Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

843

unknown-166461_0x440
 Τα σπίτια απέναντι απ’ το σπίτι μου είναι ξενοίκιαστα, παρατημένα. Κουφάρια με άδεια σωθικά, νηστικές κρεβατοκάμαρες κι έρημες σάλες. Μονάχα οι λυγερόκορμες κεραίες τηλεοράσεως στέκονται ορθές, με μια κάποια ζωντάνια, παλλόμενες σαν σηκωμένες ψωλές, ερεθισμένες απ’ το ερωτικό πασπάτεμα του αέρα. Σωστοί μετρονόμοι που δίνουν το ρυθμό στου βοριά τη μουσική. Τα σπίτια που δεν κατοικούνται από ανθρώπους χαλάνε, γερνάνε πρόωρα, σαν τα σώματα των ανθρώπων που δεν κατοικούνται από έρωτα.

Τριγυρνώ, το λοιπόν, με ελευθερία – σχήμα οξύμωρο – στο νεόδμητο κελί μου, τριαντατρία τετραγωνικά μέτρα, φυσικό αέριο, βιβλία και τασάκια. Κουρτίνα καμιά. Τριγυρνώ γυμνός, με σώβρακο, με νοτισμένη πετσέτα, τριγυρνώ αρματωμένος με καύλες πρωινές και στιγμιαίο καφέ στο χέρι για το υπόλοιπο μιας μέρας ίδιας με αυτές που περάσαν.


Βρίσκομαι στον «πίσω Πειραιά», αποστρέφω το βλέμμα στη θάλασσα, ακουμπώ με πλάτη μαστιγωμένη στα μπλόκια του λιμανιού. Σκέφτομαι τις διαδρομές που έκανα πριν πάρω την απόφαση να κλειστώ εδώ μέσα. Το 843, το magic bus της γειτονιάς, που σέρνεται γιομάτο φολίδες από σίδερο και τζάμι καθώς διασχίζει όλα τα σκιερά κι ανήλιαγα κωλόστενα, μια μακρά γραμμή Μαζινό απ’ τα ημιτελή μπετά του Ρουσσουνέλου. Πάνω και μέσα του γέροι με αλλόκοτα ρούχα κι οργωμένα πρόσωπα απ’ το υνί του χρόνου.
Βρωμούν ρετσίνα και ναφθαλίνη και μυρωδιά από Τζάνειο. Ανακατεύονται με εικοσάχρονες μωρομάνες, λαχειοπώλες και τρελούς, πρόσφυγες ξεριζωμένους της πίσω γαλαρίας και πολεμιστές του σαββατοκύριακου που μόλις ξέβρασε η κάτω γνάθος της παντόφλας Ε/Γ-Ο/Γ Τελαμών. Η μοίρα όλων εδώ μέσα είναι κοινή. Ζωή, δουλειά και φτώχεια κι άλλη δουλειά και κυνηγητό και κακά γεράματα. Κι όλη αυτή, την ταπεινή και θλιβερή συνάμα διαδρομή, να την ενώνει το 843, λες κι είναι οι ρόδες του που ακουμπούν στη γη σαν τη μύτη του μολυβιού που ακουμπά στο χαρτί κι ενώνει τις τελείες σε κείνα τα παιχνίδια του σταυρόλεξου.

Τούτα κι άλλα πολλά σκέφτομαι καιρό τώρα και βάλθηκα να φτιάξω, σαν τους παλιούς μαστόρους και τους αλχημιστές, μια μηχανή παράξενη, μια κάμερα ομπσκούρα για γραφιάδες. Εγώ να κάνω εικόνες στο μυαλό μου κι εκείνη να τις γράφει στο χαρτί, ένας αγύρτης της τέχνης και της τεχνικής, κομπογιαννίτης με τα όλα του. Κι όταν έρθουν στο μικρό μου διαμέρισμα να με βρουν και μου ζητήσουν τα ρέστα, να μην κωλώσω. Να βγω στο δρόμο και να καβαλήσω το 843, στήνοντας λεωφορειοπειρατεία με ομήρους τους χαρακτήρες μου και μόνο μου αίτημα αυτό :

«Γύρνα σε μένα!»

Να το οδηγήσω όπου γουστάρω, μακριά απ’ τη γειτονιά, σε μέρη που κανείς δεν τα ‘χει φανταστεί. Κι αν δεν γυρίσεις, τότε σε μέρη κι οδούς που φέρουν το όνομά σου, με σπίτια ερειπωμένα, ακατοίκητα, τόσο άδεια που εγώ να σου φωνάζω κι η επιθυμία μου να κάνει αντίλαλο.

Σκίτσο : Carol Rama

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου