέψαμε όλοι στην πλατεία ΜΑΣ και κάναμε ανθρώπινες αλυσίδες για να μεταφέρουμε νερό και να την καθαρίσουμε από τα χημικά σας.

Μεγαλειώδης ήταν η διαδήλωση της 28ης Ιουνίου 2011, που είχα ανέβει μόνη μου και με «υιοθέτησε» μια παρέα από δυο παλικάρια και μια κοπελιά λίγο πριν ξεκινήσουν τα ΜΑΤ - δίχως προηγούμενη δική μας πρόκληση - να ρίχνουν χημικά στο κέντρο της πλατείας. Τα θυμάμαι να πέφτουν από ψηλά, λες και οι Ματατζήδες που βρίσκονταν επί της Αμαλίας έριχναν βολές στο καλάθι κάποιου συνοικιακού γηπέδου μπάσκετ. Θυμάμαι να έχω πεισμώσει και να μη θέλω να αφήσω την πλατεία ΜΑΣ και τα παιδιά εκείνα να με τραβάνε προς την κάτω μεριά, γιατί η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική.

Ήταν μεγαλειώδης, διότι θυμάμαι εκατοντάδες κόσμου να στέκει στη συμβολή Φιλελλήνων και Όθωνος και να τραγουδάει το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» κι εγώ να νιώθω πάλι περήφανη που ξέραμε όλοι τα λόγια.
Ήταν μεγαλειώδης, διότι όταν αργότερα με βρήκε η Τόνια, πήγαμε στο πρόχειρο ιατρείο που είχαν στήσει οι διαδηλωτές στην πάνω δεξιά μεριά της πλατείας ΜΑΣ, στο παρτέρι που είναι κοντά στα σκαλάκια που βγάζουν στην Όθωνος, για να προμηθευτούμε Maalox που μας είχε τελειώσει. Είχε απλωθεί παντού ομίχλη από τα χημικά ενώ Ματατζήδες ξεχώριζαν μέσα στο χημικό σύννεφο, σα ρομπότ βγαλμένα από τον Πόλεμο των Άστρων, κινούμενοι δεξιά κι αριστερά για να καθαρίσουν τον χώρο από τους διαδηλωτές.
Κι όταν μπήκαμε στην σκηνή του ιατρείου, θυμάμαι εθελοντές γιατρούς αλλά και απλούς συνανθρώπους μας να προσπαθούν να βοηθήσουν όσους δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν ενώ τα αέρια από τα χημικά είχαν μπει για τα καλά στην τέντα.

Μια κοπέλα μας υπέδειξε που είχε Μaalox και όταν στράφηκα κατά ‘κεί , θυμάμαι ένα παλικάρι, γιατρό να ρίχνει με το ζόρι πάνω σε ένα πάγκο έναν πιτσιρικά διαδηλωτή για να τον περιποιηθεί – αυτήν την εικόνα την κρατάω ζωντανή μέσα μου, κλείνω τα μάτια και μπορώ να τη δω αυτούσια…
Σκηνικό πολέμου μέσα την πλατεία Συντάγματος κι ένας ήρωας να κινείται μπροστά στα μάτια μου.

Μεγαλειώδης ήταν η διαδήλωση της 29ης Ιουνίου 2011 (όταν ακόμα δεν κατεβάζατε τα ρολά στο μετρό του Συντάγματος) διότι κοντέψαμε να πνιγούμε σαν τα ποντίκια όσοι από βλακεία (το αναγνωρίζω) μαζευτήκαμε εκεί για να γλιτώσουμε από τα κωλοδηλητήρια που ρίχνανε οι ματατζήδες σας κι από τις δύο εξόδους – την μια της Αμαλίας και την άλλη της πλατείας!

Θυμάμαι να πιάνω από το χέρι μιαν άγνωστη κοπέλα που ήταν δίπλα μου για να μη φοβάται και να μη φοβάμαι – ό,τι κι αν γινόταν θα μας έβρισκε μαζί.
Θυμάμαι μετά να μπαίνουμε με την Τόνια κι άλλους πολλούς στον συρμό προς Μοναστηράκι μόνο και μόνο για να αναπνεύσουμε και μετά να ξαναβγαίνουμε στο Σύνταγμα για να συνεχίσουμε να δίνουμε το παρόν.
Θυμάμαι να κατεβαίνουμε τη Μητροπόλεως και μέσα από τη χημική σας ομίχλη να ανάβουν ξαφνικά φώτα και να ακούγεται μαρσάρισμα από μηχανές στο τέρμα του δρόμου κι εγώ μαζί με καμιά τριανταριά άλλους που βρεθήκαμε στο ύψος του παλιού υπουργείου Παιδείας – άνθρωποι διαφόρων ηλικιών και τάσεων, «καθημερινοί» άνθρωποι σαν κι εμένα, όχι «επαγγελματίες» επαναστάτες – να κοιτάμε έκπληκτοι την εικόνα μπροστά μας.

Θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου «φίλη, είναι σαν σκηνή ταινίας» αλλά όταν «χτύπησε η κλακέτα» κι άρχισαν οι Δελτάδες να ανεβαίνουν προς το μέρος μας, γκαζώνοντας ολοένα και περισσότερο καθώς μας πλησίαζαν, θυμάμαι να τρέχουμε άλλοι δεξιά και άλλοι αριστερά κι εμένα να σκέφτομαι «μαλάκα … δεν είναι ταινία, τρέχα!». Μπορώ να ακούσω ακόμα το μηχανάκι να πλησιάζει, την Τόνια να τρέχει πίσω μου και τη χειροβομβίδα «κρότου-λάμψης», ή όπως αλλιώς τη λένε, να πέφτει ανάμεσα στα πόδια μας.
Θυμάμαι πως για δευτερόλεπτα δεν άκουγα τίποτε άλλο από έναν συνεχές συριστικό ήχο στα αυτιά μου και την εσωτερική μου φωνή να επαναλαμβάνει «ψυχραιμία, μπορεί και να κουφάθηκες αλλά ψυχραιμία μέχρι να ξεφύγουμε και βλέπουμε μετά», μετά την Τόνια να φωνάζει το όνομα μου ψάχνοντας με κι αυτόματα τη δική μου φωνή να απαντάει με το δικό της για να με βρει – πέφτοντας αυτό το παλιόπραμα στα πόδια μας είχαμε αντανακλαστικά πηδήξει προς διαφορετικές μεριές - κι όλα αυτά σε δευτερόλεπτα.

Μεγαλειώδης ήταν η διαδήλωση της 29ης Ιουνίου, διότι μέσα σε εκείνο το κωλόστενο που μας είχανε οδηγήσει οι Δελτάδες σας κάποιοι από τους δικούς μας χώθηκαν στο ξενοδοχείο κι άλλοι στην απέναντι ταβέρνα ενώ εγώ, η Τόνια και καμιά δεκαριά ακόμη δεν μπορέσαμε να κρυφτούμε.
Θυμάμαι τους Δελτάδες να σταματάνε τα μηχανάκια και να κατεβαίνουν με αέρα κατακτητή και αρματωμένοι σα να μην ήταν άνθρωποι, κρατώντας τα γκλομπ στα χέρια τους κι εμένα κολλημένη στην κλειστή τζαμένια πόρτα του ξενοδοχείου που δεν είχα προλάβει να μπω, να με προετοιμάζω μουρμουρίζοντας «τώρα η ζωή μου είναι στα χέρια τους, μπορεί να με χτυπήσουν και να μην ξαναπερπατήσω ποτέ, να μην ξαναχορέψω ποτέ».

Θυμάμαι να μας φέρνουν οι άλλοι Δελτάδες από τον πάνω δρόμο ένα παλικάρι ματωμένο από το ξύλο που με κάποιον τρόπο - τον οποίο αδυνατώ να θυμηθώ - να το αρπάζουν όσοι είχαν καταφύγει μέσα στην ταβέρνα. Πόσα χέρια να συγχρονίστηκαν εκείνη την στιγμή για να καταφέρουν να τους τον πάρουν και πώς; Όταν οι Δελτάδες προσπάθησαν να μπουν μέσα για να ξαναπάρουν τον νεαρό, ο κόσμος δεν τους άφησε, ο ιδιοκτήτης τους φώναζε «αυτό είναι το μαγαζί μου!» κι ένας λεβεντόγερος ντυμένος στα μαύρα – θα ΄ταν δεν θα ΄ταν καμιά εβδομηνταπενταριά χρονών – που καθόταν σε ένα τραπεζάκι έξω στην πόρτα από πριν ξεκινήσει το κακό, σηκώθηκε με τη μαγκούρα στο χέρι για να τους εμποδίσει· όταν κάποιο από τα κωλόπαιδα με τα μπλε του αντιμίλησε με εκείνη την κακώς εννοούμενη μαγκιά που σου δίνει η εξουσία, θυμάμαι τον λεβεντόγερο να ανοίγει τα χέρια του – σα να μπορούσε να αγγίξει τον ουρανό μου φάνηκε εκείνη την στιγμή – κι έπειτα να χτυπάει το μπέτι του λέγοντας «σε εμένα μιλάς έτσι, εγώ θα μπορούσα να είμαι παππούς σου!».

Δεν θυμάμαι πόση ώρα περάσαμε κρατούμενοι σε εκείνο το στενό αλλά κάποια στιγμή που τα πράγματα ηρέμησαν κάπως και οι Δελτάδες έβγαλαν τα κράνη, θυμάμαι που είδα στην αρχή του στενού μια κοπέλα δικιά μας ανάμεσα τους και κάποιον καθισμένο κάτω· προχώρησα προς τα εκεί σκεπτόμενη πως μπορεί να είναι κάποιος δικός μας και να θέλει βοήθεια.
Όταν έφθασα και είδα πως κάτω στο πεζοδρόμιο καθόταν ένας Δελτάς, δίστασα για λίγο αλλά μετά τον ρώτησα μήπως ήθελε να πιεί λίγο από το νερό μου σε περίπτωση που είχε δύσπνοια και του έδειξα το μπουκαλάκι μου, «δεν έχω πιεί» του είπα. Μου έγνεψε πως όχι, πως ήταν καλά ενώ ο Δελτάς που στεκόταν όρθιος δίπλα του με κοίταξε στα μάτια, μου χαμογέλασε με ειλικρίνεια λέγοντας «σε ευχαριστούμε, κοπελιά, είναι καλά». Κοιταχτήκαμε για δέκατα του δευτερολέπτου έτσι, ανθρώπινα (ετούτος δεν έμοιαζε με τους άλλους, έδειχνε ένας συμπαθέστατος άνθρωπος χωρίς το κράνος του... πώς να βρέθηκε με αυτούς;) και έφυγα προς τη μεριά του ξενοδοχείου που καθόταν η φίλη μου.

Θυμάμαι να θολώνουν τα μάτια μου μέχρι να φθάσω εκεί, την Τόνια να σηκώνεται και να με παίρνει αγκαλιά, να με καθίζει στο πεζοδρόμιο κρατώντας με σφιχτά στα δυο της χεριά κι εγώ να ξεσπάω σε λυγμούς τόσο δυνατούς που σταμάτησαν όλοι και με κοιτούσαν – Δελτάδες και συνδιαδηλωτές. Άκουσα κάποια να ρωτάει «τι έπαθε το κορίτσι;», έναν άλλον να απαντάει «ε, φοβήθηκε μωρέ» και μιαν άλλη φωνή, γνωστή μου, να βγαίνει από μέσα μου δυνατή «δεν φοβάμαι. Ντρέπομαι! ΝΤΡΕ-ΠΟ-ΜΑΙ. Καθόμαστε και σκοτωνόμαστε για ποιους; Γι΄ αυτούς εκεί μέσα (δείχνοντας προς τη Βουλή) που παίζουν με τις ζωές όλων μας;). Δεν ξέρω πότε μας άφησαν να φύγουμε. Θυμάμαι όμως να πηγαίνω στον λεβεντοπαππού, να του δίνω ένα φιλί στο μάγουλο και να του λέω «είμαι περήφανη για εσάς».

Πήρες γραμμή τώρα, καραγκιοζάκο γιατί ήταν μεγαλειώδεις οι διαδηλώσεις εκείνων των ημερών; Κατάλαβες πως καμία δικιά σας δεν μπορεί να τις φθάσει; Διότι όσο κι αν μας τρομοκρατούσατε ξανανεβαίναμε· με το φυλλοκάρδι μας να τρέμει για το τι θα αντιμετωπίζαμε, με μάσκες, μαντήλια, λεμόνια και Maalox στις τσάντες, άνθρωποι άσχετοι με τα «επαναστατικά», με γονείς, παιδιά και φίλους να μας τηλεφωνούν κάθε τρις και λίγο για να δουν αν είμαστε καλά, αλλά ξανανεβαίναμε - όλοι κι από όλες τις ηλικίες.

Μεγαλειώδεις διότι πιανόμασταν από τα χέρια, όπου βλέπαμε κάποιον μόνο τον παίρναμε αντάμα, να μην τον βρει μονάχο το κακό και συστηνόμασταν τρέχοντας στα στενά.
Εκείνες οι διαδηλώσεις ήταν μεγαλειώδεις διότι αν μας ζήταγε κανείς να τον ψεκάσουμε από το λιγοστό Μaalox μας το κάναμε χωρίς δισταγμό (έχω ψεκάσει κι έχω ψεκάσει κόσμο εκείνες τις μέρες!), αν χρειαζόταν νερό του δίναμε από το δικό μας, αν ήταν μόνος τον «υιοθετούσαμε», αν πλησίαζαν τα ΜΑΤ τον κρατούσαμε από το χέρι και τρέχαμε μαζί να γλιτώσουμε.
Εκείνες οι διαδηλωσεις ήταν μεγαλειώδεις διότι στις μέρες που μεσολαβούσαν μέχρι την επόμενη διαδήλωση, τα βράδια στη γειτονιά μου, που οι μόνοι «θόρυβοι» που θα ακουστούν είναι ο Πάριος που βάζει ο κυρ-Νίκος, το μπουζούκι που παίζει ο κος Γιώργος, το πιάνο το δικό μου και το μαρσάρισμα του αυτοκινήτου του διπλανού, εγώ φορές νόμιζα πως άκουγα κρότους από χημικά και από τις καταραμένες εκείνες χειροβομβίδες, φορές νόμιζα πως άκουγα συντονισμένες φωνές διαδηλωτών κι αυτό το σύνδρομο της «Ζαν ντ΄Αρκ» είμαι σίγουρη πως το είχαμε πάθει όλοι όσοι ανεβαίναμε αλλά δεν μας σταμάτησε από το να ανεβαίνουμε.

Κατάλαβες, τώρα καραγκιοζάκο των βουλευτικών εδράνων, τί χαρακτηρίζει μια διαδήλωση ως «μεγαλειώδη»;

Μυρσίνη Σαρρή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου